«Το Τάβλι»: Μια θεατρική παρτίδα γεμάτη όνειρα

«Το Τάβλι»: Μια θεατρική παρτίδα γεμάτη όνειρα
Από Γιώργος Μητρόπουλος
Κοινοποιήστε το άρθροΣχόλια
Κοινοποιήστε το άρθροClose Button
ΔΙΑΦΉΜΙΣΗ

Γεμάτο είναι το φετινό καλοκαίρι για τον Δημήτρη Λάλο. Σκηνοθετεί το «Τάβλι» του Δημήτρη Κεχαΐδη στην Ακαδημία Πλάτωνος, πρωταγωνιστεί στον «Ορέστη» του Σίμου Κακάλα στην Επίδαυρο (28-29/8), ενώ ολοκλήρωσε πρόσφατα και ένα κύκλο σεμιναρίων υποκριτικής σε νέους ηθοποιούς. Έχει ήδη αποφασίσει, μάλιστα, τι θα κάνει το φθινόπωρο: θα σκηνοθετήσει ξανά στην Ακαδημία Πλάτωνος, την «Στέλλα με τα κόκκινα γάντια» του Ιάκωβου Καμπανέλλη, έργο πάνω στο οποίο στηρίχτηκε η κινηματογραφική «Στέλλα» του Μιχάλη Κακογιάννη.

Η συζήτησή μας επικεντρώθηκε στο διαφορετικό «Τάβλι» που θα δούμε να παίζεται όλο τον Ιούνιο και αρκετές μέρες του Ιουλίου. Ένας κομπιναδόρος και ένας οικογενειάρχης, ο Φώντας και ο Κόλλιας, φίλοι και κουνιάδοι παίζουν τάβλι σε μια λαϊκή αυλή, μιλούν για τη ζωή τους, τα όνειρά τους και πώς θα καταφέρουν να πιάσουν την καλή. Για πρώτη φορά τους δύο ήρωες, ερμηνεύουν δύο μαύροι ηθοποιοί, Έλληνες δεύτερης γενιάς, με καταγωγή από την Ουγκάντα και την Κένυα, δίνοντας μια πιο πανανθρώπινη διάσταση στα ζητήματα που θίγει το εξαιρετικό έργο του Κεχαΐδη.

«To Τάβλι» ανέβηκε για πρώτη φορά στο Θέατρο Τέχνης, σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν, το 1972, μεσούσης της δικτατορίας, με πρωταγωνιστές τον Νικήτα Τσακίρογλου και τον Γιάννη Μόρτζο. Έκτοτε το έργο παρουσιάζεται συχνά, καθώς αποτελεί μια οξυδερκή ματιά στη νεοελληνική νοοτροπία.

-Γιατί αποφάσισες να παίξεις τάβλι καλοκαιριάτικα;

(Γέλια). Το τάβλι είναι ένα καλοκαιρινό σπορ. Μπορεί να παίζεται όλες τις εποχές, αλλά το καλοκαίρι του πάει καλύτερα. Γι’ αυτό και ο Κεχαΐδης το έχει τοποθετήσει χρονικά σ’ αυτή την εποχή. Νομίζω ότι το έργο είναι αριστούργημα. Όσο περισσότερο ασχολούμαι με το κείμενο, τόσο περισσότερο υποκλίνομαι. Το έχει γράψει, δίνοντας προσοχή και στην τελευταία λεπτομέρεια. Υπάρχουν οδηγίες μέσα στο κείμενο, ακόμη και για το πώς τονίζονται οι λέξεις. Εγώ στηρίζομαι στο κείμενο, για το πώς θα διαμορφώσω τις ερμηνείες. Ο Δημήτρης Κεχαΐδης τα έχει βάλει όλα μέσα. Είναι σαν λέει: «Παιδιά, εγώ φεύγω. Επειδή δεν θα μπορείτε να με ρωτήσετε, βρίσκονται όλα μέσα στο κείμενο». Φέτος συμπληρώνονται 10 χρόνια από το θάνατό του. Η πένα του είναι μοναδική όσον αφορά τη φόρμα του ρεαλισμού. Το κείμενο είναι σαν παρτιτούρα. Κάθε γράμμα, κάθε σημείο στίξης είναι σαν μια νότα. Έτσι και την πατήσεις λάθος, χτυπάει. Έχοντας αυτό υπόψη, είναι ένα φοβερό ταξίδι αυτό που κάνω.

