Newsletter Newsletters Events Εκδηλώσεις Ποντάκαστ Βίντεο Africanews
Loader
Διαφήμιση

Δημήτρης Σωτάκης: «Το γράψιμο είναι μια φοβερή και παράλληλα ηδονική αγγαρεία»

Δημήτρης Σωτάκης
Δημήτρης Σωτάκης Πνευματικά Δικαιώματα  Φραγκούλης Καραγιαννόπουλος
Πνευματικά Δικαιώματα Φραγκούλης Καραγιαννόπουλος
Από Γιώργος Μητρόπουλος
Δημοσιεύθηκε ανανεώθηκε πριν
Κοινοποιήστε το άρθρο Σχόλια
Κοινοποιήστε το άρθρο Close Button

Ο πολυμεταφρασμένος συγγραφέας μας μιλά για το καινούργιο του βιβλίο «Η πικρή αλήθεια», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος

ΔΙΑΦΉΜΙΣΗ

Το ραντεβού με τον Δημήτρη Σωτάκη ήταν μια Δευτέρα πρωί στο καφέ ενός ξενοδοχείου. Η αφορμή ήταν το νέο του βιβλίο «Η πικρή αλήθεια», που κυκλοφόρησε πριν από λίγους μήνες από τον Κέδρο, αλλά και η βράβευσή του από την Γαλλική Ακαδημία με το Βραβείο «Μεσόγειος – Ξένη Λογοτεχνία» (Prix Méditerranée Étranger 2025) για το προηγούμενο βιβλίο του «Μισή Καρδιά», που έχει μεταφραστεί στα γαλλικά. Με το ίδιο βραβείο έχουν τιμηθεί στο παρελθόν ο Αντόνιο Ταμπούκι, ο Άμος Οζ, ο Ουμπέρτο Έκο και οι «δικοί μας» Έρση Σωτηροπούλου και Δημήτρης Στεφανάκης.

Τα βιβλία του Δημήτρη Σωτάκη έχουν μεταφραστεί σε πάνω από 11 γλώσσες και ο ίδιος ταξιδεύει συχνά στο εξωτερικό για την προώθησή τους, αλλά και για προσωπικούς λόγους. Η κουβέντα μας ξεκίνησε – και ολοκληρώθηκε- από την Κίνα, τον μεγάλο του έρωτα τα τελευταία 20 χρόνια, την οποία έχει επισκεφθεί αρκετές φορές. Το τελευταίο του ταξίδι ήταν στο Πεκίνο, πριν μόλις ένα μήνα, για τις ανάγκες ενός λογοτεχνικού συνεδρίου και τις σχέσεις ελληνικής και κινεζικής λογοτεχνίας.

Τα τελευταία 15 χρόνια διδάσκει μάλιστα κινεζικά σε σταθερή βάση και είναι ένας από τους ελάχιστους Έλληνες που γνωρίζουν τόσο καλά τη γλώσσα, που όμως και ο ίδιος ομολογεί, είναι μια γλώσσα που δεν τελειώνει ποτέ και δεν μαθαίνεις ποτέ. Οπότε δεν σταματά να μαθαίνει και να ανακαλύπτει νέα πράγματα. Ο ίδιος μεταφράζει μάλιστα κινεζική λογοτεχνία στα ελληνικά, αλλά δεν είναι κάτι που το απολαμβάνει, καθώς δεν είναι και ο μεγαλύτερος φαν αυτής της μεταφραστικής εργασίας.

Η πικρή αλήθεια
Η πικρή αλήθεια Δημήτρης Σωτάκης

Στην Πικρή Αλήθεια, μια τετραμελής οικογένεια, ο Πο, η Μαρία και τα δυο τους παιδιά, φτάνει στο αγαπημένο τους ξενοδοχείο, όπου τα τελευταία χρόνια περνούν τις καλοκαιρινές τους διακοπές. Όμως αυτή τη φορά κάτι δεν πηγαίνει καλά, αφού κανείς από το προσωπικό του ξενοδοχείου και τους υπόλοιπους τακτικούς επισκέπτες δεν τους αναγνωρίζει.Τι κρύβεται πίσω από αυτή την παράξενη συμπεριφορά; Έντρομοι προσπαθούν να το ανακαλύψουν. Μα όσο πιο βαθιά αναζητούν την αλήθεια, τόσο έρχονται αντιμέτωποι με δεκάδες ερωτήματα σχετικά με την ίδια τους τη ζωή.

