Βέλγιο: Aντιπαράθεση για το δικαίωμα στην ευθανασία

Βέλγιο: Aντιπαράθεση για το δικαίωμα στην ευθανασία
Από Euronews
Κοινοποιήστε το άρθροΣχόλια
Κοινοποιήστε το άρθροClose Button

Δεν πάει πολύς καιρός από τότε που δεκαέξι Βέλγοι παιδίατροι συνέταξαν μια ανοιχτή επιστολή προς το Κοινοβούλιο της χώρας τους, ζητώντας τη νομιμοποίηση της ευθανασίας για ανήλικους ασθενείς.

Η ευθανασία επιτρέπεται μόνο στο Βέλγιο, την Ολλανδία και το Λουξεμβούργο. Η επιλογή του θανάτου θεωρείται δικαίωμα, όταν ο ασθενής υποφέρει πέραν των αντοχών του. Είναι όμως τα παιδιά σε θέση να επιλέξουν πότε θα τελειώσει η ζωή τους;

Ο παιδοογκολόγος Γκέρλαντ βαν Μπερλάρ είναι ένας από τους δεκαέξι. Όπως λέει, «τις περισσότερες φορές φοβούνται ότι θα αρχίσουμε να σκοτώνουμε τα παιδιά. Φυσικά, αυτά είναι ανοησίες. Ως γιατροί και γονείς πάντα θα θέλουμε να κάνουμε τα πάντα για να θεραπεύσουμε ένα παιδί. Όμως σε σπάνιες περιπτώσεις δεν υπάρχει κάτι που να μπορούμε να κάνουμε. Κι αυτό μπορεί να σημαίνει πως ένα παιδί θα υποφέρει μέχρι το θάνατό του. Και δεν υπάρχει νόμιμος τρόπος να βοηθήσουμε αυτούς τους ασθενείς σε μια πράξη ανθρωπισμού».

Η επέκταση του νόμου για την ευθανασία δεν καθορίζει ελάχιστο όριο ηλικίας. Όμως οι γιατροί που βλέπουν πόσο υποφέρουν οι νεαροί ασθενείς τους, υποστηρίζουν πως η ασθένεια τους έχει ωριμάσει πέρα από την ηλικία τους. Ένα μαρτύριο που επηρεάζει όλη την οικογένεια. Και που κάνει γονείς και ασθενείς να μιλούν πλέον ανοιχτά για την ευθανασία.

Παράδειγμα γι‘αυτό αποτελεί η περίπτωση της Έλλα-Λουίζ, η οποία ήταν μόλις έξι μηνών, όταν της διαγνώστηκε μια ανίατη γενετική ασθένεια. Πέθανε τέσσερις μήνες μετά.

Μιλήσαμε με τη Λίντα, τη μητέρα της. Έβλεπε την κόρη της να βασανίζεται και οι τελευταίες της μέρες, λέει, ήταν ανυπόφορες. Ξέρει πως η επέκταση του νόμου δεν αφορά τέτοιες περιπτώσεις, όμως ελπίζει κάποτε να γίνει κι αυτό.

Για εκείνη, δεν υπάρχει ελάχιστη ηλικία, όταν πρόκειται για ένα τέτοιο μαρτύριο: «Τις τελευταίες τέσσερις-πέντε μέρες της Έλλα-Λουίζ, έτσι το νιώθαμε, δεν υπήρχε ποιότητα, δεν υπήρχε αξιοπρέπεια. Είτε για εκείνη, είτε για τη ζωή της. Το μόνο που συνέβαινε ήταν να αδυνατίζει όλο και περισσότερο, γιατί κατανάλωνε τα δικά της αποθέματα. Είχε αδυνατίσει πάρα πολύ και πόναγε και πάλι. Ήμουν πολύ θυμωμένη».

Ο Ρενέ Στόκμαν είναι στέλεχος της οργάνωσης Αδελφοί του Ελέους. Μεταξύ άλλων, η θρησκευτική αδελφότητα διαχειρίζεται άσυλα που παρέχουν παρηγορητική φροντίδα.