-Πώς το αντιμετώπισες σκηνοθετικά;

Αυτό που με ενδιέφερε ήταν να αναδείξω το έργο. Το σημαντικότερο στο έργο είναι οι ερμηνείες. Αυτές προσπαθώ να ενισχύσω. Δεν με ενδιαφέρει να είναι εμφανής η σκηνοθεσία. Δεν θέλω να βγω μπροστά. Κάνω λεπτές σκηνοθετικές επεμβάσεις, γιατί δεν θέλω να ενοχλήσω. Δεν θέλω ο θεατής να πει τι ωραία σκηνοθεσία. Θέλω να ταξιδέψει, να το καταλάβει, να δει τα πράγματα από μια άλλη οπτική γωνία.

-Γιατί πιστεύεις ότι πρέπει να έρθει ο κόσμος και να δει το έργο;

Αυτό που συνειδητοποιώ, δουλεύοντας το έργο είναι μια πολύ ουσιαστική αρχή, ανακάλυψη, αποκάλυψη: όλοι οι άνθρωποι δεν είμαστε ίδιοι. Ο ένας κάνει μια κομπίνα στο έργο και νιώθει τύψεις και κάποιος άλλος κάνει μια κομπίνα και δεν αισθάνεται τίποτε. Δεν είμαστε όλοι ίδιοι. Αλλά τα συναισθήματα είναι ίδια. Αυτό συνειδητοποίησα. Σκηνοθετώντας τις παύσεις του έργου και βλέποντας δύο μαύρους ηθοποιούς να βιώνουν τον νταλκά, την παρεξήγηση, την απογοήτευση σε ένα ελληνικό πλαίσιο, ανακάλυψα ότι δεν παίζει ρόλο το πλαίσιο. Είμαστε ίσοι γιατί είναι ίδια τα συναισθήματα όλων των ανθρώπων. Όπου κι αν πας η αγάπη είναι ίδια, η απογοήτευση είναι ίδια, είτε είσαι μορφωμένος, είτε αμόρφωτος, είτε είσαι ευαίσθητος, είτε εντελώς άξεστος.

-Γι’ αυτό επέλεξες δύο μαύρους ηθοποιούς να κάνουν τον Φώντα και τον Κόλλια;

Ναι γι’ αυτό το λόγο και για έναν ακόμη. Πέρα από το αντιρατσιστικό μήνυμα του συγγραφέα, ότι δεν πρέπει να φερόμαστε έτσι απέναντι σε φυλές, όπως στην Μπιάφρα που θέλουν να πάνε οι δύο ήρωες να κάνουν την κομπίνα, οι οποίες έχουν περάσει εμφύλιο, πείνα και κάθε είδους κακουχίες, θέλω να το πάω ένα βήμα παραπέρα. Πέρα από το ρατσιστικό, είναι ανθρωπιστικό το θέμα: ο άνθρωπος είναι έτοιμος να ξεπουλήσει τον άνθρωπο. Για κάθε κόστος. Μπορεί να φαίνεται στο έργο ότι θέλουν να κάνουν μια κομπίνα, κοροϊδεύοντας τους μαύρους, αλλά και ο ένας είναι έτοιμος να πουλήσει τον άλλο. Και οι δύο ανήκουν στην ίδια φυλή. Φωτίζεται με αυτόν τον τρόπο, αυτό που υπονοεί ο συγγραφέας. Είναι σαν να βάζεις ένα μεγεθυντικό φακό πάνω από τους χαρακτήρες. Δεν βλέπεις, δύο άσπρους να θέλουν να εκμεταλλευτούν δύο μαύρους, αλλά δύο ανθρώπους να θέλουν να εκμεταλλευτούν δύο άλλους ανθρώπους.

-Γι’ αυτό και επέλεξες τον Σαμουήλ Ακίνολα και τον Στέφανο Μουαγκιέ;

Υπάρχει μια πρωτιά σ’ αυτό το εγχείρημα. Η πρωτιά είναι ότι παιδιά δεύτερης και τρίτης γενιάς, αφρικανικής καταγωγής, Έλληνες όμως δεύτερης και τρίτης γενιάς, ανεβάζουν ένα νεοελληνικό έργο απείραχτο, ως έχει. Δεν αλλάξαμε τίποτε, ούτε γραμμή από το κείμενο. Και δεν «χτυπάει» πουθενά το χρώμα των ηθοποιών, κυρίως επιδή γνωρίζουν τέλεια την ελληνική γλώσσα. Ξέρουν τον τονισμό της, γνωρίζουν όλες τις λεπτές αποχρώσεις της γλώσσας. Γνώρισα τον Σαμουήλ, όταν κάναμε με το Εθνικό Θέατρο την «Δυτική Αποβάθρα» σε σκηνοθεσία του Λουντοβίκ Λαγκάρντ. Πήγαμε στη Γαλλία για κάποιες παραστάσεις. Και οι δυο μας δεν ξέραμε γαλλικά. Ήμασταν δύο Έλληνες στο Παρίσι, που δεν καταλαβαίναμε τίποτε. Ο Σαμουήλ ρίμαρε τέλεια στην ελληνική γλώσσα, παρόλο που ήταν μαύρος. Γύρω του άλλοι μαύροι, που ήταν Γάλλοι. Ήταν ένα πανηγύρι κουλτουρο-γλωσσο-νοοτροπίας. Αυτό το πολυπολιτισμικό μπέρδεμα μου φάνηκε ενδιαφέρον και αποφάσισα ότι πρέπει να κάνω κάτι. Αισθάνθηκα εκείνη τη στιγμή ότι αφουγκράστηκα τη ζωή και εκείνη μου προσέφερε την ιδέα για το «Τάβλι» του Κεχαΐδη. Οφείλουμε να αφουγκραζόμαστε τη ζωή και να είμαστε καλλιτέχνες της ζωής. Να φωτίζουμε «τη ζωή που είναι μια αστραπή», όπως λέει ο Καζαντζάκης, «αλλά προλαβαίνουμε να τη ζήσουμε».

