EventsEvents
Loader

Find Us

FlipboardInstagramLinkedin
Apple storeGoogle Play store
ΔΙΑΦΉΜΙΣΗ

Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο: Επιστροφή στα πρωτογενή πλεονάσματα το 2023

ΟΡΕΣΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ
ΟΡΕΣΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ Πνευματικά Δικαιώματα ΟΡΕΣΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ/ 2021 ΑΘΗΝΑΙΚΟ-ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Πνευματικά Δικαιώματα ΟΡΕΣΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ/ 2021 ΑΘΗΝΑΙΚΟ-ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Από Euronews with ΑΠΕ ΜΠΕ
Κοινοποιήστε το άρθροΣχόλια
Κοινοποιήστε το άρθροClose Button

Τράπεζα της Ελλάδος: Η κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών βρίσκεται σε ικανοποιητικά επίπεδα

ΔΙΑΦΉΜΙΣΗ

Επιστροφή στα πρωτογενή πλεονάσματα το 2023 προβλέπει το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής (ΜΠΔΣ) 2022-2025, σύμφωνα με το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο, το οποίο παρουσίασε σήμερα τη γνώμη του επί των μακροοικονομικών και δημοσιονομικών προβλέψεων του Πλαισίου. Το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο, στην έκθεσή του που έδωσε στη δημοσιότητα, παρουσιάζει τις βασικές προβλέψεις του Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής (ΜΠΔΣ) 2022-2025 και σύμφωνα με αυτές προβλέπεται πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 2% του ΑΕΠ το 2023. Το πρωτογενές πλεόνασμα αναμένεται να ανέλθει σε 2,8% του ΑΕΠ το 2024 και σε 3,7% του ΑΕΠ το 2025. «Βάσει αυτών η δημοσιονομική διαχείριση βρίσκεται σε συμφωνία με τους κανόνες που είχαν τεθεί στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας για πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα κατά μέσο όρο 2,2% του ΑΕΠ από το 2023» αναφέρει στη γνώμη του το Συμβούλιο. Επίσης τονίζει, μεταξύ άλλων, ότι «η σχετικά περιορισμένη μείωση του ΑΕΠ κατά το πρώτο τρίμηνο του 2021, η οποία ανακοινώθηκε αρχές Ιουνίου, βελτιώνει τις προσδοκίες για ανάκαμψη κατά το 2021».

Σε δήλωσή του σχετικά με το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα, ο πρόεδρος του ΔΣ του Ελληνικού Δημοσιονομικού Συμβουλίου, Παναγιώτης Κορλίρας, ανέφερε: «Δημοσιοποιούμε σήμερα τη γνώμη του Ελληνικού Δημοσιονομικού Συμβουλίου επί των μακροοικονομικών και δημοσιονομικών προβλέψεων του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής (ΜΠΔΣ) 2022-2025, με την οποία υιοθετούμε τις συγκεκριμένες προβλέψεις. Είμαστε αισιόδοξοι για την επίτευξη των μακροοικονομικών και δημοσιονομικών προβλέψεων του ΜΠΔΣ 2022-2025, εφόσον η πανδημία διατηρηθεί υπό έλεγχο και δεν υπάρξει κάποια αναζωπύρωση το φθινόπωρο, καθώς είναι εμφανής και ο επενδυτικός προσανατολισμός του νέου ΜΠΔΣ 2022-2025. Οι επενδύσεις αποτελούν το κρίσιμο στοίχημα της ελληνικής οικονομίας, προκειμένου να πραγματοποιηθεί η ολική επανάκαμψή της και η επαναφορά του βιοτικού επιπέδου των πολιτών στα προ-μνημονίων επίπεδα».

Ειδικότερα, το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο, στην γνώμη του επισημαίνει τα ακόλουθα:

«Το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο (ΕΔΣ), σύμφωνα με τα άρθρα 2 και 42 παρ.4 του νόμου 4270/2014, αξιολογεί τις μακροοικονομικές και δημοσιονομικές προβλέψεις πάνω στις οποίες βασίζεται το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής (ΜΠΔΣ) και τη συμμόρφωση με τους σχετικούς δημοσιονομικούς κανόνες. Οι βασικοί πίνακες του σχεδίου του ΜΠΔΣ κοινοποιήθηκαν στο ΕΔΣ για επεξεργασία και αξιολόγηση την Παρασκευή, 11 Ιουνίου.

