Ο Βλαντίμιρ Σαζίν, ερευνητής στο Ινστιτούτο Ανατολικών Σπουδών της Ρωσικής Ακαδημίας Επιστημών, επεσήμανε ότι, αν και οι σχέσεις Ρωσίας–Ιράν έχουν ιστορία πέντε αιώνων, «ποτέ δεν υπήρξε πραγματική συμμαχία»
Η μειωμένη ικανότητα της Μόσχας να υλοποιεί εξοπλιστικά συμβόλαια λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, σε συνδυασμό με γεωπολιτικούς περιορισμούς, αποτυπώνει μια σαφή τάση απομάκρυνσης του Ιράν από τις παραδοσιακές προσπάθειες στρατιωτικών αγορών από τη Ρωσία.
Αντιθέτως, η Κίνα –αν και διατηρεί στενή συνεργασία με Μόσχα και Τεχεράνη– έχει παραμείνει εν πολλοίς απρόσβλητη από τις αιματηρές συγκρούσεις σε Ανατολική Ευρώπη και Μέση Ανατολή.
Ο Χονγκντά Φαν, καθηγητής στο Ινστιτούτο Μεσανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Διεθνών Σπουδών της Σαγκάης, δήλωσε πως «ο εναέριος χώρος του Ιράν είναι σήμερα πιο ευάλωτος από ποτέ. Η ενίσχυση της αντιαεροπορικής άμυνας αποτελεί ξεκάθαρη προτεραιότητα και η Κίνα έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο στην ανάπτυξη μαχητικών, γεγονός που έχει προσελκύσει διεθνές ενδιαφέρον».
Αυτό φάνηκε και στη σύγκρουση μεταξύ Πακιστάν και Ινδίας τον Μάιο, όταν το Ισλαμαμπάντ φέρεται να κατέρριψε αρκετά γαλλικά Rafale της Ινδικής Πολεμικής Αεροπορίας χρησιμοποιώντας κινεζικά μαχητικά J-10C.
Ο καθηγητής Φαν εκτίμησε ότι «οι αυξανόμενες παγκόσμιες εντάσεις ευνοούν μια ευρύτερη στρατιωτική συνεργασία μεταξύ Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν». Προειδοποίησε όμως πως αν η Τεχεράνη επιθυμεί σχέσεις αντίστοιχες με αυτές που έχει το Πεκίνο με το Ισλαμαμπάντ, θα πρέπει πιθανώς να αναθεωρήσει την εξωτερική της πολιτική.
«Σημαντικό είναι πως, σε αντίθεση με το Πακιστάν, αρκετοί Ιρανοί αξιωματούχοι αντιλαμβάνονται τη χώρα τους ως παγκόσμια δύναμη. Αυτή η αντίληψη περί “μεγάλης δύναμης” επηρεάζει βαθιά την εξωτερική πολιτική της Τεχεράνης», σημείωσε.
«Αν το Ιράν επιδείξει επαρκή πρόθεση και εμπιστοσύνη προς την Κίνα, εκτιμώ πως το Πεκίνο δεν θα αρνηθεί στρατιωτική συνεργασία, περιλαμβανομένων εξοπλιστικών προγραμμάτων», πρόσθεσε ο ίδιος.
Στροφή προς Ανατολάς;
Σύμφωνα με το περιοδικό Newsweek, η επίσημη πολιτική «στροφής προς την Ανατολή» εγκαινιάστηκε με την ανάληψη της εξουσίας από τον Εμπραχίμ Ραΐσι το 2021, αν και η γενική μετατόπιση του Ιράν προς την Ανατολή είχε ξεκινήσει ήδη από την Ισλαμική Επανάσταση του 1979.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου Ιράν-Ιράκ (1980–1988), τόσο οι Ηνωμένες Πολιτείες όσο και η τότε Σοβιετική Ένωση στήριξαν τον Σαντάμ Χουσεΐν. Αντιθέτως, η Κίνα –αν και προμήθευσε και τον Ιράκ– αναδείχθηκε τελικά σε βασικό προμηθευτή οπλισμού της Τεχεράνης.
Παρόλα αυτά, η πολιτική του Πεκίνου στη Μέση Ανατολή παραμένει κυρίως οικονομική και επιφυλακτική. Η στρατιωτική συνεργασία με το Ιράν περιορίζεται, μέχρι στιγμής, σε κοινά γυμνάσια –συνήθως με συμμετοχή της Ρωσίας– παρά την ύπαρξη της «Στρατηγικής Ολοκληρωμένης Συμφωνίας» του 2021.