Η ωραία συζήτηση που ακολουθεί, μπαινοβγαίνει στη λογοτεχνία και στα προσωπικά ενδιαφέροντα του Δημήτρη Σωτάκη, στο μυθιστορηματικό σύμπαν και στον κόσμο του ίδιου του συγγραφέα. Είναι ένας απολαυστικός συνομιλητής, που δεν σταματά δευτερόλεπτο να ενδοσκοπείται και να ψυχαναλύεται, να θέτει κάτι και ταυτόχρονα να το αμφισβητεί, να προσπαθεί να βρει μια ισορροπία στη ζωή και να ημερέψει με κάποιο τρόπο τη ματαιότητά της.

Ποια είναι η αφορμή για να κάτσεις και να γράψεις ένα καινούργιο μυθιστόρημα; Πότε αισθάνεσαι ότι έχει έρθει η ώρα για ένα νέο βιβλίο;

Καταρχάς, σωστά τελείωσες την ερώτησή σου, διότι όντως το ήρθε η ώρα είναι μια σημαντική παράμετρος. Δηλαδή έχω την εντύπωση ότι υπάρχει πια ένας φυσικός ρυθμός του κόσμου, μία εσωτερική ταχύτητα που όντως στη δική μου περίπτωση, κάθε δύο χρόνια, ας πούμε, πάνω κάτω, κινητοποιούμαι εσωτερικά και γράφω ένα νέο μυθιστόρημα. Ενώ, όταν τελειώνω ένα βιβλίο, αυτό που λέω στον εαυτό μου είναι ότι δεν θα ξαναγράψω ποτέ στη ζωή μου. Μέχρι εδώ ήτανε. Μετά αρχίζει πάλι και σε τρώει το μικρόβιο. Γιατί το γράψιμο είναι μια φοβερή και παράλληλα ηδονική αγγαρεία. Οπότε ναι, κάθε δύο χρόνια έρχεται η ώρα για να γράψω ξανά. Παλαιότερα, δηλαδή μέχρι και πριν 7-8 χρόνια, ίσως και λίγο περισσότερο, η αφορμή για να γράψω, ήτανε απλά μια ιστορία. Μια ιστορία που θα μου πεις εσύ ή που θα ακούσω και θα εμπνευστώ. Σιγά σιγά, αυτό έχει μετατοπιστεί. Δηλαδή δεν είναι πλέον η ιστορία ο κύριος άξονας, αλλά κάτι που εγώ θέλω να πω. Θέλω να μιλήσω για παράδειγμα για την προδοσία, για τη φιλία, την κατάθλιψη. Αρχίζω και χτίζω λοιπόν πάνω σε αυτή την παράμετρο. Χτίζω μια ολόκληρη ιστορία, ως όχημα για να μιλήσω για αυτό το ζήτημα. Δεν θα πω αυτό με απασχολεί, ουρλιάζοντας ή λέγοντάς το σε μια παράγραφο. Για να πω κάτι, το όχημά μου είναι μια ιστορία που ξεδιπλώνεται μπροστά σου.

Δημήτρης Σωτάκης
Δημήτρης Σωτάκης Φραγκούλης Καραγιαννόπουλος

Περίγραψέ μου αυτή τη διαδικασία της συγγραφής. Γιατί τη χαρακτηρίζεις μια φοβερή και παράλληλα ηδονική αγγαρεία;

Μετά από τόσα χρόνια και τόσα πολλά βιβλία, παρόλο που όλη αυτή η διαδικασία έχει αποκτήσει μια συνοχή μέσα μου, δηλαδή το κάνω συστηματικά, το κάνω πολύ φυσικά, χωρίς να το σκέφτομαι, γιατί έχει γίνει τόσες φορές που πια δεν είναι και τόσο μεταφυσικό, ωστόσο, δοκιμάζω πάντα το συναίσθημα ενός βασάνου, ενός μαρτυρίου για το πώς θα επιστρέψω πάλι σε αυτό. Γράφεις μια νύχτα, πάει τέσσερις το πρωί, είσαι χωμένος μέσα σ’ αυτό και είναι τόσο εξαντλητικό. Βγαίνεις να πιεις ένα ποτό την επόμενη μέρα και δεν θέλεις να γράψεις ξανά. Μετά όμως, όσο περνούν οι ώρες, αρχίζει και σε τρώει. Ανυπομονείς να γυρίσεις πάλι. Είναι πολύ παράξενο όλο αυτό. Είναι αγγαρεία, υπό την έννοια ότι το γράψιμο δεν σε αφήνει ποτέ στην πραγματικότητα να ηρεμήσεις. Σε τρώει. Δεν σε αφήνει να πραγματοποιήσεις αυτό ακριβώς που είχες στο κεφάλι σου. Γιατί δεν μπορεί να μεταφερθεί ακριβώς η πρώτη γραφή, όλο αυτό το βάσανο. Είναι μια παράξενη και γλυκιά διαδικασία. Επιστρέφεις σε αυτή γιατί μάλλον κάτι γίνεται και γίνεται συνέχεια πια, μετά από τόσα χρόνια. Οπότε είναι πλέον μια κανονικότητα.