Μακροοικονομικές προβλέψεις

Οι μακροοικονομικές προβλέψεις επί των οποίων στηρίζεται το ΜΠΔΣ 2022-2025 δεν έχουν διαφοροποιηθεί σε σχέση με εκείνες του Προγράμματος Σταθερότητας (ΠΣ) που υποβλήθηκε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή στα τέλη Απριλίου, οπότε εξακολουθούν να ισχύουν οι παρατηρήσεις που περιλαμβάνονταν στη σχετική αξιολόγηση από το ΕΔΣ των μακροοικονομικών προβλέψεων του ΠΣ. Σημειώνεται, πάντως, πως η σχετικά περιορισμένη μείωση του ΑΕΠ κατά το πρώτο τρίμηνο του 2021, η οποία ανακοινώθηκε αρχές Ιουνίου, βελτιώνει τις προσδοκίες για ανάκαμψη κατά το 2021. Εξάλλου, τόσο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή όσο και ο ΟΟΣΑ στις πρόσφατες εκτιμήσεις τους (Μάιος 2021), προβλέπουν ρυθμό μεγέθυνσης για το 2021 ύψους 4,1% και 3,8%, αντίστοιχα, έναντι 3,6% που προβλέπει το ΥΠΟΙΚ.

Δημοσιονομικές προβλέψεις

Τα βασικά δημοσιονομικά μεγέθη του ΜΠΔΣ 2022-2025 εξαρτώνται κατά κύριο λόγο από την προσδοκώμενη αύξηση του ΑΕΠ. Σημειώνεται πως τόσο τα έσοδα όσο και οι δαπάνες αναμένεται να αυξηθούν λιγότερο σε σχέση με το ονομαστικό ΑΕΠ, με αποτέλεσμα τα έσοδα ως ποσοστό του ΑΕΠ να περιοριστούν σε 44,9% το 2025, έναντι 46,5% το 2019 και οι δαπάνες σε 43,4% το 2025, έναντι 45,3% το 2019.

Ειδικότερα, όλες οι γενικές κατηγορίες εσόδων αναμένεται να περιοριστούν ως ποσοστό του ΑΕΠ, με εξαίρεση τις μεταβιβάσεις και τα λοιπά έσοδα, λόγω των εισπράξεων από το Ταμείο Ανάκαμψης και λόγω των αυξημένων εσόδων του ΠΔΕ. Αντίστοιχα, όλες οι κατηγορίες δαπανών εμφανίζονται μειωμένες ως ποσοστό του ΑΕΠ, εκτός των επενδυτικών δαπανών που θα ανέλθουν στο 5,3% του ΑΕΠ έναντι 3,3%. Κατά συνέπεια, είναι εμφανής ο επενδυτικός προσανατολισμός του νέου ΜΠΔΣ 2022-2025, στο βαθμό που το ΠΔΕ αφορά σχεδόν αποκλειστικά επενδυτικά σχέδια και όχι δαπάνες άλλης φύσης (πχ δαπάνες αντιμετώπισης της πανδημίας).