Ο Βλαντίμιρ Σαζίν, ερευνητής στο Ινστιτούτο Ανατολικών Σπουδών της Ρωσικής Ακαδημίας Επιστημών, επεσήμανε ότι, αν και οι σχέσεις Ρωσίας–Ιράν έχουν ιστορία πέντε αιώνων, «ποτέ δεν υπήρξε πραγματική συμμαχία».
Από την έκρηξη του εμφυλίου στη Συρία το 2011, Τεχεράνη και Μόσχα συμπορεύονται υπέρ του Μπασάρ αλ-Άσαντ. Η Ισλαμική Δημοκρατία κατέβαλε προσπάθειες για την απόκτηση ρωσικών μαχητικών Su-35 και πυραυλικών συστημάτων S-400, ενώ παρείχε στη Ρωσία τεχνογνωσία, άδειες παραγωγής και «καμικάζι» drones τύπου Shahed, που πλέον έχουν καταστεί βασικό εργαλείο στο ουκρανικό μέτωπο.
Ωστόσο, με δεδομένη την απόλυτη προσήλωση του Κρεμλίνου στον πόλεμο στην Ουκρανία, πολλά ιρανικά αιτήματα για οπλισμό δεν ικανοποιήθηκαν, ενώ η στήριξη της Ρωσίας στη Συρία περιορίστηκε. Ο Σαζίν υπογράμμισε ότι η στρατιωτικοτεχνική συνεργασία είναι «περιορισμένη», εξαιτίας αυξημένων εσωτερικών αναγκών της Μόσχας και της ανεξάρτητης παραγωγής ρωσικών drones.
Ο ίδιος πρόσθεσε ότι πλέον διαφαίνεται μια «σταδιακή στροφή του Ιράν προς την Κίνα στον στρατιωτικό και τεχνολογικό τομέα».
Επανεκκίνηση σχέσεων Πεκίνου–Τεχεράνης;
Πρόσφατα κυκλοφόρησαν ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες περί πρόθεσης της Τεχεράνης να αγοράσει κινεζικό στρατιωτικό εξοπλισμό. Η κινεζική πρεσβεία στο Ισραήλ διέψευσε σχετικό ρεπορτάζ του Middle East Eye, δηλώνοντας: «Η Κίνα δεν εξάγει ποτέ όπλα σε χώρες που βρίσκονται σε πόλεμο και ασκεί αυστηρό έλεγχο σε προϊόντα διπλής χρήσης».
Το υπουργείο Άμυνας της Κίνας –χωρίς να επιβεβαιώνει ούτε να διαψεύδει– τόνισε ότι η χώρα επιδεικνύει «προσεκτική και υπεύθυνη στάση» στις εξαγωγές όπλων, και «είναι πρόθυμη να μοιραστεί τα επιτεύγματά της με φιλικές χώρες».
Ο εκπρόσωπος της κινεζικής πρεσβείας στις ΗΠΑ, Λιού Πενγκγιού, δήλωσε: «Η Κίνα παραμένει δεσμευμένη στην προώθηση του διαλόγου και στη μείωση των εντάσεων. Δεν επιδιώκει εγωιστικά συμφέροντα ή γεωπολιτική επιρροή στην περιοχή».
Εκτός του στρατιωτικού τομέα, Πεκίνο και Τεχεράνη συνεργάζονται στενά και στην ενέργεια. Η Κίνα εισάγει περίπου 500.000 βαρέλια ιρανικού πετρελαίου μηνιαίως, ποσότητα μικρότερη από αυτήν της Ρωσίας ή της Σαουδικής Αραβίας, αλλά κρίσιμη για την ιρανική οικονομία.
Το Ιράν συμμετέχει επίσης στην «Πρωτοβουλία Ζώνης και Δρόμου» του Σι Τζινπίνγκ, καθώς και στους οργανισμούς BRICS και Οργανισμό Συνεργασίας της Σαγκάης, στους οποίους συμμετέχουν τόσο η Κίνα όσο και η Ρωσία. Ωστόσο, κανένας από αυτούς δεν έχει αμυντικό χαρακτήρα ή ρήτρα στρατιωτικής συνδρομής.