-Σε δυσκόλεψε που πέρασες στην αντίπερα όχθη της σκηνοθεσίας;

Η σκηνοθεσία προέκυψε ως ανάγκη. Δεν το είχα σχεδιάσει. Αντίθετα, όλα είναι σχεδιασμένα για την «Στέλλα με τα κόκκινα γάντια», που θα παρουσιάσω το φθινόπωρο. Από τα 19 μου χρόνια, που ξεκίνησα στο χώρο, χτίζοντας κυριολεκτικά ένα θέατρο, μέχρι σήμερα, έχω κάνει τα πάντα στο θέατρο: από ταμείο, μέχρι τον φωτιστή. Έχω περάσει από όλα τα πόστα. Το να περάσω και από αυτό το πόστο, δεν ήταν δύσκολο. Δεν απείχε πολύ. Μου άρεσε πολύ, όλη αυτή η ενασχόληση. Και πρέπει να σου ομολογήσω ότι τους παίζω και τους δύο ρόλους καθημερινά. Γιατί αυτή είναι η δουλειά του σκηνοθέτη. Αλλιώς δεν μπορείς να διδάξεις τους ηθοποιούς, δεν μπορείς να αναλύσεις σ’ αυτούς την ψυχολογική πορεία του κάθε χαρακτήρα. Χαίρομαι που έχω να αναμετρηθώ με ένα τέτοιο έργο, γιατί ως ηθοποιός έχω κληθεί να υποστηρίξω άλλα έργα, που είχαν «κενά», «ασάφειες», που με δυσκόλεψαν στην υποκριτική τους υπεράσπιση. Αυτό το έργο είναι πανηγύρι, παιδική χαρά για τον σκηνοθέτη και τον ηθοποιό. Μόνο μαθαίνω από όλη αυτή τη φάση.

ΔΙΑΦΉΜΙΣΗ

-Τι ζητάει από τη ζωή ο Φώντας και τι ο Κόλλιας; Πώς τους βλέπεις αυτούς τους ήρωες;

Εγώ τους βλέπω σαν δίπολα, δύο μαγνητικούς πόλους. Όταν κινείται ο ένας, κινείται κι ο άλλος. Εξαρτάται απόλυτα ο ένας από τον άλλο. Δεν μπορεί να κάνει την κομπίνα μόνος του, γι’ αυτό και ζητάει τη βοήθεια του φίλου του. Αλληλοσυμπληρώνονται. Ο ένας είναι το αλατοπίπερο του άλλου. Ο ένας που είναι ο πιο ήσυχος, πιο στιβαρός και έχει αυτά που ο άλλος θέλει, τον συμπαθεί, τον θέλει, τον αγαπά τον μπαγάσα. Ψοφάει για να γίνει η φάση. Από την άλλη είναι δύο χαρακτήρες εντελώς διαφορετικοί: είναι ίδιοι όσον αφορά το γένος τους (είναι άνθρωποι), αλλά διαφορετικοί όσον αφορά το είδος τους: ο ένας είναι κομπιναδόρος και ο άλλος οικογενειάρχης. Μπορούν να συνυπάρξουν και κολλάνε γιατί και οι δύο ονειρεύονται ένα διαφορετικό αύριο. Από την άλλη, είναι και οι δύο τύποι του μπλα-μπλα, δεν είναι άνθρωποι της δράσης. Θέλουν να έχουν κάτι να παραμυθιάζονται, να έχουν κάτι να ασχολούνται. Δεν θα κάνουν την κομπίνα. Για μένα τους αθωώνει το γεγονός ότι δεν έχουν πειράξει άνθρωπο, στις προηγούμενες απόπειρές τους. Αφού δεν έχουν εγκληματήσει, τους αγαπώ. Γι’ αυτό νομίζω είναι σε όλους μας προσφιλείς. Επειδή είναι μικροαπατεώνες. Μπορεί η πρόθεση να είναι καταδικαστέα. Πρέπει να γνωρίζουμε όμως ότι η ζωή έχεις πολλές όψεις και αν είσαι απόλυτος, τελικά πέφτεις έξω.

