Χιλιάδες βυζαντινά και οθωμανικά αρχεία που αποκαλύπτουν άγνωστες πτυχές για την ζωή των προηγούμενων αιώνων φιλοξενούνται στις βιβλιοθήκες των Μονών της Αθωνικής Πολιτείας
Η Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Παντοκράτορος, αφιερωμένη στην Μεταμόρφωση του Σωτήρος, είναι μια από τις πιο εντυπωσιακές από τις συνολικά 20 Μονες που βρίσκονται στο Άγιον Όρος.
Χτισμένη πάνω στη θάλασσα, στην ανατολική πλευρά της χερσονήσου του Άθω, κατατάσσεται έβδομη στην ιεραρχική τάξη των Αγιορείτικων Μονών και προσφέρει εξαιρετική θέα προς το Βόρειο Αιγαίο και τα νησιά της Θάσου, της Λήμνου και της Σαμοθράκης.
Ιδρύθηκε στα μέσα του 14ου αιώνα, όπως προκύπτει από έγγραφα του αρχείου της που έχουν διασωθεί μέχρι και τις μέρες μας. Μέσα σε αυτό το εντυπωσιακό μεσαιωνικό μοναστήρι με την μορφή του οχυρωμένου κάστρου, ερευνητές αξιοποιούν για πρώτη φορά έναν σχεδόν άγνωστο θησαυρό: χιλιάδες χειρόγραφα της οθωμανικής εποχής, ανάμεσά τους και ορισμένα από τα παλαιότερα του είδους τους στον κόσμο.
Ο πατέρας Θεόφιλος ένας μοναχός που βοηθά στην επιστημονική έρευνα, βγάζει προσεκτικά μερικά από τα πιο σπάνια έγγραφα που είναι αποθηκευμένα σε μεγάλα ξύλινα συρτάρια στη βιβλιοθήκη της Μονής Παντοκράτορα. Ο ίδιος αποκαλύπτει: «Υπάρχουν περίπου 1.300 αυθεντικά βυζαντινά αρχεία. Τα πιο πολλά δεν υπάρχουν πουθενά αλλού. Εδω έχουμε επίσης τα πιο παλιά οθωμανικά αρχεία, πριν ακόμα από την πτώση της Κωνσταντινούπολης, τα οποία κφυλάσσονται στα μοναστήρια του Αθω από τα τέλη του 14ου αιώνα και τις αρχές του 15ου».
Οι βιβλιοθήκες της αυτοδιοικούμενης κοινότητας του Αγίου Ορους, που ιδρύθηκαν πριν από περισσότερα από 1.000 χρόνια στη χερσόνησο του Άθω, είναι μια αποθήκη σπάνιων εγγράφων ηλικίας πολλών αιώνων και γραμμενων σε πολλές γλώσσες, όπως η ελληνική, η ρωσική και η ρουμανική. Πολλά από αυτα τα έγγραφα έχουν μελετηθεί εκτενώς, αλλά όχι τα οθωμανικά, προϊόντα μιας κατοχικής γραφειοκρατίας που κυβέρνησε τη βόρεια Ελλάδα από τα τέλη του 14ου αιώνα - πολύ πριν την άλωση του 1453 - μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, όταν η περιοχή έγινε και πάλι Ελληνική.
Ο βυζαντινολόγος Γιάννης Νιέχοφ-Παναγιωτίδης, καθηγητής στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, λέει ότι είναι αδύνατο να κατανοήσουμε την οικονομία και την κοινωνία του Αγίου Όρους υπό την οθωμανική κυριαρχία χωρίς να συμβουλευθούμε αυτά τα έγγραφα, τα οποία ρύθμιζαν τις σχέσεις των μοναχών με τις κοσμικές αρχές. Αυτά περιλαμβάνουν περίτεχνα φιρμάνια ή διατάγματα, τίτλους ιδιοκτησίας και δικαστικές αποφάσεις των Σουλτάνων.
Οπως αποκαλύπτει ο Νιέχοφ-Παναγιωτίδης, το παλαιότερο από τα περίπου 25.000 οθωμανικά έγγραφα που βρέθηκαν στις μοναστηριακές βιβλιοθήκες χρονολογείται στη δεκαετία του 1370 και είναι και θεωρείται το αρχαιότερο γνωστό οθωμανικό αρχείο στον κόσμο. «Αυτό που είναι περίεργο είναι ότι οι Σουλτάνοι κράτησαν το Ορος Αθως ως απομεινάρι του Βυζαντίου, ημιανεξάρτητο, δεν το άγγιξαν. Δεν είχαν καν στρατό εδώ».
Ο Αναστάσιος Νικόπουλος, νομικός και επιστημονικός συνεργάτης του Ελεύθερου Πανεπιστημίου του Βερολίνου, ο οποίος εργάζεται με τον Νιέχοφ-Παναγιωτίδη τους τελευταίους μήνες, υποστηρίζει ότι τα υπό μελέτη χειρόγραφα αφηγούνται μια ιστορία που έρχεται σε αντίθεση με την παραδοσιακή αντίληψη στην Ελλάδα των οθωμανικών λεηλασιών στις κατακτημένες βυζαντινές περιοχές. Οι Οθωμανοι φέρονται να πήραν την αθωνική κοινότητα υπό την προστασία τους, να διατήρησαν την αυτονομία της και την προστάτευσαν από εξωτερικές παρεμβάσεις.
Στα έγγραφα υπάρχει εντολή ενός σουλτάνου για αυστηρή τιμωρία σε στρατιώτες εισβολείς που συμμετείχαν σε μικροκλοπές από ένα από τα μοναστήρια.Μια άλλη απροσδόκητη αποκάλυψη, λένε οι ερευνητές, ήταν ότι για τους περίπου δύο πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας δεν έγινε καμία προσπάθεια να επιβληθεί ισλαμικός νόμος στο Άγιο Όρος ή σε κοντινές περιοχές της βόρειας Ελλάδας.
Ουσιαστικά κράτησαν το Άγιον Όρος ως το τελευταίο απομεινάρι του Βυζαντίου, διατηρώντας εκτός των άλλων και την απαγόρευση εισόδου στις γυναίκες, το περίφημο άβατο, έναν κανόνα που εξακολουθεί να ισχύει ακόμα και σήμερα, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να είναι ίσως η μοναδική εν ειρήνη χωρα στον κόσμο που δεν μπορεί να επισκεφθεί έδαφος της επικράτειάς της η ανώτατη άρχοντάς της Δημοκρατίας.