Οι «φύλακες» της θάλασσας: Πώς οι ψαράδες μπορούν να κερδίσουν περισσότερα, ψαρεύοντας λιγότερο

Σε συνεργασία με The European Commission
Οι «φύλακες» της θάλασσας: Πώς οι ψαράδες μπορούν να κερδίσουν περισσότερα, ψαρεύοντας λιγότερο
Πνευματικά Δικαιώματα euronews
Πνευματικά Δικαιώματα euronews
Από Denis Loctiereuronews
Κοινοποιήστε το άρθρο
Κοινοποιήστε το άρθροClose Button
Αντιγραφή/Επικόλληση το λινκ του βίντεο πιο κάτω:Copy to clipboardCopied

Οι ψαράδες μικρής κλίμακας επισκιάζονται από τη μεγάλη αλιευτική βιομηχανία, αλλά παίζουν καθοριστικό ρόλο στις μικρές παράκτιες κοινότητές τους

«Όλη μου τη ζωή, ακόμη και από τότε ήμουν νέος έβλεπα τις βάρκες των ψαράδων στη θάλασσα, μπροστά από το σπίτι μου. Και φαντάσηκα πως κάποια μέρα θα γίνω σαν αυτούς. Το ψάρεμα πάντα με ενθουσίαζε. Αγαπώ να βρίσκομαι στη θάλασσα». 

Τα λόγια του ψαρά Σίμι Μπάχριτς από την Κροατία καταδεικνύουν το δέσιμό του με τη θάλασσα.

Πιάνει καραβίδες στο κανάλι του Βέλεμπιτ. 

Είναι το πιο εμβληματικό και βραβευμένο θαλασσινό φαγητό της Κροατίας. Αλλά παρά την υψηλή αξία της ψαριάς του, ο Σίμι αποφάσισε να ψαρεύει λιγότερο

Το μέγεθος του σκάφους του Σίμι και ο τύπος των εργαλείων του τον καθιστούν επίσημα «ψαρά μικρής κλίμακας». 

Στις πολιτικές συζητήσεις, τέτοιοι ψαράδες συχνά επισκιάζονται από τη μεγάλη αλιευτική βιομηχανία. Αλλά παίζουν σημαντικό ρόλο, τόσο πολιτιστικά όσο και οικονομικά, στις μικρές παράκτιες κοινότητες όπως το χωριό του Σίμι, το Barić Draga.

«Εδώ σε αυτή την περιοχή δεν υπάρχουν πραγματικά άλλες πηγές εισοδήματος πέρα από το ψάρεμα. Αυτός ίσως είναι ο μόνος τρόπος για να εργαστεί κάποιος όλη τη χρονιά και να βγάλει μερικά χρήματα», λέει χαρακτηριστικά.

Όταν έχει καλό καιρό ο Σίμι ελέγχει τα ψάθινα πλεκτά κλουβιά του που πιάνουν τις καραβίδες στον βυθό της θάλασσας.

«Είναι πολύ σημαντικό να πούμε πως δεν υπάρχει τράτα σε αυτό το κανάλι — δεν σέρνουμε τα δίχτυα στον βυθό της θάλασσας. Όλες οι καραβίδες από αυτήν την περιοχή έχουν πιαστεί με εξειδικευμένο εξοπλισμό. Αυτό σημαίνει ότι πιάνουμε μόνο τις μεγαλύτερες που δεν μπορούν να περάσουν μέσα από το πλέγμα. Ο βυθός παραμένει άθικτος και οι καραβίδες έρχονται άθικτες, με ελάχιστη πίεση, επομένως είναι πραγματικά ένα προϊόν υψηλής ποιότητας», περιγράφει.

Ο Σίμι εργάζεται μαζί με τη Μαρίνα Μασάνοβιτς — ωκεανολόγο από το Πανεπιστήμιο του Ζάγκρεμπ. Είναι κόρη ψαρά και χρησιμοποιεί το διδακτορικό της ερευνητικό πρόγραμμα για να βοηθήσει ψαράδες όπως ο Σίμι να κάνουν τα ψάθινα πλεκτά τους ακόμα πιο εξελιγμένα: θέλουν να αποφύγουν να πιάσουν μικρότερες καραβίδες κάτι που είναι μεν νόμιμο, αλλά είναι τόσο φθηνές που δεν αξίζουν τον κόπο.