-Το έργο όμως λειτουργεί και ως μικρογραφία όλων των κακοδαιμονιών που περνά ακόμη και σήμερα ο Νεοέλληνας. Η κομπίνα, το πώς θα καταφέρουμε να επιβιώσουμε και να πιάσουμε την καλή, εις βάρος των διπλανών μας, που θεωρούμε ηλίθιους, κυριάρχησε ως ιδεολογία στην Ελλάδα τα τελευταία 30 χρόνια. Γι’ αυτό και φτάσαμε εδώ που φτάσαμε.

Δεν έχω απαντήσει σ’ αυτά τα ζητήματα, αν και συμφωνώ μαζί σου. Εκεί όντως βρίσκεται η ρίζα του κακού. Νομίζω ότι για όλα αυτά φταίνε οι πολιτικοί και η πολιτική. Η τέχνη της πολιτικής είναι η ύψιστη τέχνη, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, γιατί όλες οι υπόλοιπες τέχνες εξαρτώνται από αυτήν. Όταν η πολιτική αφήνει κάποιον δίπλα μας να πεινάει και κάποιον άλλο να μην ξέρει τι έχει, αρχίζουν τότε να δημιουργούνται φαινόμενα σαν αυτούς τους δύο χαρακτήρες, που προσπαθούν να επιζήσουν μέσα σ’ αυτό το αναξιοκρατικό σύστημα. Γι’ αυτό δυστυχώς έχει δημιουργηθεί αυτή η νοοτροπία στον Έλληνα. Αυτό όμως που πρέπει να δούμε εξαρχής και να αλλάξουμε ριζικά είναι η πολιτική.

ΔΙΑΦΉΜΙΣΗ

-Είσαι περισσότερο Φώντας ή Κόλλιας;

Αισθάνομαι ότι είμαι και οι δύο. Ανάλογα με την περίοδο που περνάω. Υπάρχουν και στιγμές που είμαι ήσυχος και θέλω γύρω μου να είναι όλα απλά. Από την άλλη θέλω να είμαι και λίγο Φώντας. Η ζωή όμως, όπως σου είπα, είναι αρκετά πολύπλοκη. Αυτό που θέλω όμως στην ουσία, από τη δική μου ζωή, είναι να μην παγιωθώ. Δεν θέλω να έρθει μια στιγμή που να είναι μόνο αυτό. Θέλω να είμαι αυτό, κι εκείνο όμως και το άλλο. Γι’ αυτό ασχολούμαι τόσα χρόνια με την υποκριτική. Θέλω να δω όλους τους ρόλους, να δοκιμάσω τα πάντα, να είμαι διαρκώς σε κίνηση ψυχικά και σωματικά.

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ

Κείμενο: Δημήτρης Κεχαΐδης
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Λάλος
Σκηνογραφία – Κοστούμια: Μιχάλης Σαπλαούρας
Βοηθός Σκηνοθέτη: Κρίστελ Καπερώνη
Φωτογραφίες-trailer: Kamvas production
Παίζουν: Σαμουήλ Ακίνολα & Στέφανος Μουαγκιέ

ΔΙΑΦΉΜΙΣΗ

Ακαδημία Πλάτωνος

Σπύρου Πάτση & Μαραθωνομάχων 8, Βοτανικός (έναντι Λεωφόρου Αθηνών)
Τηλέφωνο: 2104830330
Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο στις 21.15 & Κυριακή στις 20.00
Είσοδος 12 ευρώ κανονικό & 8 ευρώ μειωμένο | Διάρκεια 75’
Προπώληση από 10 ευρώ στο www.viva.gr

Ακολουθήστε το euronews στα Ελληνικά στο Facebook και στο Twitter

Κοινοποιήστε το άρθροΣχόλια

Σχετικές ειδήσεις

Ρίκα Πανά: « Η ζωή σε μαθαίνει ότι πρέπει να βρεις έναν τρόπο να διαμαρτυρηθείς»

Απεβίωσε ο σπουδαίος συνθέτης Δήμος Μούτσης

Η «επιστροφή» της Ηρώς Κανακάκη: Η Εθνική Βιβλιοθήκη μας επανασυστήνει μια σημαντική ζωγράφο