Σε απασχολεί ο αναγνώστης εκ των προτέρων; Υπάρχει κάποιος απέναντί σου με τον οποίο συνομιλείς και μοιράζεσαι τις ιδέες σου για το βιβλίο σου;

Δεν σκέφτομαι κάποιον απέναντί μου. Εντάξει, υπάρχει ένας αόρατος αναγνώστης, που ίσως πληροί κάποιες προδιαγραφές, που εγώ θα ήθελα κατά κάποιον τρόπο να υπάρχουν. Αλλά και πάλι αυτό είναι ένα παιχνίδι περισσότερο από εμένα προς εμένα. Δεν είναι ρεαλιστικό. Ωστόσο, ναι θα ήθελα ο εν δυνάμει αναγνώστης να μπορέσει να απολαύσει την πραγματικότητα, γιατί εγώ πιστεύω ότι αν η τέχνη δεν είναι απολαυστική, δεν έχει λόγο ύπαρξης. Δεν μου αρέσει καθόλου ο αφόρητος ακαδημαϊσμός, που δεν έχει αρχή, μέση και τέλος. Θέλω η τέχνη, σε κάθε μορφή της, να είναι απολαυστική. Δηλαδή ακόμη και ένας έφηβος να μπορεί να τον καθηλώσει ένα έργο και να γουστάρει που βρίσκεται εκεί, οπουδήποτε. Οπότε ναι, θέλω ο αναγνώστης να καταλάβει, να αφουγκραστεί τη δική μου ψυχολογία, τη δική μου αίσθηση, την ώρα που έγραφα. Φυσικά αυτό που λέγεται, το στερεότυπο που είναι όμως αληθινό ότι ο κάθε αναγνώστης διαβάζει ένα διαφορετικό βιβλίο, είναι αλήθεια τελικά. Δεν είναι απλά σχήμα λόγου. Είναι αλήθεια και έχει πλάκα αυτό, γιατί ακούς πολλά σχόλια, όταν πηγαίνεις στις παρουσιάσεις των βιβλίων σου. Πολλές φορές με ρωτούν την άποψή μου για το βιβλίο. Δεν είμαι βέβαιος. Η άποψή μου δεν είναι περισσότερο αξιόπιστη, από οποιουδήποτε αναγνώστη. Γιατί το βιβλίο, όταν φύγει από σένα, τραβάει στη συνέχεια το δικό του δρόμο και ο καθένας το βλέπει από μια πολύ διαφορετική οπτική γωνία. Συνεπώς δεν είμαι βέβαιος τι βλέπει ο καθένας.

Η «Μισή Καρδιά» κέρδισε το Βραβείο «Μεσόγειος – Ξένη Λογοτεχνία» (Prix Méditerranée Étranger 2025)
Η «Μισή Καρδιά» κέρδισε το Βραβείο «Μεσόγειος – Ξένη Λογοτεχνία» (Prix Méditerranée Étranger 2025) Δημήτρης Σωτάκης

Το γράψιμο είναι περισσότερο επάγγελμα, χόμπι ή πάθος για εσένα; Πως το βλέπεις;

Ίσως όλα αυτά με διαφορετική σειρά (γέλια). Ειδικά στη χώρα που βρισκόμαστε. Εγώ θέλω και διεκδικώ να είμαι επαγγελματίας συγγραφέας. Εκδίδω τη δουλειά μου σε πάρα πολλές χώρες. Είναι πολύ σημαντικό κομμάτι της ύπαρξής μου. Προσπαθώ να κάνω εδώ, όσο καλύτερα μπορώ αυτό που κάνω. Να προσέχω τα πάντα γύρω από το βιβλίο: το εξώφυλλό του, το στήσιμό του, την πρόθεση που θα έχει, τους ανθρώπους που θα ασχοληθούν με αυτό. Οι Έλληνες συγγραφείς είναι πολύ δύσκολο πραγματικά να ζούμε από αυτό. Δηλαδή θα πρέπει να το παλέψουμε λίγο, γιατί παρόλο που η χώρα έχει μια ιστορία, αυτό το κομμάτι έχει όντως μεγάλο πρόβλημα.

