Κούκουλα: Η start-up των... ναυαγίων

Κούκουλα: Η start-up των... ναυαγίων
Από Πάνος Κιτσικόπουλος
Κοινοποιήστε το άρθροΣχόλια
Κοινοποιήστε το άρθροClose Button

Ο Αλί, ο Μάιγκα, ο Μαλίκ, ο Μούσα και ο Σαϊντού. Οι πέντε νεαροί δραπέτευσαν από τη φρίκη του πολέμου στο Μάλι και τον Νίγηρα. Με ένα από τα γνωστά

Ο Αλί, ο Μάιγκα, ο Μαλίκ, ο Μούσα και ο Σαϊντού. Οι πέντε νεαροί δραπέτευσαν από τη φρίκη του πολέμου στο Μάλι και τον Νίγηρα. Με ένα από τα γνωστά καρυδότσουφλα διέσχισαν τη Μεσόγειο και βγήκαν στη Λαμπεντούζα. Ήταν το 2011, όταν πέρασαν τα ευρωπαϊκά σύνορα και τελικά κατέληξαν στο Βερολίνο.

Είχαν ελπίδες για να πάρουν τις πολυπόθητες άδειες διαμονής και εργασίας, αλλά δεν τα κατάφεραν. Άνεργοι, άστεγοι, μόνο οι ίδιοι μπορούσαν να βοηθήσουν τους εαυτούς τους. Έτσι, έφτιαξαν μια ομάδα.

Η ομάδα τους έχει όνομα: «Κούκουλα». Μια λέξη της αφρικανικής διαλέκτου χάουζα που σημαίνει «αλληλοβοήθεια». Κι αυτό τους δίνει μια άλλη προοπτική. Να φτιάξουν μια start-up για να μάθουν να κατασκευάζουν ξύλινες καρέκλες. Με ξύλο από τα κουφάρια των σκαφών που έφτασαν στη Λαμπεντούζα.

«Αυτή η καρέκλα είναι η ιστορία μου, γιατί έφτασα στη Λαμπεντούζα και αυτό εδώ το ξύλο είναι από ένα ναυάγιο της Λαμπεντούζα. Αυτή είναι η ιστορία μου», μας λέει ο Μούσα.

Κουφάρια στις ακτές του ιταλικού νησιού, το όνομα του οποίου έχει συνυφανθεί με ανθρώπινες τραγωδίες. Μετανάστες που προσπάθησαν να διασχίσουν τη Μεσόγειο και τελικά χάθηκαν στα αφιλόξενα βάθη της. Υποστηρικτές της Κούκουλα ήρθαν στη Λαμπεντούζα για να πάρουν ξύλο από τα ναυάγια.

Πίσω στο Βερολίνο, ο Αλί και οι φίλοι του συναρμολογούν τις καρέκλες τους, καρφώνοντας αυτά τα ξύλινα ενθύμια του πιο επικίνδυνου ταξιδιού της ζωής τους. Έχουν πολλά ακόμη να μάθουν. Όμως το πρότζεκτ της Κούκουλα ανοίγει ευκαιρίες εκπαίδευσης για τους πρόσφυγες.

Ο Αλί μας διηγείται την εμπειρία του: «Ήμασταν 350 εν πλω. Πήραμε το πλοίο για να έρθουμε. Συνεχίζω να πιστεύω πως πολλοί χάθηκαν στη θάλασσα. Είδα ένα παιδί με τη μητέρα του, δεν κατάφερε να το σώσει, ένα μωρό, ήταν δεν ήταν ενός έτους. Αλλά στο πλοίο δεν μπορείς να σωθείς, είναι πολύ δύσκολο».

Ταξίδι απελπισίας και θανάτου…

Οι πέντε ανέλαβαν να κατασκευάσουν μια σκηνή για μια ερμηνεία βασισμένη στο έργο του Φραντς Σούμπερτ. Τραγική ειρωνεία: χρησιμοποιούν ξύλο που τους θυμίζει το δικό τους δύσκολο ταξίδι για μια ερμηνεία που πατάει στο «Χειμερινό Ταξίδι» του Σούμπερτ, το πιο διάσημο από τα λίντερ του.

Η εμβάπτιση στην ευρωπαϊκή πραγματικότητα συνεπάγεται βαρύ τίμημα για τους παράτυπους μετανάστες. Μοναξιά, δυστυχία, αίσθημα αποτυχίας, έλλειψη στέγης. Την ίδια ώρα, η ξενοφοβία εντείνεται στην Ευρώπη. Όμως ο Μάιγκα από το Μάλι και ο Σαϊντού από τον Νίγηρα το λένε ευθέως: δεν είχαμε επιλογή.

