NewsletterΕνημερωτικό δελτίοEventsEvents
Loader

Find Us

FlipboardInstagramLinkedin
Apple storeGoogle Play store
ΔΙΑΦΉΜΙΣΗ

Jeromin Zettelmeyer (Bruegel): Κύπρος και Ελλάδα έχουν πετύχει τη μεγαλύτερη μεταστροφή στην Ευρώπη

Ο Jeromin (Jeronimo) Zettelmeyer διευθυντής του Bruegel
Ο Jeromin (Jeronimo) Zettelmeyer διευθυντής του Bruegel Πνευματικά Δικαιώματα bruegel.org
Πνευματικά Δικαιώματα bruegel.org
Από Συμέλα Τουχτίδου
Κοινοποιήστε το άρθροΣχόλια
Κοινοποιήστε το άρθροClose Button
Αντιγραφή/Επικόλληση το λινκ του βίντεο πιο κάτω:Copy to clipboardCopied

Ο επικεφαλής της δεξαμενής σκέψης με έδρα της Βρυξέλλες εξηγεί ποιους περιμένει «σοκ λιτότητας» στην Ευρώπη, γιατί Ελλάδα και Κύπρος δεν πρέπει να ανησυχούν και γιατί η Ευρώπη επιμένει στη δημοσιονομική πειθαρχία

ΔΙΑΦΉΜΙΣΗ

Ένα «σοκ λιτότητας» περιμένει πολλές ευρωπαϊκές χώρες μετά την έναρξη εφαρμογής των νέων δημοσιονομικών κανόνων της ΕΕ προβλέπει ο Jeromin Zettelmeyer,  διευθυντής της δεξαμενής σκέψης Bruegel στη συνέντευξη που παραχώρησε στο euronews με αφορμή τη συμμετοχή του στο 9ο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών. 

Όπως σημειώνει ο γνωστός οικονομολόγος, η Ελλάδα δεν θα χρειαστεί να μπει και πάλι σε πορεία λιτότητας καθώς τόσο η Ελλάδα όσο και η Κύπρος ήδη «έχουν ήδη κάνει αρκετά» και έχουν προχωρήσει σε μεταστροφή των οικονομιών τους. 

_Ένα νέο δημοσιονομικό πλαίσιο θα εφαρμοστεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση αργότερα φέτος. Τι σημαίνει αυτό για τους Ευρωπαίους _πολίτες και τις επιχειρήσεις;

«Θεμελιωδώς πρόκειται για καλή είδηση. Επειδή μειώνει την αβεβαιότητα σχετικά με την πολιτική που θα ακολουθηθεί στο μέλλον. Ζούσαμε σε ένα "κενό", στο οποίο το υπάρχον δημοσιονομικό πλαίσιο δεν εφαρμόζεται πλέον. Και αυτό ξεκίνησε με την κρίση του COVID-19 επειδή χρειαζόταν πραγματικά να επιτρέψουμε στις χώρες να χρησιμοποιήσουν τη δημοσιονομική πολιτική και να επεκτείνουν τα ελλείμματά τους για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Στη συνέχεια αυτό επεκτάθηκε ως αποτέλεσμα της ενεργειακής κρίσης μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και η περίοδος αυτή φτάνει τώρα στο τέλος της.  

Αν είχαμε ολοκληρώσει αυτή την περίοδο γυρίζοντας πίσω στο παλιό δημοσιονομικό πλαίσιο, αυτό θα ήταν πολύ κακό. Θα ήταν ένα πολύ σοβαρό σοκ λιτότητας για μεγάλο μέρος της Ευρώπης. 

Αυτό στο οποίο οδηγούμαστε τώρα παραμένει **ένα σοκ λιτότητας,**αλλά όχι τόσο κακό όσο θα είχαμε με το παλιό πλαίσιο. Και επιπλέον, το εύρος της δημοσιονομικής προσαρμογής, το εύρος της μείωσης του ελλείμματος θα γίνει με βάση τις συνθήκες των χωρών.

Οπότε δεν θα γίνεται πλέον με βάση ένα σύνολο κανόνων που σε μεγάλο βαθμό ήταν "one size fits all". »

Μιλήσατε λοιπόν για ένα σοκ λιτότητας, τι σημαίνει αυτό πρακτικά για την Ευρώπη;

«Σημαίνει ότι αρκετές χώρες θα πρέπει να μειώσουν τα ελλείμματά τους σταθερά στη διάρκεια μιας σημαντικής χρονικής περιόδου, δηλαδή σε διάστημα τεσσάρων έως επτά χρόνων τουλάχιστον, με βάση μεσοπρόθεσμα δημοσιονομικά διαρθρωτικά σχέδια που πρέπει να υποβληθούν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή έως τον Σεπτέμβριο. Και αρκετές από αυτές τις χώρες θα πρέπει να το κάνουν με ρυθμό που υπερβαίνει το0,5% του ΑΕΠ ετησίως.