Το θέμα είναι επίσης ότι οι Έλληνες δεν διαβάζουν.

Αυτό είναι τεράστιο θέμα. Από την άλλη πλευρά, να ξέρεις ότι υπάρχουν βιβλιοφάγοι, που συντηρούν την αγορά. Άμα δεις σε νούμερα, τα βιβλία που βγαίνουν, είναι πάρα πολλά. Δηλαδή όλοι γκρινιάζουν, αλλά βγαίνουν εκατοντάδες βιβλία από τους εκδοτικούς οίκους. Όσο να ’ναι, είναι παράδοξο με όλη αυτή την γκρίνια από πίσω. Ωστόσο, ναι, οι Έλληνες τώρα, κακά τα ψέματα, δεν διαβάζουν και όχι μόνο. Ξέρω κόσμο, ειδικά τα πιτσιρίκια, που δεν ξέρουν το βιβλίο ως μέσο. Είναι αδιανόητο. Αλλά εγώ είμαι έτοιμος για μια τέτοια κατάσταση. Δηλαδή μου φαίνεται πολύ αλλόκοτο, αλλά το έχω δει, το καταλαβαίνω. Εγώ βλέπω το γράψιμο ως επάγγελμα, αλλά είναι σαφές ότι δεν μπορώ να ζήσω αποκλειστικά από αυτό. Γι’ αυτό πρέπει να κάνω και περιφερειακά πράγματα. Αλλά όντως είμαι αισιόδοξος. Θέλω να πιστεύω ότι κάπως θα βγούμε από αυτό. Θεωρώ ότι οι επίσημοι φορείς πρέπει να το υποστηρίξουν. Η στρατηγική για το ελληνικό βιβλίο στο εξωτερικό είναι ανύπαρκτη. Είναι ένα χάος. Επειδή ταξιδεύω πάρα πολύ, αν δεις τι γίνεται εκτός, και δεν αναφέρομαι στη Γαλλία, την Αγγλία και τη Γερμανία, αν δεις τις βαλκανικές χώρες και την Τουρκία, είναι πολύ οργανωμένες στο χώρο του βιβλίου και δίνουν πολλά χρήματα, έχοντας σχέδιο.

Ας επιστρέψουμε σε σένα και τα βιβλία σου. Γιατί σου αρέσει τόσο πολύ η λογοτεχνία του φαντασιακού;

Γενικά μου αρέσει το φαντασιακό, πέρα από τη λογοτεχνία. Μου αρέσει η απόδραση από την πραγματικότητα. Δεν είναι μόνο λόγω της ιδιότητάς μου ως συγγραφέα. Μου αρέσει να μου διηγηθείς μια ιστορία που θα έχει απρόσμενη εξέλιξη. Μου αρέσει το υπερβατικό, αλλά δεν γράφω για εξωγήινους. Γράφω για εμάς τους ανθρώπους, για αυτό που είμαστε, για το πώς είμαστε, για το κυνήγι της ευτυχίας του σύγχρονου ανθρώπου, γι’ αυτό που βιώνω κάθε μέρα. Δεν με ενδιαφέρει το ρεαλιστικό. Είναι κατ’ επίφαση πραγματικό.

Δημήτρης Σωτάκης
Δημήτρης Σωτάκης Φραγκούλης Καραγιαννόπουλος

Το αλλόκοτο και το παράδοξο είναι βασικό στοιχείο στα μυθιστορήματά σου. Μοιάζει σαν κεντρικός άξονας της συγγραφικής δουλειάς σου. Γιατί είναι τόσο ουσιαστικό για σένα και πώς λειτουργεί μέσα στο μυθιστόρημα;