Το πρωτογενές έλλειμμα της Γενικής Κυβέρνησης κατά ESA αναμένεται να περιοριστεί από τα υψηλά επίπεδα του 2020 (6,7% του ΑΕΠ) και του 2021 (7,1% του ΑΕΠ) σε μόλις 0,5% του ΑΕΠ το 2022, λόγω της σταδιακής απόσυρσης των μέτρων στήριξης που ελήφθησαν για την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας. Σημειώνεται πως η γενική ρήτρα διαφυγής που επιτρέπει την απόκλιση από τους ευρωπαϊκούς δημοσιονομικούς κανόνες διατηρείται σε ισχύ και το 2022. Από το 2023, οι δημοσιονομικοί κανόνες επανέρχονται, σε συνάρτηση με τις προσδοκίες για αναθεώρηση τους σε πιο ευέλικτο πλαίσιο. Ανεξάρτητα με την διαφαινόμενη αναθεώρηση των ευρωπαϊκών δημοσιονομικών κανόνων, το 2023 η δημοσιονομική πολιτική προσαρμόζεται στοχεύοντας σε πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 2% του ΑΕΠ, το οποίο αναμένεται να ανέλθει σε 2,8% του ΑΕΠ το 2024 και σε 3,7% του ΑΕΠ το 2025. Βάσει αυτών η δημοσιονομική διαχείριση βρίσκεται σε συμφωνία με τους κανόνες που είχαν τεθεί στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας για πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα κατά μέσο όρο 2,2% του ΑΕΠ από το 2023 και εντεύθεν.

Όσον αφορά στο διαρθρωτικό αποτέλεσμα της ΓΚ κινείται καθ' όλη την περίοδο του ΜΠΔΣ 2022-2025 εντός του ορίου που προβλέπει το άρθρο 35 παρ.3 του νόμου 4270/2014 και το Δημοσιονομικό Σύμφωνο (Fiscal Compact), όπως αυτό κυρώθηκε με το άρθρο τρίτο του νόμου 4063/2012.

Επισημαίνεται ότι η επίτευξη των μακροοικονομικών και δημοσιονομικών προβλέψεων του ΜΠΔΣ 2022-2025 στηρίζεται στην παραδοχή ότι η πανδημία είναι πλέον υπό έλεγχο και δεν θα απαιτηθούν νέα μέτρα περιορισμού της οικονομικής δραστηριότητας. Τυχόν αναζωπύρωση της πανδημίας από το φθινόπωρο θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε δυσμενέστερη πρόβλεψη των μακροοικονομικών και δημοσιονομικών μεγεθών. Περαιτέρω, κρίσιμο στοιχείο για την απρόσκοπτη υλοποίηση του μακροπρόθεσμου δημοσιονομικού σχεδιασμού είναι η επαλήθευση του υποκείμενου μακροοικονομικού σεναρίου. Το ΜΠΔΣ 2022-2025 στηρίζεται στην υπόθεση μιας ισχυρής αδιατάρακτης ανάκαμψης για μια πενταετία. Επιπρόσθετα, κρίσιμα είναι και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της αναπτυξιακής διαδικασίας ούτως ώστε να διασφαλιστεί η μακροχρόνια διατήρησή της.

Το ΕΔΣ, με βάση τα ανωτέρω και λαμβάνοντας υπόψη ότι σύμφωνα με το άρθρο 35 παρ. 3 του νόμου 4270/2014, το κατώτερο όριο του ετήσιου διαρθρωτικού ελλείμματος της Γενικής Κυβέρνησης δεν πρέπει να υπερβαίνει το 0,5% ως ποσοστό επί του ονομαστικού ΑΕΠ, σημειώνει ότι οι στόχοι για το πρωτογενές πλεόνασμα για τα έτη 2023-2025 είναι σε συμφωνία με τις δεσμεύσεις τις χώρας στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας.

ΤτΕ-Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας: Το χρηματοπιστωτικό σύστημα άντεξε στον Covid

Παράλληλα, αναρτήθηκε σήμερα στον ιστοχώρο της Τράπεζας της Ελλάδος η Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, Ιούνιος 2021, η οποία δημοσιεύεται δύο φορές τον χρόνο από τη Διεύθυνση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Η Έκθεση αξιολογεί τις εξελίξεις, εντοπίζει τους κύριους παράγοντες των συστημικών κινδύνων του ελληνικού τραπεζικού τομέα και των λοιπών κλάδων του χρηματοπιστωτικού συστήματος και αναλύει τη λειτουργία των υποδομών των χρηματοπιστωτικών αγορών (συστήματα πληρωμών, κάρτες πληρωμών, κεντρικά αποθετήρια τίτλων και κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι). Η παρούσα Έκθεση επικεντρώνεται στις εξελίξεις που έλαβαν χώρα στον τραπεζικό τομέα κατά τη διάρκεια του 2020. Ειδικά σε ό,τι αφορά τους κινδύνους ρευστότητας και αγοράς, καλύπτεται η περίοδος έως και τον Απρίλιο του 2021.