«Διασχίζοντας τη Σαχάρα είδα πολλά φρικτά πράγματα. Είδα ανθρώπους να πεθαίνουν, τους είδα με τα ίδια μου τα μάτια. Δεν ήξερα πώς να βοηθήσω. Ήμουν εξαντλημένος, ήταν φρικτό», λέει ο Σαϊντού.

Ο Μάιγκα μας λέει ότι «ήταν πολύ επικίνδυνο, γιατί υπήρχε πόλεμος στην πατρίδα μας. Γι’ αυτό φύγαμε, επειδή δεν υπήρχε μέλλον. Ήταν πολύ δύσκολο να μείνουμε εκεί, γιατί γίνονταν πόλεμοι παντού: στο Τουμπουκτού, στο Γκάο, στο Κιντάλ, παντού πόλεμος».

«Αργότερα, στη Λιβύη, ο στρατός του Καντάφι μας έβαλε με τη βία σε υπερφορτωμένα σκάφη. 300 άνθρωποι σε μια μικρή βάρκα. Οι στρατιώτες του Καντάφι μας έσπρωξαν σε έναν άγνωστο προορισμό. Πηγαίναμε στο πουθενά». συμπληρώνει ο Σαϊντού.

Είναι όμως η Λαμπεντούζα ασφαλές λιμάνι; Οι πρόσφυγες παίρνουν άσυλο μόνο σε περίπτωση διωγμών. Μέχρι να εξεταστεί η αίτησή τους, πρέπει να μείνουν στη χώρα εισόδου. Οι πέντε διαφωνούν με αυτόν τον κανονισμό.

Επισήμως, οι πέντε φίλοι δεν έχουν δικαίωμα να μείνουν και να εργαστούν στο Βερολίνο. Ο νόμος τους υποχρεώνει να επιστρέψουν στην Ιταλία. Ελπίζουν όμως το πρότζεκτ τους να μπορέσει να αλλάξει τη γνώμη εκείνων που λαμβάνουν τις αποφάσεις.

«Οι Ευρωπαίοι μου λένε: δεν έχεις δικαίωμα να εργαστείς. Δεν καταλαβαίνω: με τα χαρτιά που μου έδωσαν στην Ιταλία πήγα στη Γερμανία. Κι εδώ μου είπαν ‘όχι, δεν δικαιούστε να εργαστείτε, πρέπει να επιστρέψετε στην Ιταλία. Νόμιζα πως η Ευρώπη είναι ενωμένη κι ότι με τα έγγραφα που μου έδωσαν στην Ιταλία θα μπορούσα να εργαστώ παντού», σύμφωνα με τον Σαϊντού.

Η γερμανική κυβέρνηση επεξεργάζεται αυτές τις ημέρες τις αλλαγές στο νομικό πλαίσιο για τους μετανάστες.

Η είσοδος στην αγορά εργασίας θα είναι λίγο ευκολότερη. Ρωτήσαμε τον νομικό σύμβουλο της Ιησουιτικής Υπηρεσίας Προσφύγων Χάικο Χάμπε για την επίδραση των αλλαγών. Όπως μας είπε, «μέχρι πρότινος οι ζητούντες άσυλο δεν μπορούσαν να εργαστούν για ένα έτος. Το διάστημα αυτό μειώθηκε στους εννέα μήνες και τώρα στους τρεις. Είναι βασικά μια καλή αλλαγή, διότι όσοι δικαιούνται ασύλου και όσοι παραμένουν για ανθρωπιστικούς λόγους καθίστανται ικανοί να φροντίσουν τον εαυτό τους. Είναι εντελώς ανόητο να τους ωθεί κάποιος στην πρόνοια, αποκλείοντάς τους από την αγορά εργασίας. Όμως η έκδοση άδειας εργασίας δεν αφορά όσους κατ’ εξαίρεση απέκτησαν άδεια παραμονής για ανθρωπιστικούς λόγους – αυτοί παραμένουν αποκλεισμένοι. Όσον αφορά στους πρόσφυγες, είναι σαν το λαχείο: σε κάποιες ευρωπαϊκές χώρες μπορούν να φτιάξουν ένα νέο μέλλον, σε άλλες απλά εξορίζονται στο περιθώριο».

Ο Μούσα φορά το μπουφάν που είχε στη Λαμπεντούζα και μαζί πάμε στην Οράνιενπλατς, στη συνοικία Κρόιτσμπεργκ του Βερολίνου. Εδώ έφτιαξαν ξύλινες καλύβες για να μείνουν – ήταν η πρώτη τους επαφή με την ξυλουργική.

