Μήνυμα πίστης απέναντι στο μίσος
Ο καθεδρικός ναός της Παναγίας των Παρισίων παρέμεινε κλειστός το Σάββατο 13 Δεκεμβρίου, ωστόσο τυχόν δυσαρέσκεια κατοίκων και επισκεπτών της γαλλικής πρωτεύουσας μετριάστηκε από τον ιδιαίτερα σοβαρό λόγο.
Στο επίκεντρο βρέθηκε η μακαριοποίηση του Ρεϊμόν Καρέ, του Ζεράρ-Μαρτέν Σαντριέ, του Ροζέ Βαλέ, του Ζαν Μεστρ και των 46 ακόμη συναδέλφων τους μαρτύρων. Νέοι ιερείς, μοναχοί, σπουδαστές ιερατικών σχολών, πρόσκοποι και λαϊκοί ακτιβιστές της Καθολικής Δράσης, είχαν ανταποκριθεί το 1943 στο κάλεσμα του αββά Ζαν Ροντέν, μετέπειτα ιδρυτή της Secours Catholique, καθώς και του Αρχιεπισκόπου Παρισίων Εμανουέλ Σουάρ.
Στόχος τους ήταν να ενταχθούν κρυφά στους Γάλλους εργάτες που είχαν σταλεί στη Γερμανία στο πλαίσιο της Υποχρεωτικής Υπηρεσίας Εργασίας, η οποία αφορούσε 600.000 έως 650.000 άτομα που μεταφέρθηκαν από τη Γαλλία στη Γερμανία μεταξύ Ιουνίου 1942 και Ιουλίου 1944, «προκειμένου να τους προσφέρουν αδελφική και πνευματική στήριξη, απαγορευμένη από το ναζιστικό καθεστώς», όπως αναφέρεται στην ιστοσελίδα του καθεδρικού ναού.
«Οι περισσότεροι ήταν ηλικίας από είκοσι έως τριάντα πέντε ετών και, μαζί με τόσους άλλους ανώνυμους αποστόλους, κατανόησαν τη βαθιά πνευματική και ηθική δυστυχία ενάμιση εκατομμυρίου νέων Γάλλων εργατών που είχαν εκτοπιστεί στη Γερμανία, οι οποίοι είχαν μείνει χωρίς κανένα θρησκευτικό σημείο αναφοράς, καθώς στους Γερμανούς ιερείς απαγορευόταν να τους διακονούν», τόνισε στο κήρυγμά του ο καρδινάλιος Ζαν-Κλοντ Ολερίκ, Αρχιεπίσκοπος Λουξεμβούργου.
Έρευνες δείχνουν ότι 1.500.000 Γάλλοι – αιχμάλωτοι πολέμου, επίτακτοι της Υποχρεωτικής Υπηρεσίας Εργασίας και εθελοντές – εργάστηκαν στη Γερμανία μεταξύ 1942 και 1945.
Συνολικά 2.500 άνθρωποι συγκεντρώθηκαν στο κεντρικό κλίτος του ναού για να παρακολουθήσουν τη μεγαλύτερη συλλογική μακαριοποίηση που έχει πραγματοποιηθεί ποτέ στη Γαλλία. Από αυτούς, 1.500 ήταν μέλη των οικογενειών των μαρτύρων. Παρόντες ήταν επίσης Γάλλοι και Γερμανοί επίσκοποι, προσδίδοντας στην τελετή χαρακτήρα συμφιλίωσης. Ο καρδινάλιος απευθύνθηκε στους πιστούς «στα γαλλικά αλλά και στα γερμανικά», όπως σημειώνει η εφημερίδα Le Parisien.
Μακαριοποίηση με το βλέμμα στο παρόν και το μέλλον
Τον Δεκέμβριο του 1943, εντολή του αρχηγού της Γκεστάπο Έρνστ Κάλτενμπρουνερ οδήγησε στη σύλληψη – και σε αρκετές περιπτώσεις στην αποστολή σε στρατόπεδα συγκέντρωσης – ενεργών μελών της αποστολής.
Οι 50 Γάλλοι μάρτυρες δεν σκοτώθηκαν όλοι την ίδια στιγμή ή στον ίδιο τόπο. Μετά τη σύλληψή τους, κάποιοι εκτελέστηκαν ή βασανίστηκαν, ενώ άλλοι στάλθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Εκτοπισμένοι στα Μπούχενβαλντ, Μαουτχάουζεν, Νταχάου, Νόιενγκαμε ή Φλόσενμπεργκ, οι νέοι αυτοί άνθρωποι πέθαναν «από μίσος προς την πίστη», σύμφωνα με τη διατύπωση του Βατικανού που αναγνωρίζει το μαρτύριό τους.
Στις 20 Ιουνίου 2025, ο Πάπας Λέων ΙΔ΄ υπέγραψε διάταγμα της Δικαστηρίου των Αιτίων των Αγίων, με το οποίο αναγνωρίζεται το μαρτύριο 50 Γάλλων που πέθαναν εξαιτίας του μίσους για την πίστη τους, υπό το ναζιστικό καθεστώς, τα έτη 1944 και 1945.
Ωστόσο, η τελετή δεν παρουσιάστηκε ως μια απλώς «ιστορική» αναφορά στο παρελθόν, αλλά ως γεγονός βαθιά ριζωμένο στο παρόν και στραμμένο προς το μέλλον.
Ο καρδινάλιος Ολερίκ υπογράμμισε ότι «αυτή η μακαριοποίηση μας καλεί να κοιτάξουμε το παρόν και να προετοιμαστούμε για το μέλλον», καθώς «δεν είμαστε απρόσβλητοι από τον πόλεμο ή τη βία».
Σύμφωνα με το Aleteia, οι μάρτυρες αυτοί καλούν σε μια επανεξέταση της πνευματικής κληρονομιάς του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ώστε να κατανοηθεί καλύτερα «τι σημαίνει ελευθερία» και να αναδειχθεί το πώς η πίστη μπορεί να λειτουργήσει ως ζύμη θάρρους και ελπίδας ακόμη και στα πιο σκοτεινά περιβάλλοντα.