Δεν είναι επιλογή. Δεν ξεκινάω με αυτά τα όπλα, θεωρώντας ότι θα τα χρησιμοποιήσω εμμονικά. Απλά οι ιστορίες που δημιουργώ, αν τις τοποθετήσω σε ένα άλλο πλαίσιο, θα χάσουν το ειδικό τους βάρος. Άμα τους βγάλω το παράδοξο, αν τους αφαιρέσω το αλλόκοτο και είναι απλά μια ιστορία με αρχή, μέση και τέλος, αυτό δεν θα έχει μέσα κάποια ηδονή, δεν θα έχει κάποια μαγεία. Είναι ακριβώς το αλλόκοτο που μπαίνει σε μια πραγματική συνθήκη, στην οποία δεν φαίνεται ότι θα μπει και γίνεται η έκρηξη. Είναι σαν να ετοιμάζεις ένα νόστιμο πιάτο. Αν ξεχάσεις να βάλεις κάποιο συγκεκριμένο συστατικό, μπορείς να χάσεις κάτι κραυγαλέα σημαντικό. Αν δεν μπει το στοιχείο του αλλόκοτου, του υπερβατικού, του μεταφυσικού στις δικές μου ιστορίες, χάνεται η μαγεία. Είναι κάτι απαραίτητο. Δεν λέω οκ ας το βάλω μέσα, για να γίνει το μπαμ. Αυτά είναι πολύ σημαντικά συστατικά στη λογοτεχνία μου.

Σου αρέσουν επίσης οι συμβολισμοί. Τι είναι αυτό που σε απασχόλησε στο συγκεκριμένο βιβλίο και πώς αξιοποίησες τους συμβολισμούς που χρησιμοποίησες;

Το θέμα που με απασχόλησε αυτή τη φορά, είναι η επιμονή μας και η ανάγκη μας να είμαστε ορατοί. Δηλαδή όλοι αυτό πασχίζουμε κάθε μέρα και αυτό είναι και ένα σχόλιο για τα social media, το οποίο δεν γίνεται να μην το κάνεις όταν είσαι μέσα, λίγο ή πολύ σε αυτά. Δηλαδή όλοι πασχίζουμε να φαινόμαστε, να είμαστε ορατοί. Όχι απλά ορατοί, να είμαστε και οι νικητές στα likes, στις αντιδράσεις, στα views. Αυτό έχει λίγο πλάκα, αλλά είναι και κάπως τρομακτικό, επικίνδυνο και λίγο μάταιο. Όλα αυτά μαζί. Αυτή η ανάγκη μας να είμαστε ορατοί, ότι «Κοίτα είμαι εδώ!» ήταν η πρώτη σπίθα για να γραφτεί αυτό το βιβλίο. Όσο ξεδιπλώνεται η ιστορία αυτής της οικογένειας που καταφθάνει σε ένα ξενοδοχείο, θα αρχίσει σταδιακά να γίνεται πολύ θλιβερή, διότι πλέον γίνεται μια ιστορία επιβίωσης. Οι άνθρωποι ξέρουν πια ότι το παιχνίδι έχει μάλλον χαθεί. Είναι μια ήττα όλο αυτό που τους συμβαίνει. Προσπαθούν να κρατηθούν από ένα λεπτό νήμα, που έχει γίνει πλέον η ζωή τους, η ύπαρξή τους. Παρά τον παραλογισμό που ζουν, προσπαθούν να κρατηθούν από τη λογική, να εκλογικεύσουν τα πράγματα, να βάλουν σε μια τάξη το χάος. Κάποια στιγμή δεν αντέχουν όμως, όπως δεν αντέχουμε κι εμείς και καταρρέουμε κάτω από όλο αυτό το βομβαρδισμό παράλογων πραγμάτων που συμβαίνουν γύρω μας.

Μοιράζεσαι αυτή την αγωνία της παρουσίας στο κόσμο, που έχει η οικογένεια στο βιβλίο σου; Ή έχει λυθεί αυτό το θέμα του λόγου ύπαρξης, της ματαιοδοξίας μέσω των βιβλίων σου;

Όχι! Εμένα μου αρέσει πάρα πολύ η ιδέα να ζω ανάμεσα σε ανθρώπους, σε μια ωραία ανθρώπινη κοινότητα και να περνάμε ωραία τον χρόνο μας. Nα ερωτεύομαστε, να κάνουμε φιλίες, να πίνουμε μαζί. Δηλαδή μ’ αρέσει πολύ μια τέτοια ανθρωπότητα. Εγώ βλέπω τον εαυτό μου μέσα σε αυτό κάπως τρυφερά. Δεν τον βλέπω ματαιόδοξα. Φιλόδοξα σαφώς. Ακόμα δουλεύω, γράφω, θέλω να ταξιδεύω. Τον βλέπω κάπως πιο παιδικά, πιο αθώα.