Όπως λέει, κατανοεί ένα μαρτύριο που γίνεται ανυπόφορο. Όμως γι‘αυτόν το θέμα είναι ο σκοπός και όχι το τέλος της ζωής: «Βλέπουμε ανθρώπους να έρχονται σε εμάς και να θέλουν να τελειώσει η ζωή τους, γιατί δεν μπορούν πλέον να επιβιώσουν. Επιλέγουν ωστόσο την παρηγορητική φροντίδα και έπειτα από λίγες ημέρες βλέπουμε πως δεν επιθυμούν τόσο να πεθάνουν. Γιατί βρήκαν ξανά ένα νόημα στη ζωή τους, όλα γυρίζουν γύρω από αυτό».

Νόημα και σκοπός σε μια ζωή που έχει πλέον γίνει ανυπόφορη.

Οι υπέρ της ευθανασίας υποστηρίζουν το δικαίωμα κάποιου να αποφασίζει πότε να τελειώσει τη ζωή του με αξιοπρεπή τρόπο, με ανθρωπιστικούς γνώμονες, αλλά και νόμιμα και με ασφάλεια.

Αυτή η αντιπαράθεση για την επέκταση της ευθανασίας στους ανηλίκους, πάντως, επαναπυροδότησε μια άλλη, παλαιότερη. Πώς αποφασίζει ο γιατρός ότι το μαρτύριο δεν είναι πια υποφερτό;

Είναι ενδεικτική η περίπτωση δύο δίδυμων αδελφών που υπεβλήθησαν πέρυσι σε ευθανασία. Έπασχαν ήδη από κώφωση και είχαν αρχίσει να χάνουν την όρασή τους. Όμως δεν ήταν άρρωστα σε τερματικό στάδιο.

Μια αμφιλεγόμενη περίπτωση, την οποία διαχειρίστηκε ο ογκολόγος Βιμ Ντίστελμανς. Όπως μας λέει, το 80% των ευθανασιών αφορά ασθενείς με καρκίνο ή ανίατες ασθένειες. Όμως και το ψυχολογικό μαρτύριο μπορεί να γίνει το ίδιο δυσβάσταχτο.

«Έπασχαν από κώφωση και παράλληλα τυφλώνονταν. Έφταναν στο όριό τους. Έχει να κάνει με προοπτικές που μόνο ο ασθενής μπορεί να έχει. Είπαν “δεν θέλουμε να συνεχίσουμε να ζούμε εξαρτώμενοι από άλλους και να είμαστε βάρος”. Κι αυτό θα γινόταν, μόλις έχαναν εντελώς την όρασή τους. Ήταν πολύ θρήσκοι και στη διαδικασία τους συνόδευε κι ένας ιερέας που τους έδωσε την τελευταία μετάληψη. Ίσως ακούγεται εντυπωσιακό, αλλά δεν ήταν», αναφέρει ο Ντίστελμανς.

Κανείς γιατρός δεν κατηγορήθηκε ποτέ για αμέλεια. Όμως για τον Τομ Μορτιέ, τίθεται κατά το μάλλον ένα ζήτημα ηθικής στάθμης.

Τον Ιανουάριο του 2012 η μητέρα του, με την οποία ο Τομ είχε χάσει επαφή για πάνω από ένα χρόνο, του έστειλε ένα email. “Ζήτησα ευθανασία, γιατί πάσχω από κατάθλιψη”, του έγραφε.

Εκείνος δεν απάντησε, σκεπτόμενος ότι δεν θα εγκρινόταν το αίτημά της. Η μητέρα του πέθανε τον Απρίλιο. Οι γιατροί που το ενέκριναν μίλησαν για αβάσταχτη ταλαιπωρία.

Ο ίδιος ο Μορτιέ μας λέει: «Περνούσε μη αναστρέψιμες περιόδους κατάθλιψης, αλλά είχε και καλές περιόδους. Να σας δείξω φωτογραφίες της ενάμιση χρόνο πριν πεθάνει. Ήταν μια όμορφη χαμογελαστή γυναίκα στα 63 της. Και όταν πέθανε ήταν 64. Αυτό που λέω είναι ότι πρέπει η ηθική να επιστρέψει στην ιατρική. Αυτό που γίνεται είναι ότι οι γιατροί λένε “εδώ είναι ο νόμος κι εγώ δε χρειάζεται να νοιάζομαι για τις ηθικές μου αξίες“».