Οπότε, μπορεί να υπάρχουν περίπου έξι χώρες που αναμένεται να κάνουν προσπάθειες δημοσιονομικής προσαρμογής ή να μειώσουν τα ελλείμματά τους από 0,5% έως 1% του ΑΕΠ τους ετησίως.

Η μόνη χώρα που κατάφερε να το κάνει αυτό, στο πρόσφατο παρελθόν, είναι η Ελλάδα και η Κύπρος επίσης.

Αλλά κατά τα άλλα, αυτά είναι επίπεδα δημοσιονομικής προσαρμογής, στα οποία δεν έχουμε συνηθίσει στην Ευρώπη. 

Τώρα, αν είναι εφικτά; Είναι εφικτά, όχι από μακροοικονομικής άποψης, είναι εντάξει, για όσο διάστημα οι πολιτικές της ΕΚΤ είναι υποστηρικτικές. Αλλά θα απαιτηθούν πολλές θυσίες.»

Αυτό δεν είναι αντιφατικό; Θέλω να πω, πώς μπορούμε να χρηματοδοτήσουμε τη πράσινη και την ψηφιακή μετάβαση σε ένα πλαίσιο λιτότητας;

«Ναι, αυτό είναι ένα μεγάλο, μεγάλο πρόβλημα. Το πρόβλημα αντιμετωπίζεται εν μέρει, αλλά μόνο εν μέρει εξαιτίας του γεγονότος ότι οι χώρες που προτείνουν επενδυτικά σχέδια πέραν του χρονικού πλαισίου του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, το οποίο λήγει στα μέσα του 2026, θα πάρουν περισσότερο χρόνο για να προσαρμοστούν δημοσιονομικά. Αλλά τα νούμερα, στα οποία αναφέρθηκα, δηλαδή η δημοσιονομική προσαρμογή της τάξης της μισής μονάδας του ΑΕΠ ή υψηλότερη, ισχύουν ακόμη και για τις χώρες που προσαρμόζονται για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.  

Κατά τη γνώμη μου δεν έχουν γίνει αρκετά για να εξαιρεθούν οι κρίσιμες επενδύσεις- τουλάχιστον από κάποιες από τις λεγόμενες εγγυήσεις που αποτελούν μέρος αυτών των νέων κανόνων.

Οπότε βασικά, ο τρόπος που λειτουργούν αυτοί οι νέοι κανόνες είναι ότι πρέπει να μειώσετε τα ελλείμματά σας, έτσι ώστε μέσα σε τέσσερα ή επτά χρόνια, το χρέος να αρχίσει να μειώνεται, με μια σχετικά δυναμική πορεία, ακόμη και αν υπάρξουν δυσμενή σοκ. Αλλά πάνω από όλα, η μεταρρύθμιση επιβάλλει κάποια ελάχιστη μείωση του χρέους και δεν υπάρχουν απαιτήσεις αναπλήρωσης. 

Θα έπρεπε να υπάρχουν εξαιρέσεις επενδύσεων για αυτές τις απαιτήσεις. Αυτό λοιπόν δεν συνέβη.»

Γιατί δεν έγινε αυτό;

ΔΙΑΦΉΜΙΣΗ

«Επειδή οι δημοσιονομικά συντηρητικές χώρες, ιδιαίτερα η Γερμανία, ανησυχούσαν ότι αν συμπεριλαμβάναμε τέτοιες εξαιρέσεις, θα αποδυναμωνόταν το πλαίσιο και τελικά θα τίθετο υπό αμφισβήτηση η προοπτική ότι το χρέος θα μειωνόταν κατά το αναμενόμενο.

Ήταν αντίθετοι σε αυτό που θεωρούσαν ως «ξεφούσκωμα» αυτών των λεγόμενων διασφαλίσεων. Όμως θα υπήρχαν τρόποι για να το αντιμετωπίσουμε αυτό και συγκεκριμένα, το σημαντικό είναι ότι οι απαιτήσεις που υπαγορεύονται από τη βιωσιμότητα του χρέους, δεν θα είχαν αλλάξει. Θα ήταν ακόμα εκεί. Οπότε αυτό θα έπρεπε να είχε γίνει. Αλλά επιτρέψτε μου να σημειώσω κάτι ακόμη, που είναι ότι, ανεξάρτητα από το πώς έχουν σχεδιαστεί αυτοί οι δημοσιονομικοί κανόνες, υπάρχει απλά μια οικονομική αντίφαση μεταξύ του γεγονότος ότι το χρέος είναι πολύ υψηλό σε επικίνδυνα επίπεδα σε αρκετά κράτη μέλη, και του γεγονότος ότι εμείς πρέπει να κάνουμε αυτές τις επενδύσεις, σωστά; Αυτό λοιπόν είναι ένα οικονομικό δεδομένο και δεν έχουν σχεδιαστεί δημοσιονομικοί κανόνες που θα σας βγάλουν από αυτή την αντίφαση. 

