Ο καθηγητής Κοινωνικοοικονομικής και μέλος του γερμανικού Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων, Άχιμ Τρούγκερ, εξηγεί στο euronews γιατί πρέπει να αναθεωρηθεί το «φρένο χρέους»
Από υπέρμαχος της δημοσιονομικής πειθαρχίας, υπερασπιστής των δημόσιων δαπανών και της χαλαρής δημοσιονομικής πολιτικής.
Το αίτημα για αλλαγή παραδείγματος στη Γερμανία γίνεται όλο και πιο δημοφιλές καθώς η χώρα βυθίστηκε για δεύτερη συνεχή χρονιά σε ύφεση, το 2024, και οδηγείται στις πιο κρίσιμες ίσως εκλογές της πρόσφατης ιστορίας της.
Όλο και περισσότεροι οικονομολόγοι και πολιτικοί υιοθετούν το αίτημα για συνταγματική αναθεώρηση του «φρένου χρέους», της διάταξης που απαιτεί ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς σε ομοσπονδιακό επίπεδο και στα γερμανικά κρατίδια.
Μεταξύ αυτών και το κυρυφαίο συμβουλευτικό όργανο για την οικονομική πολιτική, το γερμανικό Συμβούλιο Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων.
Όπως εξήγησε στο euronews ο Άχιμ Τρούγκερ (Achim Truger), καθηγητής Κοινωνικοοικονομικής και μέλος του γερμανικού Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων, οι περισσότεροι οικονομολόγοι στη Γερμανία υποστηρίζουν τώρα μία πιο χαλαρή δημοσιονομική πολιτική προκειμένου η χώρα να βγει από τη στασιμότητα και να αρχίσει να ανακάμπτει πραγματικά.
«Το Συμβούλιο Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων ήταν, μέχρι τώρα, επικριτικό και αρκετά συντηρητικό δημοσιονομικά, τουλάχιστον αυτή ήταν η θέση της πλειοψηφίας» μας είπε. «Αλλά πλέον, θα έλεγα ότι έχουμε πλησιάσει στη διεθνή τάση της οικονομικής επιστήμης και αυτή υποστηρίζει ότι υπάρχουν απολύτως λογικές χρήσεις του δημόσιου χρέους.
Κάναμε κάποιες προσομοιώσεις και διαπιστώσαμε ότι -με τις προβλέψεις που υπάρχουν σήμερα για το φρένο χρέους- είναι πολύ “σφιχτό”.
Σύμφωνα με τα κριτήρια του Μάαστριχτ, σήμερα έχουμε επίπεδο χρέους περίπου στο 63%- 64% του ΑΕΠ. Αν συνεχίσουμε με το ίδιο φρένο χρέους, τότε θα πάμε πολύ πιο κάτω, ακόμη και λαμβάνοντας υπόψη κρίσεις και την χρήση της ρήτρας έκτακτης ανάγκης. Έτσι το χρέος θα κατέβει κάτω από το 40%, ίσως κοντά στο 30%. Και αυτό είναι πάρα πολύ αυστηρό.
Ως εκ τούτου, υπάρχει περιθώριο να αυξήσουμε το όριο του ελλείμματος που έχουμε.
Επίσης, υπάρχει η απόφαση του συνταγματικού δικαστηρίου, η οποία λέει ότι για κάθε χρόνο χρήσης της ρήτρας έκτακτης ανάγκης, θα πρέπει να καλυφθεί ξανά η ρήτρα έκτακτης ανάγκης, κάτι που μπορεί να είναι πολιτικά πολύ δύσκολο.
Χρειαζόμαστε, λοιπόν, μια μεταβατική περίοδο κατά την οποία θα μπορούμε να επιστρέψουμε σιγά-σιγά στα όρια του ελλείμματος μετά την κρίση.»
Υπάρχει πολιτική συναίνεση για την πρόταση του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων;
«Δεν υπάρχει πολιτική συναίνεση. Βρισκόμαστε στη μέση μιας μεγάλης προεκλογικής εκστρατείας. Αλλά βλέπω ότι υπάρχει συναίνεση μεταξύ των οικονομικών εμπειρογνωμόνων. Οι οικονομολόγοι που θέλουν οπωσδήποτε να διατηρηθεί το φρένο χρέους είναι σίγουρα μειοψηφία.