Για τον Πολ Φράνκεν και την Αουγκούστα Βόουτερς δεν είναι ζήτημα ηθικής. Είναι ζήτημα αγάπης.

Η Αουγκούστα και ο Πολ ζούνε σε ένα γηροκομείο. Εκείνη έχει καρκίνο σε τελικό στάδιο και πονάει διαρκώς. Ζήτησε να υποβληθεί σε ευθανασία, όταν δε θα μπορεί να αντέξει τον πόνο.

Όταν όμως κοιτάζει τον σύζυγό της, κάτι μέσα της αμφισβητεί αυτήν της την απόφαση. Όπως δηλώνει, «ο πόνος δεν φεύγει. Ρωτάω τον εαυτό μου, πόσο πια θα πάει όλο αυτό; Δεν ξέρω. Ο γιατρός μου μου είπε: “πες μας πότε και θα την κανονίσουμε την ευθανασία”. Όμως κοιτάζω τον Πολ και λέω, έχει γίνει τόσο αδέξιος, χρειάζεται στ‘αλήθεια βοήθεια. Σκέφτομαι λοιπόν πως δεν μπορώ να προχωρήσω».

Ο Μαρκ βαν Χούι ασχολείται κυρίως με ηλικιωμένους. Υποστηρίζει τη νέα νομοθεσία, όμως λέει πως δεν είναι επαρκής. Γι‘αυτόν, οι ασθενείς σε πρόωρα στάδια άνοιας και αλτσχάιμερ έχουν επίσης δικαίωμα στην ευθανασία. Έχουν δικαίωμα στο να δηλώσουν ότι επιθυμούν να πεθάνουν, όταν μπουν στα ύστερα στάδια της νόσου.

Δεν παριστάνω το Θεό, μας λέει. Απλά εκπληρώνω τις επιθυμίες των ασθενών μου.

Όπως δηλώνει ο βαν Χούι, «ένας κανονικός άνθρωπος θέλει απλώς να ζήσει, να συνεχίσει να ζει. Όμως μπαίνει σε μια κατάσταση που λέει ότι “δεν αντέχω άλλο, θέλω να πεθάνω”. Και ξέρετε, όταν βοηθούμε σε μια ευθανασία, στο πρόσωπο του ασθενούς βλέπουμε μια έκφραση ικανοποίησης. Κατά την προσωπική μου άποψη, είναι γιατί αυτό το πρόσωπο ηρεμεί τελικά, αποδεχόμενο πως η αγωνία του τελείωσε. “Έφτασα στο τέρμα μου. Έχω αυτό που θέλω“».

Έχει αυτό που θέλει: βοήθεια στο να σταματήσει να αγωνίζεται. Σύμφωνα με δημοσκοπήσεις, 80% των Βέλγων υποστηρίζουν το δικαίωμα στην ευθανασία. Ακόμη και για τους ανήλικους.

Για άλλους, όμως, ο νόμος παραβιάζει ηθικές κόκκινες γραμμές. Ο Ρενέ Στόκμαν επισημαίνει: «Από τη μια, είναι η πλειοψηφία που έχει γίνει πιο ανεκτική στην ευθανασία. Όμως παράλληλα, πιστεύω πως οι άνθρωποι αναρωτιούνται: “πόσο μακριά μπορούμε να φτάσουμε;“».

Το πόσο μακριά προτίθεται να πάει το Βέλγιο αποτελεί μια αντιπαράθεση που θα συνεχιστεί. Τόσο εντός όσο και εκτός των συνόρων του, αφού πολλές χώρες την παρακολουθούν στενά.

Κοινοποιήστε το άρθροΣχόλια

Σχετικές ειδήσεις

Ανταπόκριση των γαλλικών αρχών σε μαζικές επιθέσεις

«Άνεμος (κλιματικής) αλλαγής» στη Γερμανία

Κύπρoς: Το χαλούμι στη νέα εποχή (ΠΟΠ) και η γέφυρα με τους Τουρκοκύπριους