Ο μόνος τρόπος που νομίζω ότι μπορούμε να αντιμετωπίσουμε αυτή την αντίφαση είναι με το να παρέχουμε μεγαλύτερη χρηματοδότηση αυτών των πράσινων επενδύσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Αυτό θα ήταν επίσης μια καλή ιδέα και για τους σκοπούς του συντονισμού της ευρωπαϊκής χρηματοδότησης μεταξύ των κρατών μελών, έτσι ώστε να μην σχεδιάζει ο καθένας μόνος του ένα ενεργειακό σύστημα με τη δική του γεωγραφία στο μυαλό, αλλά να λαμβάνει υπόψη, το συγκριτικό πλεονέκτημα ας πούμε, της παραγωγής αιολικής ενέργειας κοντά στη Βόρεια Θάλασσα ή την παραγωγή ενέργεριας στο νότο.  Οπότε χρειαζόμαστε απεγνωσμένα περισσότερο συντονισμό για τις επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.

Ένας τρόπος για να επιτευχθεί αυτός ο συντονισμός θα ήταν να πούμε, κοιτάξτε, ένα μέρος θα το χρηματοδοτήσουμε κεντρικά. »

Σε κάθε περίπτωση, και με δεδομένα όλα όσα εξηγήσατε, πιστεύετε ότι θα είναι πιθανό η Ευρώπη να πρέπει να επαναδιαπραγματευτεί τους δημοσιονομικούς κανόνες; Μπορεί να χρειαστεί να αναπροσαρμοστούν στο εγγύς μέλλον;

ΔΙΑΦΉΜΙΣΗ

«Ελπίζω πως όχι. Νομίζω ότι η διαπραγμάτευση για τους δημοσιονομικούς κανόνες έγινε για να δοθεί στις χώρες λίγο μεγαλύτερο περιθώριο στα επόμενα δύο χρόνια. Οπότε υπάρχει ήδη κάποια ευελιξία. Η μεγάλη δοκιμασία θα έρθει όταν δεν θα έχουμε αυτό το περιθώριο, μετά από δύο ή τρία χρόνια. Και μετά, το εάν οι κανόνες γίνουν πάρα πολύ περιοριστικοί θα εξαρτηθεί από το εάν θα είμαστε σε θέση να διαπραγματευτούμ κοινές επενδύσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο που θα αντικαταστήσουν το σημερινό Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Πιθανόν θα επικεντρωθούν σε πράγματα όπως οι πράσινες επενδύσεις και πιθανώς η άμυνα.

Αν καταφέρουμε να τους θέσουμε σε εφαρμογή μέσα στα επόμενα δύο χρόνια, νομίζω ότι οι κανόνες είναι εντάξει.  **Οι κανόνες είναι σκληροί, αλλά αυτό, ως επί το πλείστον, αντικατοπτρίζει την σκληρή πραγματικότητα, που πρέπει να αντιμετωπίσουμε.**Επίσης υπάρχουν κάποιες περιττές επιπλοκές και κανόνες που δημιουργούν περιττό πόνο. Αυτό θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί. Αλλά το θεμελιώδες πρόβλημα είναι ότι τα πραγματικά μας προβλήματα είναι πολύ μεγάλα και η μείωση των δημοσιονομικών κινδύνων και οι επενδύσεις στην πράσινη μετάβαση είναι και οι δύο σημαντικές προτεραιότητες που πρέπει να συμβιβάσουμε με κάποιο τρόπο.»

Γιατί η Ευρώπη συνεχίζει να επιμένει στη δημοσιονομική σύνεση ενώ ο υπόλοιπος κόσμος επεκτείνει τους προϋπολογισμούς του; Εννοώ, δεν φαίνεται να απασχολεί τις ΗΠΑ, την Κίνα, και άλλες μεγάλες οικονομίες. Γιατί η Ευρώπη επικεντρώνεται τόσο πολύ στο να μειώσει το χρέος της;

«Είναι μια σπουδαία ερώτηση. Νομίζω ότι υπάρχουν δύο απαντήσεις. Η μία είναι ότι, κατά την άποψή μου, τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Κίνα αναλαμβάνουν πραγματικά υπερβολικούς κινδύνους. Οπότε μπορεί να καταλήξουν σε μπελάδες. Ακόμα και οι ΗΠΑ μπορεί να καταλήξουν σε μπελάδες αν συνεχίσουν έτσι.  Εμείς πρέπει να είμαστε συνετοί, ακόμα και αν οι ΗΠΑ και η Κίνα δεν είναι.