Στα συμπεράσματά της διαπιστώνει πως η πανδημία Covid-19 επηρέασε καθοριστικά την οικονομική δραστηριότητα το 2020, οδηγώντας την οικονομία σε βαθιά ύφεση και προκαλώντας κλυδωνισμούς στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Ωστόσο, μια σειρά μέτρων, που εφαρμόστηκαν από τις αρχές (ελληνική κυβέρνηση, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός) και καταγράφονται αναλυτικά στην παρούσα Έκθεση, περιόρισαν σε μεγάλο βαθμό τις επιπτώσεις της πανδημίας. Στο πλαίσιο αυτό, ο ελληνικός τραπεζικός τομέας καλείται να αντιμετωπίσει τόσο τις υπάρχουσες, όσο και τις νέες προκλήσεις που σχετίζονται με την πανδημία και να διασφαλίσει την αδιάκοπη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας.

Το υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ), μαζί με το νέο κύμα αθετήσεων που αναμένεται να προκύψει από την πανδημία, παραμένει η μεγαλύτερη πρόκληση για τον τραπεζικό τομέα. Οι σημαντικές πρωτοβουλίες εκ μέρους των τραπεζών και της ελληνικής κυβέρνησης με την εφαρμογή του Προγράμματος Προστασίας Περιουσιακών Στοιχείων (Hellenic Asset Protection Scheme) αναμφισβήτητα συνέβαλαν επιτυχώς στη μείωση των ΜΕΔ. Ωστόσο, το ποσοστό τους ως προς το σύνολο των χορηγήσεων εξακολουθεί να βρίσκεται σε επίπεδα πολλαπλάσια του ευρωπαϊκού μέσου όρου, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα νέα ΜΕΔ που εν δυνάμει θα δημιουργηθούν από την πανδημία. Στο πλαίσιο αυτό, οι τράπεζες θα πρέπει να επισπεύσουν τη διαδικασία αναγνώρισης των νέων ΜΕΔ στους ισολογισμούς τους, καθώς, με τη κατάργηση των μέτρων στήριξης των δανειοληπτών, θα πρέπει να αποτυπώσουν με διαφάνεια τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν. Η κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών βρίσκεται σε ικανοποιητικά επίπεδα, λαμβάνοντας υπόψη τα εποπτικά μέτρα για την κεφαλαιακή ελάφρυνση. Ωστόσο, η ποιότητα των εποπτικών κεφαλαίων, δεδομένου του υψηλού μεριδίου της αναβαλλόμενης οριστικής και εκκαθαρισμένης φορολογικής απαίτησης (Deferred Tax Credits), η οποία θα αυξηθεί περαιτέρω, καθώς οι τράπεζες εφαρμόζουν τις στρατηγικές μείωσης των ΜΕΔ, δημιουργεί αυξημένους κινδύνους μεσοπρόθεσμα.

Η επί μακρόν συνέχιση του περιβάλλοντος χαμηλών επιτοκίων και τα υφιστάμενα μέτρα νομισματικής πολιτικής επηρέασαν ευνοϊκά τις συνθήκες ρευστότητας του τραπεζικού τομέα, συμβάλλοντας στο λειτουργικό του αποτέλεσμα για τη χρήση 2020. Ωστόσο, η οργανική κερδοφορία παρέμεινε χαμηλή, καθώς η αύξηση του μεγέθους των ισολογισμών των τραπεζών δεν αποδίδεται στην αυξημένη προσφορά πιστώσεων προς την πραγματική οικονομία. Τέλος, η αυξανόμενη διασύνδεση του ελληνικού τραπεζικού τομέα με την κεντρική κυβέρνηση αποτελεί εν δυνάμει πηγή κινδύνων, καθώς η έκθεση των ελληνικών τραπεζών, μέσω τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου, προγραμμάτων χορήγησης εγγυήσεων δανείων και της αναβαλλόμενης οριστικής και εκκαθαρισμένης φορολογικής απαίτησης, θα παραμείνει σε υψηλά επίπεδα για μακρό χρονικό διάστημα.