«Έκανα μια ανάλυση και κατέληξα στο βέλτιστο μέγεθος, έτσι ώστε οι ψαράδες να μην χρειάζεται πλέον να ξοδεύουν χρόνο για τη διαλογή των αλιευμάτων - θα πιάνουν μόνο μεγαλύτερα ψάρια που στην πραγματικότητα είναι τα πιο κατάλληλα για την αγορά», λέει η Μαρίνα.

Ο Σίμι ρίχνει στο νερό τις θηλυκές καραβίδες που πιάνει — ακόμη και τις μεγαλύτερες τις οποίες εύκολα θα μπορούσε να πουλήσει για 35 ευρώ το κιλό. 

Αυτό το κάνει γιατί κάθε ένα από αυτά τα θηλυκά μπορεί να παράγει χίλια αυγά – έτσι για τον Σίμι, η απελευθέρωσή τους σημαίνει μεγαλύτερα αλιεύματα στο μέλλον.

«Αυτό δεν είναι κάτι που το απαιτεί η νομοθεσία. Ορισμένοι ψαράδες το κάνουν με δική τους πρωτοβουλία. Θα σήμαινε πολλά όμως αν απαγορευόταν νομικά να παίρνουν θηλυκά με αυγά», εξηγεί η Μαρίνα Μασάνοβιτς.

Η επιλογή για μικρότερη ψαριά έχει το κόστος της— ο νέος εξειδικευμένος εξοπλισμός, για παράδειγμα, μπορεί να είναι ακριβός.

Όμως, ΜΚΟ όπως η WWF χρησιμοποιούν την ευρωπαϊκή υποστήριξη για να βοηθήσουν τους αλιείς σε αυτή τη μετάβαση. Θέλουν να δείξουν ότι μακροπρόθεσμα, αυτό θα βοηθήσει τόσο το περιβάλλον όσο και τους ίδιους τους αλιείς μικρής κλίμακας.

Τα ψάρια και τα θαλασσινά που αλιεύονται με βιώσιμο τρόπο έχουν υψηλότερη αξία και ταιριάζουν καλύτερα στα πιο ακριβά εστιατόρια — επομένως, επιλέγοντας πιο ειδική προσέγγιση, οι ψαράδες μπορούν να εργαστούν λιγότερο, ενώ κερδίζουν περισσότερα.

«Τους συνδέουμε με την αγορά. Δημιουργούμε συνεταιρισμούς, φτιάχνουμε επιχειρηματικά σχέδια για αυτούς. Δημιουργούμε επωνυμίες, τέτοιες που οι πελάτες θα αναγνωρίζουν και θα εκτιμούν. Και με αυτόν τον τρόπο, θέλουμε να διαφοροποιήσουμε αυτούς τους ψαράδες που εργάζονται με βιώσιμο τρόπο από τους άλλους ψαράδες. Θέλουμε οι ψαράδες που ζουν από τη θάλασσα να είναι οι φύλακες της, να προστατεύουν αυτή την πηγή ζωής για όλες τις επόμενες γενιές», υπογραμμίζει ο Φαμπριγιάν Χρβαντίν Περόνγια, από την WWF.

Με αυτή την υποστήριξη, οι ντόπιοι έχουν δημιουργήσει έναν βιώσιμο αλιευτικό συνεταιρισμό και πρόκειται να ανοίξουν μια ολοκαίνουργια αγορά ψαριών. 

Για την WWF, τέτοια παραδείγματα αποδεικνύουν ότι με τη σωστή βοήθεια περισσότεροι ψαράδες μικρής κλίμακας σε όλη τη Μεσόγειο θα μπορούσαν να προτιμήσουν να ψαρεύουν λιγότερο και να κερδίζουν περισσότερα.

«Θέλουμε να δείξουμε ότι είναι δυνατός ένας βιώσιμος τρόπος αλιείας, υποστηρίζοντας άμεσα τους ψαράδες μικρής κλίμακας επί τόπου ή βοηθώντας τους να αναπτύξουν συνεταιρισμούς — και με τον τρόπο αυτό, μπορούν να υποβάλουν αίτηση για ευρωπαϊκά κονδύλια σχετικά με τη ναυτιλία, την αλιεία και τις υδατοκαλλιέργειες για να εκσυγρχονίσουν τα σκάφη τους, να αλλάξουν τα δίχτυα τους και να ενισχύσουν την εξειδίκευσή τους», σημειώνει ο Μάρκο Κονσταντίνι, υπεύθυνος Αλιευτικού Προγράμματος στο Γραφείο Μεσογειακού Προγράμματος WWF.