Πολιτικά, το Κόμμα των Πρασίνων και οι Σοσιαλδημοκράτες στα προεκλογικά τους προγράμματα ζητούν τη μεταρρύθμιση του φρένου χρέους, για το καλό του πολιτισμού και προκειμένου να χρηματοδοτηθούν οι δημόσιες επενδύσεις. Στην άλλη πλευρά του φάσματος, οι Χριστιανοδημοκράτες και οι Ελεύθεροι Δημοκράτες λένε ότι θέλουν να παραμείνουν στο φρένο χρέους. Αλλά αν κάνουμε μερικά βήματα πίσω -πριν από την προεκλογική εκστρατεία-, τότε υπήρχαν ενδείξεις από ορισμένους πρωθυπουργούς ομοσπονδιακών κρατιδίων που ελέγχονται από τους Χριστιανοδημοκράτες, οι οποίοι είχαν ήδη δηλώσει ότι θα χρειάζονταν μια μεταρρύθμιση του φρένου χρέους για να απαντήσουν σε όλα τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν.
Νομίζω ότι στη συμφωνία συνασπισμού που θα δούμε μετά τις εκλογές, είναι πολύ πιθανό να ληφθούν μέτρα για το χρέος. Το μόνο πρόβλημα είναι ότι χρειάζεται πλειοψηφία δύο τρίτων και στα δύο σώματα του κοινοβουλίου και ειδικά στην Μπούντεσταγκ. Αυτό μπορεί να είναι δύσκολο.
Αν κοιτάξετε τις δημοσκοπήσεις, τότε η πλειοψηφία που θα ταχθεί πιθανόν υπέρ μιας τέτοιας μεταρρύθμισης θα κερδίσει μεταξύ 60%-70%. Και χρειάζεται 67% για να περάσει, άρα θα είναι αρκετά οριακό.»
Σε περίπτωση που προχωρήσει αυτή η μεταρρύθμιση, αυτό σημαίνει αλλαγή παραδείγματος για τις γερμανικές πολιτικές με λιγότερη δημοσιονομική σύνεση και περισσότερες δαπάνες; Θα μπορούσε μια τέτοια αλλαγή πολιτικής από τη μεγαλύτερη ευρωπαϊκή οικονομία να επηρεάσει την υπόλοιπη ΕΕ; Και επιτρέψτε μου να προσθέσω σε αυτό.
«Σκανδαλώδης» η αντιμετώπιση της ελληνικής κρίσης χρέους
Θα μπορούσε να πυροδοτήσει μία αυτοκριτική σχετικά με τον τρόπο που αντιμετωπίστηκαν άλλες κρίσεις, όπως αυτή στην Ελλάδα, για παράδειγμα;
«Ο αυτοστοχασμός σχετικά με τη διαχείριση εκείνης της κρίσης θα ήταν σίγουρα απαραίτητος, νομίζω. Πάντα ασκούσα κριτική σε ό,τι έγινε στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες, αλλά κυρίως στην Ελλάδα. Ήταν, κατά την άποψή μου, σίγουρα σκανδαλώδες.»
Γιατί πιστεύετε ότι υπήρξε μια τόσο σκληρή αντιμετώπιση προς την Ελλάδα;
«Εκείνη την εποχή, οι αλλαγές παραδείγματος δεν είχαν συμβεί. Ήταν πραγματικά μια κατάσταση “κάνουμε και μαθαίνουμε”. Στην πορεία, ήταν δύσκολο να το παραδεχτεί κανείς. Αλλά αν κοιτάξετε τα αποτελέσματα και τη βαθιά οικονομική, κοινωνική και πολιτική κρίση -τη δημοκρατική κρίση στην πραγματικότητα- που ακολούθησε σε πολλές από τις ευρωπαϊκές χώρες και που εξακολουθεί να υπάρχει, τότε φυσικά, εκ των υστέρων, πρέπει να σας περάσει από το μυαλό ότι αυτό θα έπρεπε να είχε αντιμετωπιστεί εντελώς διαφορετικά.
