Κατερίνα Ευαγγελάτου: «Ο Βόυτσεκ είναι ένας ποιητής των καιρών του»

Κατερίνα Ευαγγελάτου: «Ο Βόυτσεκ είναι ένας ποιητής των καιρών του»
Από Γιώργος Μητρόπουλος
Κοινοποιήστε το άρθροΣχόλια
Κοινοποιήστε το άρθροClose Button

Η Κατερίνα Ευαγγελάτου ανεβάζει το αριστούργημα του Γκέοργκ Μπύχνερ στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, από τις 22 Φεβρουαρίου

ΔΙΑΦΉΜΙΣΗ

Μετά την απολαυστική και τέλεια ενορχηστρωμένη «Κωμωδία των παρεξηγήσεων» του Ουίλιαμ Σαίξπηρ, μία από τις καλύτερες παραστάσεις της φετινής χρονιάς, η Κατερίνα Ευαγγελάτου σκηνοθετεί τώρα στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, ένα έργο σκοτεινό, ζοφερό, που ανεβαίνει αρκετά συχνά στο θέατρο. Παρότι ημιτελής, ο «Βόυτσεκ» είναι αναμφίβολα ένα αριστούργημα της παγκόσμιας δραματουργίας. Ο Γκέοργκ Μπύχνερ το έγραφε το 1836-7, στα 23 του, αλλά πέθανε από τύφο προτού προλάβει να το ολοκληρώσει.

Βάσισε το έργο του σε μία γνωστή υπόθεση της εποχής: ο στρατιώτης Γιόχαν Κρίστιαν Βόυτσεκ σε μία κρίση ζήλιας μαχαίρωσε την ερωμένη του και καταδικάστηκε σε θάνατο. Αναλύοντας σε βάθος τις κοινωνικές, ποινικές και ιατρικές πτυχές της υπόθεσης, ο συγγραφέας δημιουργεί μία υπαρξιακή τραγωδία που έχει να κάνει με την εξάρτηση του ανθρώπου από τις κοινωνικές συνθήκες, την ηθική της εποχής, τις κοινωνικές σχέσεις αλλά και ένα πεπρωμένο από το οποίο δεν μπορεί να ξεφύγει.

Μιλήσαμε με την Κατερίνα Ευαγγελάτου, για το πώς είδε το διάσημο έργο, για τον τρόπο που χειρίστηκε το «ρευστό» δραματουργικό υλικό, πώς το «έδεσε» και για το τι θα δούμε στην σκηνή του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά, από την Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου.

Πάτροκλος Σκαφίδας

-Μετά την «Κωμωδία των παρεξηγήσεων» έρχεται ο «Βόυτσεκ». Με ποιο κριτήριο επιλέγεις τα έργα που ανεβάζεις;

Ο «Βόυτσεκ» τριγυρνά στο μυαλό μου, εδώ και αρκετά χρόνια. Είναι από τα έργα που αγαπώ και επιστρέφω σ’ αυτά. Δηλαδή τα διαβάζω κατά καιρούς. Άλλο ένα τέτοιο έργο για παράδειγμα είναι ο «Άμλετ», τον οποίο θα ανεβάσω τον επόμενο χειμώνα. Φέτος, όταν συζητούσαμε με τον Νίκο Διαμαντή, καλλιτεχνικό διευθυντή του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά, είχα ήδη ξεκινήσει να δουλεύω πάνω στην «Κωμωδία των Παρεξηγήσεων» του Σαίξπηρ, οπότε θεώρησα ότι θα ήταν ένα ωραίο δίπολο με τον «Βόυτσεκ». Στον αντίποδα δηλαδή της κωμωδίας να κάνουμε αυτό το δραματικό έργο. Επίσης ένα από τα κίνητρά μου ήταν ότι ήθελα να ανεβάσω το συγκεκριμένο έργο σε ένα τέτοιο θέατρο, σε μια μεγάλη σκηνή. Οι επιλογές μου γίνονται κυρίως με το ένστικτο και με τη φάση στην οποία βρίσκομαι. Και βέβαια όλα γίνονται και ανάλογα με το χώρο και τη διοργάνωση με την οποία συζητώ. Τα τελευταία χρόνια κινούμαι όμως γύρω κυρίως από το κλασικό ρεπερτόριο.