Δημήτρης Σωτάκης
Δημήτρης Σωτάκης Φραγκούλης Καραγιαννόπουλος

Το «Λάθος Νόημα», το μυθιστόρημα που εκτυλίσσεται παράλληλα με την ιστορία της οικογένειας, πώς λειτουργεί σε σχέση με τη βασική πλοκή;

Αυτό που ήθελα να δείξω με αυτή την παράλληλη εξιστόρηση είναι ότι την ίδια στιγμή που είμαστε θύματα, είμαστε και θύτες. Κακοποιούμαι δηλαδή από εσένα και θα πάω λίγο παρακάτω και θα κακοποιήσω κάποιον άλλο. Δεν ξέρω αν είναι νόμος, είναι πάντως κάτι πολύ συχνό. Την ίδια στιγμή οι άνθρωποι έχουμε πολλές όψεις. Οπότε ήθελα να δείξω ότι δεν είναι τέσσερις άγγελοι, αλλά μπορεί να είναι και κάτι εντελώς αντίθετο. Ήθελα να δείξω αυτές τις όψεις του ανθρώπινου ψυχισμού, ότι είμαστε εν δυνάμει τα πάντα.

Μήπως τελικά όλοι μας ζούμε σε μια διαφορετική πραγματικότητα από αυτή που νομίζουμε;

Είναι μια εξίσωση που κάπου μπλέκουν όλα μαζί. Δηλαδή η εντύπωση που έχουμε εμείς για τον κόσμο απέναντι μας, για τον εαυτό μας, η εικόνα των άλλων για μας. Εκεί πέρα υπάρχει μια υπαρξιακή σαλάτα που μάλλον παίρνουμε από όλα τα συστατικά. Εντάξει, αν είμαστε λίγο πιο εύκαμπτοι, όπως είπα, πιο ευέλικτοι και βλέπουμε λίγο πιο ψύχραιμα την κατάσταση, νομίζω ότι τα στοιχεία, θέλουμε δεν θέλουμε, έρχονται από παντού. Αυτό που νομίζουμε ότι είμαστε, είναι μάλλον κάτι που δανείζεται στοιχεία και από αυτό που νομίζουν οι άλλοι για μας και από αυτό που συμβαίνει πραγματικότητα και από αυτό που θέλουμε να είμαστε. Δεν υπάρχει καθαρότητα, γιατί δεν είμαστε μόνο ζώα. Είμαστε και σκέψη και επιθυμία. Και όλο αυτό γίνεται ένας εαυτός. Τώρα το τι υπερισχύει κάθε φορά μάλλον είναι προσωπικό.

Σε τρομάζει όμως λιγάκι αυτή η αγωνία της ανυπαρξίας που ουσιαστικά καταλαμβάνει τους χαρακτήρες σου στο τέλος του βιβλίου; Δηλαδή ότι ξαφνικά, φεύγουμε από αυτή τη ζωή και δεν αφήνουμε τίποτα σε αυτόν τον κόσμο, ούτε ίχνος.

Έχω την εντύπωση ότι απλά αναπτύσσουμε κάποιους μηχανισμούς άμυνας. Εγώ έχω κάποιες ασπίδες: δεν με απασχολεί πολύ, αν ξαφνικά όλα καταρρεύσουν γύρω μου κι έρθει το τέλος του κόσμου. Αν όλα χαθούν σε μια στιγμή, το εννοώ πραγματικά, ίσως να είναι και λίγο ανακουφιστικό. Θα ήθελα να αποκτήσω μια άλλη ζωή. Θα ήθελα να είμαι κάποιος άλλος, γιατί είναι πολύ βασανιστικό να κουβαλάς έναν άνθρωπο μέσα σου όλη τη ζωή. Ο καθένας τον εαυτό του. Δεν τον αντέχεις. Οπότε εγώ, αν είχα την επιλογή, θα πήγαινα σε ένα χωριό στην Κίνα και θα άραζα εκεί. Εκεί θα ήθελα να ξυπνήσω αύριο, αν με ρωτούσες το ιδανικό μέρος για μένα. Δεν νομίζω λοιπόν ότι θα κατέρρεα. Βλέπω, όπως λένε και οι Αγγλοσάξονες, την κρίση ως ευκαιρία.