Η μόνη πρόβλεψη στις σχετικές συμφωνίες αφορά την αποφυγή παροχής βοήθειας στον «επιτιθέμενο», σε περίπτωση πολέμου. Σε αντίθεση, η Ρωσία έχει υπογράψει με τη Βόρεια Κορέα συμφωνία αμοιβαίας στρατιωτικής συνδρομής.
Παρότι αναφέρεται ότι Βορειοκορεάτες στρατιώτες συμμετέχουν στις μάχες στο πλευρό της Ρωσίας στην Ουκρανία, η Μόσχα περιορίστηκε στην καταδίκη κατά τη διάρκεια της 12ήμερης πολεμικής σύρραξης Ιράν–Ισραήλ, την οποία ο Σαζίν χαρακτήρισε «ουδέτερη στάση».
Ο ερευνητής Αλεξέι Ζαχάροφ δήλωσε πως η Μόσχα επιδιώκει ισορροπία στις σχέσεις της με όλους τους παίκτες της περιοχής και ότι η Τεχεράνη δεν θέλει να εμπλακεί στον πόλεμο της Ουκρανίας.
Παρότι η αμυντική συνεργασία Ιράν–Ρωσίας μπορεί να είναι βαθύτερη από ό,τι φαίνεται, τα διαθέσιμα δημόσια στοιχεία είναι αντιφατικά. Δεν είναι σαφές αν τελικά προχώρησε η αγορά ρωσικών μαχητικών ή αν η Τεχεράνη επέλεξε την Κίνα.
Το Ιράν ανάμεσα σε φίλους και εχθρούς
Ακόμη κι αν η Τεχεράνη στραφεί στην Κίνα, είναι μάλλον απίθανο το Πεκίνο να διακόψει τις σχέσεις του με το Ισραήλ, τις οποίες χαρακτηρίζει «ολιστική καινοτόμα εταιρική σχέση». Όπως η Ρωσία διατηρεί «εργασιακές σχέσεις» με το Ισραήλ, έτσι και η Κίνα επενδύει στους δεσμούς της με τον σημαντικότερο σύμμαχο των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή.
Ο αναλυτής Άλι Ρεζά Τακαβί-Νια επισήμανε ότι, παρότι Ρωσία και Κίνα έχουν συμφέροντα και με το Ισραήλ, η Τεχεράνη δεν έχει άλλη επιλογή από το να ενισχύσει τους δεσμούς της μαζί τους. Όπως είπε, η Κίνα εξαρτάται από το ιρανικό πετρέλαιο και χρειάζεται σταθερές πηγές ενέργειας.
Ωστόσο, προειδοποίησε πως «η Ισλαμική Δημοκρατία δεν πρέπει να αναμένει 100% στρατηγική σχέση, γιατί Κίνα και Ρωσία έχουν συμφέροντα και με τους αντιπάλους του Ιράν».
Το δίλημμα της Τεχεράνης
Παρά την ανακήρυξη “νίκης” από το Ιράν και το Ισραήλ μετά τον πρόσφατο 12ήμερο πόλεμο, η Τεχεράνη υπέστη σοβαρές ζημιές: ζημιές σε πυρηνικές εγκαταστάσεις, απώλειες σε προσωπικό και σε εξοπλισμό αεράμυνας και πυραύλων. Επιπλέον, ο «άξονας της αντίστασης» –το δίκτυο των φιλοϊρανικών παραστρατιωτικών– έχει αποδυναμωθεί σημαντικά.
Η απουσία ρωσικής στρατιωτικής υποστήριξης, σε συνδυασμό με την επίγνωση ότι η ρωσική τεχνολογία υπολείπεται της δυτικής, στρέφει το βλέμμα της Τεχεράνης στο Πεκίνο.
Ο Αλί Βάεζ, διευθυντής του Project Iran στην International Crisis Group και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Τζορτζτάουν, σημείωσε: «Το Ιράν πρέπει να αποφασίσει αν θα συνοδεύσει την αναθεώρηση της στρατηγικής του με αλλαγή συμπεριφοράς που να καθησυχάζει την Κίνα και να ανοίγει νέες προοπτικές».
Όπως χαρακτηριστικά είπε: «Η Κίνα θεωρεί το Ιράν υπερβολικά προβληματικό. Αν η Τεχεράνη περιορίσει τους κινδύνους, το Πεκίνο ενδέχεται να δείξει μεγαλύτερη προθυμία για εμβάθυνση της στρατιωτικής συνεργασίας».