-Ποιο είναι το στοιχείο που σε γοήτευσε στο συγκεκριμένο έργο;

Είναι σίγουρα μια μοναδική περίπτωση. Ο συγγραφέας του το έγραψε 23 ετών, έχοντας ήδη γράψει 2-3 έργα πρωτύτερα. Με τον Βόυτσεκ όμως, παρόλο που το άφησε ημιτελές, κατάφερε να κάνει τέτοια τομή στα θεατρική δραματουργία, ώστε να μιλάμε πλέον για το πρώτο μοντέρνο έργο. Ο τρόπος που είναι γραμμένο, η γλώσσα του, ο κόσμος που οικοδομεί, οι ατμόσφαιρές του αλλά και ο πρωταγωνιστής αντιήρωας είναι αυτά που με γοήτευσαν αρχικά. Θέλησα λοιπόν μαζί με τους συνεργάτες μου να κάνουμε μια νέα βερσιόν, να δοκιμάσουμε να δούμε τον Βόυτσεκ διαφορετικά. Κάναμε λοιπόν μια νέα δραματουργία, μια νέα κατάταξη σκηνών, βασισμένη στη μετάφραση που έκανε ο πατέρας μου το 1990 για την παράσταση του Αμφιθεάτρου, αλλά σε εντελώς διαφορετική λογική σύνθεσης των σκηνών. Το ότι δεν υπάρχει αποφασισμένη δομή για το έργο αυτό, είναι σίγουρο ένα επιπλέον στοιχείο που με γοήτευσε. Δίνει στον σκηνοθέτη την ελευθερία να χειριστεί το υλικό όπως θέλει και να προσφέρει μια δική του οπτική.

-Ποια είναι λοιπόν η δική σου οπτική;

Είναι γνωστό ότι ο Μπύχνερ πεθαίνοντας, άφησε πίσω του τέσσερα χειρόγραφα για το έργο. Βρέθηκαν αρκετό καιρό μετά το θάνατό του. Σ’ αυτά τα χειρόγραφα, που υπέστησαν και κάποια κακοποίηση από τον εκδότη του, με κάποια χημικά που έριξε επάνω τους για να μπορέσει να καταλάβει καλύτερα την γραφή, υπάρχουν διάφορες σκηνές, από τις οποίες αντλεί ο κάθε σκηνοθέτης, δραματουργός ή φιλόλογος που καταπιάνεται με το έργο για να συνθέσει τη δική του σειρά. Αυτό που συμβαίνει συνήθως τα τελευταία χρόνια και είναι ευρέως αποδεκτό είναι ότι ξεκινάμε μέχρι ένα σημείο, στη μέση του έργου με όλες τις σκηνές στη σειρά, όπως τις είχε αφήσει στη γραφή 4, που ήταν η τελευταία από τις τέσσερις. Αυτή που έγραφε δηλαδή, καθώς πέθαινε. Καθώς κόπηκε το νήμα της ζωής του συγγραφέα και άφησε ημιτελή την γραφή 4, οι περισσότεροι σκηνοθέτες παίρνουν στη συνέχεια τη σειρά των σκηνών από την γραφή 1 και συμπληρώνουν το υπόλοιπο έργο. Εμείς εντάσσουμε στην παράσταση και τις δύο σκηνές, που περιλαμβάνει η γραφή 3. Και από την γραφή 2, που είναι λίγο πιο τρελή, δανειστήκαμε κάποιους στίχους, που υπήρχαν όταν ο πατέρας μου έκανε τη δραματουργική επεξεργασία, γιατί δανειζόταν στίχους και από τη γραφή 1 και από τη γραφή 2. Έχουμε λοιπόν μια εξαιρετικά πλήρη μορφή του έργου στο δικό μας ανέβασμα.