Δημήτρης Σωτάκης
Δημήτρης Σωτάκης Φραγκούλης Καραγιαννόπουλος

-Οπότε δεν είσαι σφιχταγκαλιασμένος με την πραγματικότητα γύρω σου;

Σε καμιά περίπτωση. Δεν είμαι ο κλασικός συγγραφέας που θα κάτσει πάνω από ένα τραπέζι με την πένα του και θα συγγράψει το επόμενο έργο του. Απλά η λογοτεχνία μου ταιριάζει. Είναι κάτι μοναχικό και δουλεύω μια χαρά στη μοναξιά μου. Ασφαλώς και θα μπορούσα να είμαι κάτι άλλο, ένας περφόρμερ για παράδειγμα, ή ένας σκηνοθέτης ταινιών. Θα μου άρεσε επίσης να δουλεύω σε ένα τσίρκο και να ταξιδεύω σε όλη την Ευρώπη, δίνοντας παραστάσεις.

Οπότε ονειρεύεσαι να κάνεις κάτι άλλο; Δεν είσαι ευχαριστημένος με όσα κάνεις;

Αισθάνομαι ότι δεν διαχειρίζομαι πολύ καλά τη ζωή μου. Δεν είμαι σε καμία περίπτωση δυστυχισμένος. Αλλά ξέρω ότι υπάρχει κάτι πιο «ωραίο», αν θες, για να μην ψάχνουμε λέξεις, από αυτό που ζω εγώ. Νομίζω ότι για τους περισσότερους από μας, η καθημερινότητα είναι μια μετριότητα. Υπάρχει μια θλίψη στην καθημερινότητά μας. Ευτυχώς, έχουμε τρόπους να την διώχνουμε, όπως με το να ονειρευόμαστε ένα διαφορετικό μέλλον. Έτσι λειτουργεί για μένα η γραφή: με οδηγεί μακριά από αυτή τη δύσκολη πραγματικότητα που μας περιβάλλει. Απλά, αισθάνομαι ότι ο τρόπος που ζω τα τελευταία χρόνια δεν έχει πολλή πλάκα. Λέω στον εαυτό μου: «Αυτό ήταν; Δεν υπάρχει κάτι άλλο; Έτσι θα πάει μέχρι το τέλος;». Δεν το λέω για να γκρινιάξω, γιατί έχω πολλές διεξόδους διαφυγής: ταξιδεύω συχνά και δεν βαριέμαι. Αλλά βιώνω έντονα την πνιγηρή ατμόσφαιρα της καθημερινότητας. Επίσης δουλεύω πάρα πολλές ώρες την ημέρα για να τα βγάλω πέρα. Το ιδανικό θα ήταν, αν μπορούσα να ζήσω μόνο με το γράψιμο. Αυτό που ονειρεύομαι δηλαδή, είναι μια μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων.

Η αποδοχή της ήττας, του πεπερασμένου του βίου μας μπορεί να λειτουργήσει κατά κάποιο τρόπο λυτρωτικά;

Συμφωνώ απόλυτα. Η αποδοχή της ήττας είναι ένα πολύ σημαντικό κομμάτι, πολύ σημαντικό στοιχείο του ποιοι είμαστε, γιατί δεν υπάρχει ζωή, χωρίς ήττα. Η ήττα είναι μια επανεκκίνηση, μια αναθεώρηση. Κρύβει χαρά και ικανοποίηση, αν την φιλτράρεις και τη διαχειριστείς σωστά. Η ήττα δεν είναι μόνο απογοήτευση. Είναι επίσης μια ευκαιρία να πάρεις μια άλλη κατεύθυνση, να προσπαθήσεις αλλιώς, ή να παίξεις με τον εαυτό σου. Την ήττα την παίρνουν τοις μετρητοίς οι άνθρωποι, που παίρνουν τη ζωή πολύ σοβαρά. Αναφέρομαι στην κοινωνική ζωή και όχι στη βιολογική. Το να κάνεις 2-3 επιτυχίες περισσότερες ή λιγότερες απασχολεί εσένα και δέκα ανθρώπους γύρω σου, κάποιους που όντως σε αγαπάνε και τέρμα. Ο πλανήτης Γη δε θα πάθει τίποτα. Λίγη ψυχραιμία.

Μοιράζεσαι αυτό το πράγμα που συμβαίνει στους ήρωές σου, ότι τελικά βυθίζονται, διαλύονται μέσα σε όλη αυτή την κατάσταση; Είσαι τέτοιος άνθρωπος ή όχι;

Είναι κάτι που προσπαθώ να το παλέψω. Έχω την τάση να διαλύομαι, αλλά νομίζω με τα χρόνια είμαι πιο ψύχραιμος. Όλα αυτά υπάρχουν περισσότερο στο ασυνείδητο, στον ύπνο, όπου ξαφνικά μεγεθύνεις κάτι και πνίγεσαι. Μετά ξυπνάς και αυτή η ασφυξία, η απελπισία υποχωρεί. Μεγαλώνοντας και συνειδητοποιώντας κάποια πράγματα, γίνομαι λίγο πιο ευφυής και ευέλικτος. Δεν παθαίνω τα σοκ του παρελθόντος. Προσπαθώ να μην είμαι πανικοβλημένος στα υπόλοιπα χρόνια της ζωής μου.