Υπάρχουν όμως και άλλες λύσεις. Σε ορισμένες τουριστικές περιοχές, οι ψαράδες γίνονται και ξεναγοί. Στο νησί της Κύθνου, στην Ελλάδα, ο Χρήστος Ηλιού και τη Λία Κουντουράκη έχουν δημιουργήσει μια επιχείρηση αλιευτικού τουρισμού, με δεδομένο ότι τα αλιεύματα στην περιοχή έχουν μειωθεί σημαντικά.

«Υπάρχει υπεραλίευση. Είμαστε και πολλά ψαράδικα. Και κάθε μέρα ρίχνουμε και σηκώνουμε. Ρίχνει ο ένας, σηκώνει ο άλλος. Γίνεται αλισβερίσι. Όχι μόνο στη δικιά μου, γενικά σε όλο το νησί. Κάθε περσι και καλύτερα. Άλλη δουλειά δεν ξέρω να κάνω. Και μας δόθηκε η ευκαιρία μέσω του αλιευτικού τουρισμού πάλι να ξαναείμαι στη θάλασσα, επειδή την αγαπάω και μου αρέσει», εξηγεί ο Χρήστος.

Κατά τη διάρκεια της ημέρας τους στο σκάφος, οι τουρίστες μπορούν να μάθουν πώς δουλεύουν οι ψαράδες και πώς φροντίζουν για την ευημερία της θάλασσας. Επίσης, πιάνουν αρκετά ψάρια για ένα νόστιμο γεύμα στο πλοίο.

Ως άλλος τρόπος για τους μικρούς ψαράδες να αλιεύουν λιγότερα και να κερδίζουν περισσότερα, η μετάβαση στον αλιευτικό τουρισμό υποστηρίζεται επίσης από τα προγράμματα της ΕΕ και της WWF.

«Πρέπει να προμηθευτούν ειδική άδεια, για να ασκούν τον αλιευτικό τουρισμό. Πρέπει να γίνουν κάποιες τροποποιήσεις στο σκάφος τους για τις οποίες θα χρειαστούν κάποια χρήματα. Πρέπει να μάθουνε κάποια νέα πράγματα γιατί ο αλιευτικός τουρισμός είναι μια δραστηριότητα, που δεν τους είναι οικεία. Μέσω του προγράμματος έχουμε κάνει κάποια σεμινάρια για ψαράδες. Να τους πληροφορήσουμε τι είναι ο αλιευτικός τουρισμός και πώς μπορούν να ασχοληθούν με αυτόν» υπογραμμίζει ο Μιχάλης Μαργαρίτης από τη WWF Ελλάδας.

Οι ψαράδες μικρής κλίμακας δεν είναι λίγοι— αντιπροσωπεύουν το ήμισυ του συνόλου της απασχόλησης στον αλιευτικό τομέα της Ευρώπης. Χρειάζονται όμως βοήθεια για να αντιμετωπίσουν τις αυξανόμενες οικονομικές και περιβαλλοντικές προκλήσεις

«Το μεγαλύτερο μέρος της επένδυσης και το μεγαλύτερο μέρος της προσοχής που δίνουν οι κυβερνήσεις επικεντρώνεται στη βιομηχανική αλιεία μεγάλης κλίμακας. Οι ψαράδες μικρής κλίμακας είναι λίγο απομονωμένοι. Για να μετατραπούν σε βιώσιμους αλιείς μικρής κλίμακας, χρειάζονται υποστήριξη. Υπάρχουν πολλά πράγματα που μπορούμε να κάνουμε, αλλά υπάρχει ανάγκη για μια συνεκτική αλληλεπίδραση μεταξύ των αλιέων, των επιστημόνων, των ΜΚΟ και των υπευθύνων λήψης αποφάσεων, που όλοι μαζί συμμετέχουν στον μετασχηματισμό αυτού του αλιευτικού τομέα», σημειώνει ο Μάρκο Κοσταντίνι.

Κοινοποιήστε το άρθρο