- Πώς δουλέψατε με αυτό το υλικό;

Πριν ξεκινήσουμε τις πρόβες, όταν μελετούσαμε το έργο, υπήρχε μια τρελή ιδέα στο μυαλό μου, μήπως κάθε βράδυ η παράσταση δεν έχει αποφασισμένη δομή. Να γεννιέται επί τόπου η κατάταξη των σκηνών, ανάλογα με τις αποφάσεις των ηθοποιών, έχοντας βέβαια κάποιες ασφαλιστικές δικλείδες, ως προς τη σειρά. Η ιδέα αυτή δεν επιβίωσε τελικά, γιατί υπήρχαν αρκετές τεχνικές δυσκολίες. Ήθελα όμως να δοκιμάσω διάφορα πράγματα με τους ηθοποιούς. Στην αρχή της ανάγνωσης λοιπόν, αντί να έχουν ένα δεμένο κείμενο στα χέρια τους, πήραν ένα ντοσιέ με κρίκους, όπου υπήρχαν τοποθετημένες οι σκηνές σε σειρά, ανά συναντήσεις των προσώπων του έργου. Χωρίς χρονολογική σειρά των συμβάντων. Κατά τη διάρκεια λοιπόν των προβών, αρχίσαμε με τους ηθοποιούς να μεταθέτουμε μπρος πίσω σκηνές. Αυτή η διαδικασία μας βοήθησε πάρα πολύ να φωτίσουμε διαφορετικά τις σχέσεις που αναπτύσσουν τα πρόσωπα και να καταλάβουμε πολύ καλύτερα την αποσπασματικότητα του κειμένου, που δεν είναι μόνο μέρος του ύφους, αλλά και της ουσίας του έργου. Καταλήξαμε λοιπόν σε μια εκδοχή η οποία είναι αυτή που και οι μελετητές πιστεύουν ότι είναι η τελική βερσιόν, με τις προσθήκες που σου παρουσίασα πριν.

-Ποιος είναι ο στόχος, μέσα από αυτή την εργασία;

Εμείς επιδιώκουμε να προβάλλουμε δύο πράγματα. Στο κέντρο της σκηνοθεσίας βρίσκεται η ποιητικότατη γλώσσα του Μπύχνερ. Εργαστήκαμε πάρα πολύ στον τρόπο εκφοράς αυτής της παράξενης, πολύ μοντέρνας ποιητικής γραφής του. Αντιμετωπίσαμε το έργο περισσότερο ως μια μοντέρνα τραγωδία, παρά ως ένα σοσιαλιστικό δράμα. Το δεύτερο στοιχείο είναι ότι όλη η όψη της παράστασης και η κατεύθυνσή της, η χορογραφία, το σκηνικό, η μουσική είναι σαν να βρισκόμαστε στο υποκειμενικό, στο μυαλό του Βόυτσεκ, μέσα στο κεφάλι του. Σιγά – σιγά αυτός ολισθαίνει προς την τρέλα και η τρέλα αυτή έχει πάρα πολλά στοιχεία από ένα σκοτεινό τσίρκο. Άλλωστε αυτό το τσίρκο-πανηγύρι υπάρχει στις αρχικές σκηνές του έργου και αυτές δίνουν τον τόνο για όλο αυτό το παράξενο, ως και γκροτέσκο σύμπαν του έργου. Και από την άλλη πλευρά, αυτό που είναι σαφές ,και στο σκηνικό, είναι έντονες οι αναφορές στο κομμάτι των ιατρικών πειραμάτων, του ιατρικού αμφιθεάτρου. Το σκηνικό είναι αφαιρετικό αλλά είναι έτσι σχεδιασμένο ώστε να υπηρετεί τόσο το τσίρκο, όσο και το ιατρικό αμφιθέατρο.