Στη Γερμανία, τώρα, πολλοί Γερμανοί πολιτικοί ήταν πολύ υπερήφανοι για το “Μαύρο Μηδέν”, το οποίο πράγματι υπερ-εκπλήρωνε τις απαιτήσεις του φρένου χρέους.
Αλλά αυτό συνέβη επειδή μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση, η οικονομική ανάκαμψη στη Γερμανία ήταν πολύ γρήγορη, γίνονταν εξαγωγές όπως πάντα, και η ανάκαμψη ήταν πολύ γρήγορη και απροσδόκητη.
Στη συνέχεια, όταν χτύπησε η κρίση του ευρώ, θα μπορούσε να πάει στραβά ή στραβά και για τη Γερμανία. Αλλά μετά το 2000- 2013, η ανάκαμψη συνεχίστηκε και η γερμανική οικονομία αναπτύχθηκε. Ήταν μια πολύ, πολύ επιτυχημένη περίοδος. Και είναι εύκολο σε μια τέτοια περίοδο υψηλής ανάπτυξης και υψηλής απασχόλησης να εκπληρώσεις οποιαδήποτε απαίτηση χρέους και οποιαδήποτε απαίτηση ελλείμματος.
Φυσικά, τότε πολλοί πολιτικοί και πολλοί οικονομολόγοι ήθελαν να πιστεύουν ότι όλα αυτά οφείλονται στην καλή πολιτική και στη δημοσιονομική σύνεση ή οτιδήποτε άλλο, αλλά στην πραγματικότητα ήταν απλώς η πολύ, πολύ ισχυρή ανάπτυξη και η υψηλή αύξηση της απασχόλησης.
Σε μια τέτοια κατάσταση, ήταν δυνατόν να εκπληρωθεί και μάλιστα να υπερ-εκπληρωθεί το φρένο χρέους. Ταυτόχρονα, όμως, γινόταν όλο και πιο ξεκάθαρο ότι οι δημόσιες επενδύσεις υπέφεραν.Υπήρχαν μεν αυξήσεις στις δημόσιες επενδύσεις, αλλά δεν ήταν αρκετές για να καλύψουν τις απαιτήσεις.
Σίγουρα υπάρχουν πολλά παραδείγματα όπου οι κυβερνήσεις το παράκαναν με τα δημόσια χρέη και τις δαπάνες και σίγουρα η Ελλάδα πριν από την κρίση είναι ένα τέτοιο παράδειγμα. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να χειριστείτε την κρίση όπως έγινε
Από την άλλη, η Γερμανία υπο-δαπανούσε και το παράκανε προς την άλλη κατεύθυνση. Και τώρα υποφέρουμε από υποδομές που είναι πραγματικά υποβαθμισμένες. Θα μπορούσα να σας πω για τις καθυστερήσεις στις υπηρεσίες των τρένων, που κάποτε ήταν πολύ σπάνιες στη Γερμανία. Εγώ προσωπικά ταξιδεύω μεγάλες αποστάσεις με το τρένο και μπορώ να σας πω ότι σχεδόν κάθε δεύτερο τρένο έχει καθυστέρηση και όχι μόνο για πέντε λεπτά- κάποιες φορές για ώρες. »
Γιατί δεν δουλεύει πια το γερμανικό μοντέλο
Γιατί η γερμανική συνταγή, που δούλευε μέχρι πριν από λίγα χρόνια, δεν δουλεύει πια;
«Υπάρχουν πολλοί παράγοντες. Αυτή τη στιγμή, δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι για το τι ακριβώς κρύβεται πίσω από την κρίση.
Σίγουρα, όμως, η Γερμανία χτυπήθηκε από την πανδημία του Covid 19, ως οικονομία που βασίζεται πολύ στη βιομηχανία. Χρειαζόμασταν τις διεθνείς αλυσίδες εφοδιασμού, οι οποίες έσπασαν και ανέκαμψαν με πολύ μεγάλη καθυστέρηση. Και αυτό κράτησε τη γερμανική βιομηχανία χαμηλά και έτσι η ανάκαμψη καθυστέρησε.
