Νέα μελέτη δείχνει ότι ο αυξημένος χρόνος μπροστά σε οθόνες μπορεί να επηρεάσει αρνητικά τις επιδόσεις των παιδιών στα μαθηματικά και στην ανάγνωση – αλλά όχι στη γραφή
Υψηλότερα επίπεδα χρόνου μπροστά σε οθόνες στην πρώιμη παιδική ηλικία ενδέχεται να επηρεάζουν αρνητικά τις σχολικές επιδόσεις των παιδιών, σύμφωνα με νέα μελέτη.
Τα ευρήματα υπογραμμίζουν τη σημασία της ανάπτυξης υγιών συνηθειών από μικρή ηλικία, όπως ανέφεραν οι ερευνητές — ωστόσο, προστίθενται σε ένα μεικτό σύνολο στοιχείων σχετικά με τον ρόλο των οθονών στη σύγχρονη παιδική ηλικία.
Στη μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό JAMA Network Open, τα μικρά παιδιά που περνούσαν περισσότερο χρόνο μπροστά σε οθόνες είχαν χειρότερες επιδόσεις σε τεστ ανάγνωσης και μαθηματικών.
Οι επιστήμονες παρακολούθησαν περισσότερα από 3.000 παιδιά από το Οντάριο του Καναδά, από το 2008 έως το 2023. Συνέδεσαν δεδομένα που παρείχαν οι γονείς σχετικά με τον χρόνο οθόνης με τα αποτελέσματα των παιδιών σε τυποποιημένα τεστ που έγιναν στην τρίτη και έκτη τάξη, δηλαδή περίπου στις ηλικίες των 8 και 11 ετών.
Οι ερευνητές εξέτασαν τη σχέση μεταξύ συνολικού χρόνου οθόνης και σχολικής επίδοσης, λαμβάνοντας υπόψη διαφορετικές δραστηριότητες, όπως βιντεοπαιχνίδια, τηλεόραση και χρήση ψηφιακών συσκευών (υπολογιστές, κινητά και tablets).
Συνολικά, τα παιδιά με υψηλότερα επίπεδα συνολικού χρόνου οθόνης, καθώς και περισσότερη τηλεόραση και χρήση ψηφιακών συσκευών, απέδωσαν χειρότερα στα τεστ ανάγνωσης και μαθηματικών, σύμφωνα με τη μελέτη.
Αξιοσημείωτο είναι ότι οι επιστήμονες δεν βρήκαν καμία ένδειξη σύνδεσης μεταξύ του χρόνου οθόνης και της μείωσης των δεξιοτήτων γραφής.
Μόνο το 20% των γονιών ανέφερε ότι τα παιδιά τους έπαιζαν βιντεοπαιχνίδια. Ωστόσο, τα βιντεοπαιχνίδια συνδέθηκαν με χαμηλότερες βαθμολογίες στα μαθηματικά και την ανάγνωση στην τρίτη τάξη — και περισσότερο για τα κορίτσια σε σχέση με τα αγόρια.
Τα ευρήματα, όπως είπε η δρ Κάθριν Μπέρκεν, μία από τις συγγραφείς της μελέτης και ανώτερη επιστήμονας παιδικής υγείας στο Ερευνητικό Ινστιτούτο SickKids στο Τορόντο του Καναδά, “αναδεικνύουν τη σημασία ανάπτυξης πρώιμων παρεμβάσεων που προάγουν υγιείς συνήθειες οθόνης”.
Προηγούμενες μελέτες σχετικά με τον αντίκτυπο της υπερβολικής χρήσης οθόνης, των βιντεοπαιχνιδιών και της τηλεόρασης στις σχολικές επιδόσεις των παιδιών έχουν δώσει αντικρουόμενα αποτελέσματα.
Η πιο πρόσφατη μελέτη έχει επίσης ορισμένους περιορισμούς. Τα δεδομένα που παρείχαν οι γονείς μπορεί να είναι μεροληπτικά, ενώ η σχέση μεταξύ χρόνου οθόνης και σχολικής επίδοσης είναι συσχετιστική και όχι αιτιώδης – δηλαδή η μελέτη δείχνει ότι οι δύο παράγοντες σχετίζονται, όχι ότι ο χρόνος οθόνης προκαλεί χειρότερα αποτελέσματα.
Ο Κρις Φέργκιουσον, καθηγητής ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Stetson, που δεν συμμετείχε στη μελέτη, προειδοποίησε ότι τα δεδομένα που φαίνονται σημαντικά σε ένα ερευνητικό άρθρο δεν μεταφράζονται πάντα στην πραγματική ζωή. «Οι πραγματικές επιπτώσεις είναι πολύ λιγότερο βέβαιες», δήλωσε.
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) συνιστά μέγιστη διάρκεια μίας ώρας οθόνης ημερησίως για παιδιά ηλικίας δύο έως τεσσάρων ετών, και καθόλου οθόνη για βρέφη κάτω του ενός έτους.
Ωστόσο, οι ειδικοί επισημαίνουν ότι δεν πρέπει να δαιμονοποιείται κάθε μορφή χρήσης οθόνης. Σύμφωνα με έκθεση της Ευρωπαϊκής Ένωσης το 2025, τα παιδιά που έχουν μέτρια χρήση οθόνης και τα βρέφη που αλληλεπιδρούν με τους γονείς τους μέσω οθόνης, μπορούν να ενισχύσουν τις γλωσσικές τους δεξιότητες.