- Η «Κωμωδία των Παρεξηγήσεων» μοιάζει σαν ένα ευχάριστο "διάλειμμα" στη σειρά των έργων που έχεις ανεβάσει τα τελευταία χρόνια, αν αναλογιστούμε τον «Φάουστ», το «1984» και τώρα τον «Βόυτσεκ». Σε ενδιαφέρει η σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης φύσης;

Είναι αλήθεια ότι νιώθω μια έλξη για το σκότος και για τις διαδρομές του ανθρώπινου μυαλού. Ο Βόυτσεκ είναι ένα τέτοιο έργο. Ένα έργο τέχνης που περιέχει τα πάντα: βαθιά ποιητικότητα, ένα άνοιγμα στη φύση, στη φιλοσοφία και στον στοχασμό. Γι’ αυτό επιστρέφω συχνά σ’ αυτό το έργο, όπως και στον Άμλετ. Γιατί μέσα του βρίσκεις τα πάντα. Η ανάγνωσή του σου προσφέρει απόλαυση. Σε κάνει και σκέφτεσαι. Παρόλα αυτά, η κωμωδία είναι ένα είδος που αγαπώ πολύ. Όντως έχουν περάσει πολλά χρόνια από την προηγούμενη φορά που είχα ανεβάσει ένα κωμικό έργο. Ήταν το «Cock» το 2011. Πρέπει να ομολογήσω όμως ότι και ο Βόυτσεκ έχει ένα ιδιότυπο χιούμορ, μια έντονη ειρωνεία. Κάτι που υπήρχε και στην «Άλκηστη» και τον «Ρήσο». Το θέμα του χιούμορ για μένα είναι μια άλλη όψη του φόβου του θανάτου.

-Ποια ήταν η μεγαλύτερη δυσκολία που αντιμετώπισες σ’ αυτή την σκηνοθετική σου προσπάθεια; Η γλώσσα;

Η γλώσσα στο συγκεκριμένο έργο είναι απλή, λαϊκή. Είναι έτσι γραμμένη και έτσι μεταφρασμένη. Αυτό που δημιουργεί δυσκολία είναι η αποσπασματικότητά της. Έχει μια αγριότητα, αλλά είναι ταυτόχρονα και έντονα ποιητική. Αυτό είναι το δύσκολο κομμάτι: πώς θα εκφέρεις αυτά τα απλά λόγια που ο τρόπος τους και το σχήμα τους είναι μεγάλο. Μετά από κάποια σημείο είναι ασύνδετα, μοιάζουν οι λέξεις να χάνουν το νόημά τους. Υπάρχει κάτι το μπεκετικό στον Βόυτσεκ. Μοιάζει σαν να είναι πρόδρομος του Μπέκετ ο Μπύχνερ. Είναι δύσκολο και γι’ αυτό προσπαθήσαμε με τους ηθοποιούς να πάνε προς αυτό το μεγάλο και όχι να φέρουμε το μεγάλο σε μας. Γι’ αυτό λέω ότι αντιμετωπίσαμε το έργο σαν τραγωδία. Είναι ένα ποίημα. Και σ’ αυτό έγκειται η δυσκολία. Είναι βέβαια και θεατρικό έργο: έχει γερές βάσεις, χαρακτήρες. Αλλά απαιτεί τεράστιο κόπο για να το γεμίσεις ψυχικά. Το δεύτερο στοιχείο που μας δυσκόλεψε είναι ότι επειδή αποφασίσαμε να ακολουθήσουμε μια αφαιρετική γραμμή στο γενικότερο ύφος της παράστασης, επινοήσαμε με την Πατρίσια Απέργη ένα κινητικό λεξιλόγιο. Αυτή η καλλιτεχνική απόφαση απαίτησε πολλή δουλειά για να υλοποιηθεί.

- Κλείνοντας, αυτός ο αντιήρωας τι συμβολίζει για σένα;

ΔΙΑΦΉΜΙΣΗ

Για μένα ο Βόυτσεκ είναι ένας ποιητής των καιρών του, που αντιλαμβάνεται τον κόσμο με έναν διαφορετικό τρόπο, από ότι όλοι γύρω του.