Το άλλο επιχείρημα είναι ότι  αν και έχουμε αρκετό δημοσιονομικό χώρο ως ήπειρος,  συνεχίζουμε να βρισκόμαστε σε έναν κόσμο όπου, εκτός από τα κοινά ευρωπαϊκά κονδύλια, όπως ο Μηχανισμός Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, εμείς εξαρτόμαστε από τον λεγόμενο "αδύναμο κρίκο" εντός των κρατών μελών. Έτσι, συλλογικά, η ΕΕ μπορεί να αντέξει οικονομικά άλλες 10, 20, 30 ποσοστιαίες μονάδες χρέους. Δεν υπάρχει πρόβλημα. Αλλά δεν νομίζω ότι η Ιταλία, για παράδειγμα, μπορεί να το αντέξει οικονομικά, εκτός και αν βρουν ένα πολύ ισχυρό σχέδιο για το πώς θα αποπληρώσουν αυτό το χρέος.  Και έτσι, η πιθανότητα να επανέλθει η κρίση χρέους στην Ευρωζώνη με κάποια μορφή, εξακολουθεί να μας στοιχειώνει. Και δεν είναι μια παράλογη ιδέα. Δεν είναι σε καμία περίπτωση ένας κίνδυνος αυτή τη στιγμή. 

ΔΙΑΦΉΜΙΣΗ

Η ΕΚΤ φρόντισε να διασφαλίσει ότι κάτι τέτοιο δε θα αποτελούσε κίνδυνο στην πανδημία. Και όσο εμείς, σε γενικές γραμμές ακολουθούμε το δημοσιονομικό πλαίσιο που έχει εφαρμοστεί τώρα, δεν θα υπάρξει πρόβλημα. Αλλά παραμονεύει στο παρασκήνιο. Είναι το τραύμα μας από την εποχή πριν από 10-15 χρόνια.»

Ας επιστρέψουμε λίγο στην Ελλάδα. Η χώρα έχει δημόσιο χρέος που είναι πολύ πάνω από το όριο του 60%. Η χώρα θα πρέπει να ακολουθήσει περιοριστικές πολιτικές στο εγγύς μέλλον;

«Η απάντηση δεν είναι πραγματικά δύσκολη. Ο λόγος είναι ότι και πάλι θα πρέπει πρέπει να κάνετε χώρο για πρόσθετες επενδύσεις αλλά ηΕλλάδα είναι μία από τις ελάχιστες χώρες στην Ευρώπη που δεν χρειάζεται στην πραγματικότητα να εφαρμόσουν μεγάλη λιτότητα.

Η Ελλάδα θα πρέπει να μειώσει το έλλειμμά της κατά περίπου 0,1% του ΑΕΠ ετησίως στα επόμενα τέσσερα χρόνια ή κάτι τέτοιο. Οπότε δεν είναι κάτι το ιδιαίτερο. Θα πρέπει να παραμείνει στο δρόμο που βρίσκεται τώρα και ο λόγος, φυσικά, είναι ότι παρόλο που η Ελλάδα έχει το υψηλότερο χρέος στην Ευρωζώνη, είναι επίσης η χώρα που έχει κάνει μακράν τις περισσότερες δημοσιονομικές προσπάθειες στο παρελθόνκαι η μόνη άλλη χώρα σε αυτή τη διαδικασία είναι η Κύπρος.

Η Πορτογαλία επίσης σε κάποιο βαθμό. Αλλά, ξέρετε, η Κύπρος είναι το νούμερο ένααπό την άποψη της μεταστροφής της, η Ελλάδα είναι το νούμερο δύο και η Πορτογαλία είναι το νούμερο τρία.

ΔΙΑΦΉΜΙΣΗ

Το αποτέλεσμα αυτού είναι ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα της Ελλάδας προβλέπεται να είναι πραγματικά μικρό μέχρι το τέλος του 2024. Και έτσι η Ελλάδα δεν θα χρειαστεί να κάνει πολλά περισσότεραγιατί έχει κάνει πολλά στο παρελθόν εκτός από το να δημιουργήσει χώρο για περισσότερες επενδύσεις.»

Κοινοποιήστε το άρθροΣχόλια

Σχετικές ειδήσεις

Κύπρος: Όλοι οι υποψήφιοι για τις ευρωεκλογές του Ιουνίου

Ελλάδα: Γιατί η ανεργία επιμένει- Οι χαμηλοί μισθοί και η απουσία συλλογικών συμβάσεων εργασίας

Α. Λυμπεροπούλου (ΕΑΤΕ): Έρχονται νέα growth fund για τις ελληνικές επιχειρήσεις