Οι χώρες με μεγαλύτερη αναλογία υπηρεσιών και με τουρισμό είχαν μια βαθιά πτώση της οικονομικής δραστηριότητας, αλλά μια ισχυρή ανάκαμψη μετά την πανδημία.
Αυτή ήταν η διαφορά.
Επίσης, η γερμανική βιομηχανία είναι ιδιαίτερα ενεργοβόρα. Αυτό σήμαινε ότι το σοκ των τιμών της ενέργειας -λόγω του φρικτού πολέμου που εξαπέλυσε η Ρωσία εναντίον της Ουκρανίας-,χτύπησε τη Γερμανία πολύ έντονα.
Αυτή είναι η κατάσταση τα δύο- τρία χρόνια μετά την πανδημία. Είχαμε δύο χρόνια ύφεσης και δεν είναι σίγουρο ότι θα δούμε θετική ανάπτυξη φέτος.»
Ποιες είναι οι προβλέψεις σας για το 2025;
«Όλες οι προβλέψεις από τα μέσα Νοεμβρίου κάνουν λόγο για ανάπτυξη 0,4%, το οποίο δεν αποτελεί πραγματική ανάκαμψη, εξακολουθεί να σημαίνει στασιμότητα.
Αιτία είναι ότι η ιδιωτική κατανάλωση δεν έχει ανακάμψει και αυτό είναι ασυνήθιστο επειδή η αύξηση του πραγματικού εισοδήματος έχει ήδη ανακάμψει. Θα έπρεπε να βλέπαμε μια αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης. Αλλά δεν τη βλέπουμε. Είναι προφανώς η αβεβαιότητα που αντιμετωπίζει ο κόσμος. Και προφανώς, το σοκ του πληθωρισμού εξακολουθεί να υφίσταται.
Το δεύτερο σημείο είναι ότι οι εξαγωγές -που είναι συνήθως ο παράγοντας που θα οδηγήσει τη γερμανική οικονομία στην έξοδο από την κρίση- θα έπρεπε να έχουν ανακάμψει δεδομένης της εξέλιξης της παγκόσμιας οικονομίας. Και αυτό δεν συμβαίνει.
Το ερώτημα είναι γιατί γίνεται αυτό; Υπάρχουν διάφοροι παράγοντες.
Ο ένας είναι η ανταγωνιστικότητα των τιμών. Οι τιμές της ενέργειας είναι υψηλότερες.
Αλλά το δεύτερο και μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ότι η δομή των γερμανικών εξαγωγών (πρόκειται για μηχανές και εξοπλισμό). Αν οι επενδύσεις είναι χαμηλές σε παγκόσμιο επίπεδο, τότε η παγκόσμια οικονομία δεν εξυπηρετεί τις γερμανικές εξαγωγές.
Επίσης, υπάρχει το ενδεχόμενο ενός δεύτερου «σοκ από την Κίνα».
Η κινεζική βιομηχανία, που στηρίζεται στις επιδοτήσεις, έχει γίνει ιδιαίτερα ανταγωνιστική σε αγορές όπου συνήθως κυριαρχούσε η Γερμανία. Και αυτό ισχύει τόσο εντός της Κίνας όσο και σε άλλες αγορές.
Το μεγάλο ερώτημα είναι αν θα δούμε τελικά μια ανάκαμψη ή μήπως αυτή είναι η αρχή μιας πιο μακροπρόθεσμης κρίσης.»
Ποια είναι η δική σας εκτίμηση;
«Νομίζω ότι το γερμανικό μοντέλο βρίσκεται υπό πίεση. Εκτός από τα προβλήματα με τις υποδομές και τις χαμηλές δαπάνες για δημόσιες επενδύσεις, αν υπάρξει ένα διαρθρωτικό σοκ και όλα πρέπει να αναδιαταχθούν, τότε προφανώς χρειάζεται ανάπτυξη της εγχώριας οικονομίας για να αντισταθμίσει τις απώλειες στις εξωτερικές αγορές. Και αυτός είναι ένας ακόμα λόγος που χρειάζεται μια πιο χαλαρή δημοσιονομική πολιτική- για τον κυκλικό λόγο και για την τόνωση της οικονομίας. Αν τα πάντα συρρικνώνονται, τότε πρόκειται για μια διαρθρωτική αλλαγή μέσα στην κρίση, η οποία είναι δύσκολη.