Υπήρχε ένα σημείο καμπής στη ζωή σου, όπου έγινε μια επανεκκίνηση ή αισθάνθηκες ότι βρήκες τελικά τον δρόμο σου;

Νομίζω ότι το σημείο αυτό στη ζωή μου ήταν το 2002. Πριν ήμουν σε πολύ κακή ψυχολογική κατάσταση. Τότε κυκλοφόρησε ένα βιβλίο μου, «Η πράσινη πόρτα» στις εκδόσεις Μεταίχμιο. Ήταν καμπή, γιατί γενικά εγώ πέρασα τη δεκαετία του ’90 σε τρομερή κατάθλιψη. Δεν φαινόταν πολύ, αλλά οι κοντινοί μου άνθρωποι το καταλάβαιναν. Δηλαδή δε μου άρεσε καθόλου να βρίσκομαι μέσα μου. Ήταν εφιαλτικό. Ήθελα διαρκώς κάτι άλλο, μετά κάτι άλλο και δεν απολάμβανα τίποτα. Από τότε, από το 2001 και μετά, έχω ακόμη όλη την ταλαιπωρία, αλλά είμαι πλέον πιο κοντά σε αυτό που θέλω να είμαι εγώ. Μπορώ να με πλακώσω στις σφαλιάρες, αλλά καταλαβαίνω ότι είμαι εγώ (γέλια).

Ποια είναι η πικρή αλήθεια για την οικογένεια Λέντις;

Για τη συγκεκριμένη οικογένεια, η πικρή αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχουν, ότι είχαν την ψευδαίσθηση ότι υπάρχουν, αλλά τελικά δεν υπάρχουν. Τελικά όμως δεν υπάρχει πολύς κόσμος. Αυτό με απασχολεί πραγματικά και είναι πολύ θλιβερό, κάπως συγκινητικό: πόσες γενιές ανθρώπων, πόσοι άνθρωποι εξαφανίστηκαν τα τελευταία 100-120 χρόνια. Χάθηκαν στον χρόνο. Μπορεί να έζησαν έντονες, γεμάτες ζωές. Δεν θυμάται όμως κανείς ότι υπήρξαν, δεν άφησαν τίποτε στο διάβα τους, μια ιστορία, ένα τραγούδι, ένα βιβλίο. Και αυτοί οι άνθρωποι είναι σαν να μην υπήρξαν ποτέ. Είναι απίστευτο. Χάθηκαν στη χοάνη του χρόνου, τους ρούφηξε μια σκούπα. Μου φαίνεται φοβερό. Δε τους μνημονεύει κανείς, σαν να μην τους αγάπησε κανείς, σαν να μην υπήρξαν ποτέ. Υπάρχει μια τρομερή ματαιότητα σε όλο αυτό: από αυτούς τους ανθρώπους που ήταν τόσο ζωντανοί και παρόντες, δεν έχει μείνει τίποτε.

Ποιο είναι το επόμενο βήμα;

Μάλλον η αυτοχειρία (γέλια). Έχω κάποια ταξίδια για την παρουσίαση του βιβλίου σε εκθέσεις στην Τουρκία, στη Δανία. Τον Οκτώβριο θα πάω στο Παρίσι για την απονομή του βραβείου. Ετοιμάζω και κάτι για το θέατρο, το οποίο δεν μπορώ να το ανακοινώσω ακόμη.

Μετάβαση στις συντομεύσεις προσβασιμότητας
Κοινοποιήστε το άρθρο Σχόλια

Σχετικές ειδήσεις

Τζον Όλιβερ για το Ισραήλ και τον Νετανιάχου: Έχετε δει το ντοκιμαντέρ "The Bibi Files";

Φεστιβάλ Κινηματογράφου Σαν Σεμπαστιάν 2025: Το "Los domingos" του Alauda Ruiz de Azúa κερδίζει το Χρυσό Κοχύλι

Βρετανικό δικαστήριο απέρριψε κατηγορία για τρομοκρατία κατά μέλους των Kneecap