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ

Μετάφραση: Σπύρος Α. Ευαγγελάτος

Δραματουργία-Σκηνοθεσία: Κατερίνα Ευαγγελάτου

Κίνηση-Χορογραφία: Πατρίσια Απέργη

ΔΙΑΦΉΜΙΣΗ

Σκηνικό: Εύα Μανιδάκη

Κοστούμια: Βασιλική Σύρμα

Μουσική Σύνθεση: Γιώργος Πούλιος

Φωτισμοί: Ελευθερία Ντεκώ

Δραματολογική έρευνα: Έρι Κύργια 

ΔΙΑΦΉΜΙΣΗ

Φωτογραφίες: Μιχάλης Κλουκίνας

Κατασκευή σκηνικού: Γιάννης Νίτσος

Βοηθός σκηνοθέτη: Αθηνά Σακαλή

Βοηθός χορογράφου: Εμμανουέλα Σακελλάρη

Βοηθός σκηνογράφου: Φιλάνθη Μπουγάτσου

ΔΙΑΦΉΜΙΣΗ

Βοηθός Παραγωγής: Πάνος Σβολάκης

Διεύθυνση Παραγωγής: Όλγα Μαυροειδή

Ερμηνεύουν:

Γιώργος Γάλλος - ΒΟΫΤΣΕΚ

Έλενα Μαυρίδου - ΜΑΡΙΑ

ΔΙΑΦΉΜΙΣΗ

Σωτήρης Τσακομίδης - ΓΙΑΤΡΟΣ

Χάρης Χαραλάμπους - ΛΟΧΑΓΟΣ

Λευτέρης Πολυχρόνης - ΑΡΧΙΤΥΜΠΑΝΙΣΤΗΣ

Γιώργος Ζυγούρης - ΑΝΤΡΕΣ

Μιχάλης Μιχαλακίδης - ΤΕΛΑΛΗΣ,ΕΡΓΑΤΗΣ,ΕΒΡΑΙΟΣ

ΔΙΑΦΉΜΙΣΗ

Στέλιος Θεοδώρου-Γκλίναβος - ΤΡΕΛΟΣ ΚΑΡΛ,ΘΕΑΤΡΙΝΟΣ

Μάνος Πετράκης - ΘΕΑΤΡΙΝΟΣ,ΕΡΓΑΤΗΣ,ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ

Αγγελική Αναργύρου - ΜΑΡΓΚΡΕΤ,ΓΥΝΑΙΚΑ ΑΛΟΓΟ

και τα παιδιά: Ιάκωβος Δουλφής, Τζώρτζης Καθρέπτης, Αλέξανδρος Καραμούζης, Νίκος Μικελάκης, Πάμπλο Σότο

Μια συμπαραγωγή του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά με την εταιρεία ΛΥΚΟΦΩΣ

ΔΙΑΦΉΜΙΣΗ

INFO

Παραστάσεις & τιμές εισιτηρίων

Τετάρτη 19.00| Είσοδος 20, 17 & 15 ευρώ

Πέμπτη 20.30| Είσοδος 20, 17 & 15 ευρώ

Παρασκευή 20.30| Είσοδος 25, 20 & 15 ευρώ

ΔΙΑΦΉΜΙΣΗ

Σάββατο 18.00| Είσοδος 20, 17 & 15 ευρώ

Σάββατο 21.00| Είσοδος 25, 20 & 15 ευρώ

Κυριακή 19.00 | Είσοδος 25, 20 & 15 ευρώ

Διάρκεια Παράστασης: 85 λεπτά

Προπώληση

ΔΙΑΦΉΜΙΣΗ
Κοινοποιήστε το άρθροΣχόλια

Σχετικές ειδήσεις

Γιώργος Τζιρτζιλάκης: «Η συλλογή του Νίκου Αλεξίου είναι ένα ημερολόγιο, το συναξάρι μιας δεκαετίας»

«Δάσος» & «Eternal you»: Δύο εξαιρετικές ταινίες τεκμηρίωσης στο 26ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσ/νίκης

Παναγιώτης Παπαφράγκος & Φιλ Ιερόπουλος: Οι Έλληνες σκηνοθέτες του Film Forward και οι ταινίες τους