Αλλά αν αναπτυσσόμαστε και κάποιοι τομείς μπορούν πραγματικά να αναπτυχθούν, η μετάβαση για διαρθρωτική αλλαγή είναι πολύ πιο ομαλή. »
Εάν η οικονομία της Γερμανίας χάνει τη δυναμική της, ποια θα πρέπει να είναι η αντίδραση των άλλων μελών της ΕΕ;
«Δεν νομίζω ότι μια οποιαδήποτε μεμονωμένη χώρα μπορεί να κάνει πολλά.
Αυτό που πραγματικά με ανησυχεί είναι ότι η Γαλλία δυσκολεύεται να ανταποκριθεί στους δημοσιονομικούς κανόνες της ΕΕ και να μειώσει το έλλειμμα ενώ η οικονομία της βρίσκεται σε κακή κατάσταση. Αυτό είναι ένα επιπλέον βάρος για την οικονομία της Ευρωζώνης.
Άλλες χώρες, όπως η Αυστρία, είναι έτοιμες να εισέλθουν σε μια περίοδο αυστηρής εξυγίανσης. Έτσι μπορεί πραγματικά η Ευρωζώνη στο σύνολό της να υποφέρει.
Και αν η Ελλάδα αυτή τη φορά είναι τυχερή, μπορέσει να ξεφύγει και συνεχίσει να αναπτύσσεται, είμαι χαρούμενος γι' αυτό.
Αλλά οι προοπτικές για τη Γερμανία και τη Ζώνη του Ευρώ δεν είναι πολύ καλές, διότι πολλά από τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η γερμανική βιομηχανία είναι κοινά με πολλές χώρες της Ευρωζώνης.»
Τι σας προβληματίζει τώρα περισσότερο; Οι γερμανικές εκλογές ή η νέα κυβέρνηση Τραμπ;
«Είναι πολύ δύσκολο να φανταστεί κανείς τι θα κάνει ο Τραμπ. Κάποια από τα πράγματα που είπε ο ίδιος ή κάποιοι από τους λεγόμενους συμβούλους του είναι, νομίζω, πολύ, πολύ ανησυχητικά.
Αν πραγματικά αυξήσει τους δασμούς και αν μπούμε σε εμπορικό πόλεμο, τότε, αυτό θα είναι επιζήμιο για τις περισσότερες οικονομίες και σίγουρα πολύ επιζήμιο για τη γερμανική οικονομία, καθώς είμαστε εξαρτώμενοι από τις εξαγωγές.
Η ΕΕ θα πρέπει, προφανώς, να ανταποδώσει. Χρειάζεστε μια κοινή απάντηση σε αυτή την πολιτική.»
Τι είναι το «φρένο χρέους»
Το φρένο χρέους έγινε νομικά δεσμευτικό για την ομοσπονδιακή κυβέρνηση της Γερμανίας το 2016 και για τα κρατίδια το 2020. Το 2014, ο τότε ομοσπονδιακός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε (CDU) ήταν ήδη σε θέση να παρουσιάσει έναν ισοσκελισμένο προϋπολογισμό για πρώτη φορά μετά από 45 χρόνια. Ο όρος «μαύρο μηδέν» (black zero) επινοήθηκε για να σηματοδοτήσει το επίτευγμα του Σόιμπλε και έγινε πολιτικό σλόγκαν, επειδή οι δαπάνες και τα έσοδα εξισορροπήθηκαν μεταξύ τους.
Ωστόσο, το φρένο χρέους δεν είναι απόλυτο, τουλάχιστον όχι για την ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Ενώ η απόλυτη απαγόρευση του χρέους ισχύει για τα ομόσπονδα κρατίδια, για την ομοσπονδιακή κυβέρνηση επιτρέπεται ο καθαρός δανεισμός να ανέρχεται το πολύ στο 0,35% του ΑΕΠ.