Καθώς η οικονομική ανάκαμψη θα εδραιώνεται σταδιακά, ο τραπεζικός τομέας θα κληθεί να διαδραματίσει ενεργά το διαμεσολαβητικό του ρόλο. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με την Έκθεση, η επαγρύπνηση και οι πρόσθετες πρωτοβουλίες σχετικά με την επίλυση του προβλήματος των ΜΕΔ και την ενίσχυση της ποιότητας των εποπτικών κεφαλαίων των τραπεζών εξακολουθούν να αναδεικνύονται ως προτεραιότητες για τον περιορισμό των κινδύνων και την ενίσχυση της παροχής πιστώσεων στην πραγματική οικονομία. Επίσης, καθίσταται σαφές ότι η απόσυρση των μέτρων στήριξης θα πρέπει να είναι σταδιακή και κρίνεται επιβεβλημένη η ενισχυμένη παρακολούθηση της διασύνδεσης του κράτους και του τραπεζικού τομέα.

Ανταγωνιστικότητα: Η κατάταξη της χώρας βελτιώθηκε κατά 12 θέσεις τη διετία

Στο μεταξύ, κατά 12 θέσεις βελτιώθηκε την διετία 2019-20 η κατάταξη της Ελλάδας στον διεθνή δείκτη ανταγωνιστικότητας (παγκόσμια επετηρίδα ανταγωνιστικότητας-World Competitiveness Yearbook), με βάση τα στοιχεία που εκδίδει σε ετήσια βάση το Institute for Management Development (IMD) της Ελβετίας.

Η Ελλάδα κατατάσσεται το 2021 στην 46η θέση, από την 49η θέση το 2020 και την 58η θέση το 2019 (τα αποτελέσματα που παρουσιάζονται κάθε χρόνο αφορούν τις επιδόσεις της χώρας κατά την προηγούμενη χρονιά).

ΔΙΑΦΉΜΙΣΗ

Συγκεκριμένα, όπως αναφέρει ανακοίνωση του υπουργείου Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, όσον αφορά στους επιμέρους δείκτες, η Ελλάδα έχει βελτιώσει την θέση της συγκριτικά με το 2019:

  • στην «Οικονομική Αποδοτικότητα», κατά 8 θέσεις, στην 52η θέση από την 60ή,
  • στην «Κυβερνητική Αποτελεσματικότητα», επίσης κατά 8 θέσεις, στην 52η θέση από την 60ή.
  • στην «Επιχειρηματική Αποτελεσματικότητα», κατά 14 θέσεις, στην 44η θέση από την 58η
  • και στις «Υποδομές», κατά 2 θέσεις, στην 39η από την 41η.

Σε δήλωσή του ο υπουργός Ανάπτυξης και Επενδύσεων, 'Αδωνις Γεωργιάδης, επισημαίνει:

«Ο πρώτος μου στόχος όταν ανέλαβα την ηγεσία του υπουργείου Ανάπτυξης ήταν η μετατροπή της Ελλάδας σε μία εξαιρετικά φιλική χώρα για την επιχειρηματικότητα. Για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά η Ελλάδα ανεβαίνει στον διεθνή πίνακα ανταγωνιστικότητας και έτσι αποδεικνύεται ότι η προσπάθεια που κάνει η κυβέρνηση αποδίδει καρπούς. Έχουμε ακόμα πολύ δρόμο μπροστά μας, αλλά είμαστε ευχαριστημένοι που η προσπάθειά μας πιάνει τόπο».

Περισσότερες πηγές • naftemporiki.gr

Κοινοποιήστε το άρθροΣχόλια

Σχετικές ειδήσεις

DBRS: Βελτιωμένες εκτιμήσεις για την ελληνική οικονομία από τον οίκο αξιολόγησης

Ε. Επιτροπή: Παράταση του καθεστώτος εγγυήσεων για τις ελληνικές τράπεζες

Ελλάδα: Πλεονασματικός ο προϋπολογισμός στο πρώτο τρίμηνο