Πολλοί παράτυποι μετανάστες έμεναν στο χώρο αυτό. Μόνο λίγοι όμως κράτησαν την ελπίδα τους ζωντανή.

Οι πέντε γνωρίστηκαν με τον αρχιτέκτονα Σεμπάστιαν Ντέσλε, ο οποίος θυμήθηκε τον Ιταλό σχεδιαστή Έντσο Μάρι και την «φτιάξτο μόνος σου» προσέγγισή του. Με τα σχέδια του Μάρι ανά χείρας, οι νεαροί ξεκίνησαν να μαθαίνουν τα μυστικά της… επιπλοποιίας. Ο Μιλανέζος σχεδιαστής συμφώνησε και η Κούκουλα γεννήθηκε.

Ο Σεμπάστιαν μας διηγείται για τη γνωριμία τους: «Τους γνώρισα ένα χρόνο πριν. Έμεναν μαζί σε ένα δωμάτιο με τα στρώματα στο πάτωμα. Δουλέψαμε τρεις εβδομάδες σαν τρελοί, αναγκαζόμουν να τους συγκρατήσω. Όταν είσαι πρόσφυγας, όμως, δεν χρειάζεσαι έπιπλα κατά κάποιο τρόπο. Φανταστείτε, αν ήσασταν στη θέση τους: δεν θα ξέρατε που θα είστε σε δύο μήνες. Όταν είσαι πρόσφυγας, χρειάζεσαι δουλειά, χρειάζεσαι αληθινή δουλειά».

Η ιδέα ήταν να ιδρύσουν μια βιοτεχνία προσφύγων. Πώς όμως βρίσκεις το κεφάλαιο για ένα τόσο τολμηρό σχέδιο; Πριν τα Χριστούγεννα η Κούκουλα ξεκίνησε μια εκστρατεία crowdfunding μέσω διαδικτύου και social media. Η πρόκληση ήταν να βρουν το κεφάλαιο μέσω δωρεών μέσα σε λίγες εβδομάδες.

Σύμφωνα με την Κορίνα Συ, «έφυγαν από την Ιταλία, διότι εκεί δεν είχαν καμία προοπτική. Από πάνω τους κρέμεται μια δαμόκλειος σπάθη. Κινδυνεύουν να απελαθούν. Θέλουμε να προσφέρουμε στους πρόσφυγες πέντε θέσεις για επαγγελματική εκπαίδευση. Μέσω του crowdfunding προσπαθούμε να συγκεντρώσουμε 70.000 ευρώ. Θέλουμε να απονείμουμε υποτροφίες στους πρόσφυγες, ώστε να αποδείξουν στις αρχές ότι μπορούν να φροντίσουν τους εαυτούς τους. Κι έτσι να λάβουν άδεια διαμονής».

Το αποτέλεσμα εξέπληξε τους πάντες: τα χρήματα που συγκεντρώθηκαν ξεπέρασαν κάθε προσδοκία και το πρότζεκτ ξεκίνησε.

Οι άστεγοι πρόσφυγες της Κούκουλα βρήκαν καταφύγιο σε αυτό το κέντρο νεότητας, το οποίο τους υποδέχθηκε, προσφέροντάς τους ένα μέρος για να κοιμηθούν.

Τώρα οι πέντε φίλοι προσπαθούν να μάθουν γερμανικά. Είναι το πρώτο βήμα για τους στόχους τους: σταθερότητα, δουλειά, στέγη.

«Είναι δύσκολο για εμάς να ζούμε έτσι. Συνέχεια στο δρόμο…», λέει ο Μούσα, ενώ ο Μαλίκ προσθέτει ότι «βρισκόμαστε εδώ, στην Ευρώπη, σχεδόν τρία χρόνια. Δεν μας επιτρέπεται να εργαστούμε. Δεν μας επιτρέπεται. Δεν είμαστε ελεύθεροι».

Ο Αλί, ο Μάιγκα, ο Μαλίκ, ο Μούσα και ο Σαϊντού – πέντε ζωές μεταξύ χιλιάδων. Έχουν όντως μέλλον στο Βερολίνο; Ίσως η Κούκουλα να είναι το ασφαλές λιμάνι για την επαγγελματική κατάρτιση. Θα μπορέσει, όμως, να τους προφυλάξει από την απέλαση;

Κοινοποιήστε το άρθροΣχόλια

Σχετικές ειδήσεις

Ανταπόκριση των γαλλικών αρχών σε μαζικές επιθέσεις

«Άνεμος (κλιματικής) αλλαγής» στη Γερμανία

Κύπρoς: Το χαλούμι στη νέα εποχή (ΠΟΠ) και η γέφυρα με τους Τουρκοκύπριους