Ο Executive Director του Παγκόσμιου Συνδέσμου Κέντρων Εμπορίου, που μίλησε στο euronews με αφορμή τη συμμετοχή του στο 10ο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών, θεωρεί ότι οι δασμοί Τραμπ κατά της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελούν ευκαιρία για «επανα- βαθμονόμηση του παγκόσμιου εμπορίου»
Αυξήσεις τιμών, διαταραχές στις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού και συρρίκνωση των εξαγωγικών αγορών έχουν να αντιμετωπίσουν πλέον επιχειρήσεις και καταναλωτές στην Ευρώπη, γεγονός που θα έχει αλυσιδωτές επιπτώσεις κυρίως στις χώρες με μικρές αγορές και στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις εκτιμά ο Robin van Puyenbroeck, Executive Director του Παγκόσμιου Συνδέσμου Κέντρων Εμπορίου (World Trade Centers Association), του επιχειρηματικού δικτύου με έδρα στην Νέα Υόρκη που καλύπτει 300 Παγκόσμια Κέντρα Εμπορίου σε σχεδόν εκατό χώρες.
Ο Robin van Puyenbroeck, που μίλησε στο euronews με αφορμή τη συμμετοχή του στο 10ο Φόρουμ των Δελφών θεωρεί ότι οι δασμοί Τραμπ κατά της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελούν ευκαιρία για «επανα- βαθμονόμηση (recalibrating) του παγκόσμιου εμπορίου».
«Νομίζω ότι ένας εμπορικός πόλεμος πλήρους κλίμακας δεν είναι αναπόφευκτος, διότι μάλλον δεν είναι προς το συμφέρον καμίας πλευράς. Αντί για εμπορικό πόλεμο όμως, νομίζω ότι η ορολογία που προτιμώ να χρησιμοποιώ είναι ότι βλέπουμε μια περίοδο στρατηγικής αναπροσαρμογής, όπου και οι δύο πλευρές επιδιώκουν να υπερασπιστούν τα εθνικά ή εγχώρια συμφέροντα και τις βιομηχανίες τους, προσπαθώντας παράλληλα να διατηρήσουν τον πυρήνα της διατλαντικής συνεργασίας. Η πρόκληση είναι να διασφαλιστεί κατά κάποιον τρόπο η βιομηχανική ανταγωνιστικότητα χωρίς να υπονομεύεται η παγκόσμια εμπορική σταθερότητα. Και αυτός είναι ένας στόχος που ευθυγραμμίζεται στενά με τη δέσμευσή μας ως του Παγκόσμιου Συνδέσμου Κέντρων Εμπορίου για ένα ανοιχτό και βασισμένο σε κανόνες εμπόριο.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η ΕΕ παραμένουν δύο από τους μεγαλύτερους και βαθύτερα ολοκληρωμένους οικονομικούς εταίρους στον κόσμο. Αν όμως εξετάσουμε το 2024, οι εξαγωγές αγαθών των ΗΠΑ προς την ΕΕ ανήλθαν σε περίπου 370 δισ. ενώ οι εισαγωγές από την ΕΕ ήταν περίπου 605 δισ. Έτσι, αυτό έχει ως αποτέλεσμα ένα εμπορικό έλλειμμα για τις ΗΠΑ ύψους 235 δισ. δολαρίων και αυτό προκαλεί ένα είδος ανησυχίας που έχει η σημερινή κυβέρνηση εδώ και είναι το πώς θα επιλύσει αυτό το εμπορικό έλλειμμα. Αλλά τέλος, νομίζω ότι δεδομένης της σημαντικής οικονομικής αλληλεξάρτησης των οικονομιών, και τα δύο μέρη έχουν συμφέρον να επιλύσουν τις όποιες διαφορές φιλικά. Έτσι, ενώ η επιβολή δασμών εισάγει πολλές προκλήσεις, προφανώς, και επίσης τα μη δασμολογικά μέτρα, ας μην ξεχνάμε, ότι στο τέλος της ημέρας παρουσιάζει επίσης μια ευκαιρία για διάλογο με στόχο την αντιμετώπιση των υποκείμενων εμπορικών ανισορροπιών και αυτών των διαφορών πολιτικής.»
Αυτός ο διάλογος που αναφέρατε, ποια θέματα θα πρέπει να καλύπτει;
«Θα πρέπει να αντιμετωπίσει την υποκείμενη ανησυχία στις Ηνωμένες Πολιτείες ότι υπάρχει υπερβολική εμπορική ανισορροπία. Πώς θα αντιμετωπιστεί, αν οι δασμοί θα δημιουργήσουν κατά κάποιο τρόπο αυτή την αναπροσαρμογή ή υπάρχουν άλλοι τρόποι για να επιτευχθεί αυτό, αυτό είναι το ερώτημα. Αλλά νομίζω ότι η διαχείριση αυτών των τριβών και η αποτροπή της κλιμάκωσης θα είναι το κλειδί τις επόμενες εβδομάδες και μήνες.»
Θεωρείτε ότι ένα μέρος των επιχειρημάτων του Τραμπ είναι δικαιολογημένα;
«Νομίζω ότι από την αμερικανική οπτική γωνία, υπάρχει μια αλλαγή στην πολιτική, όπου η πολιτική επικεντρώνεται σε ένα πολύ συγκεκριμένο αμερικανικό συμφέρον που προέχει. Και νομίζω ότι απλά βλέπουμε μια εντελώς διαφορετική άποψη τώρα για το πώς να αντιμετωπίσουμε το παγκόσμιο εμπόριο και οι εμπορικές ανισορροπίες.
Συμμερίζεστε επίσης το επιχείρημα ότι οι ΗΠΑ έχουν υποστεί άδικη μεταχείριση;
«Αυτό είναι ένα ζήτημα που πρέπει να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση των ΗΠΑ, όχι εμείς, όχι εγώ. Νομίζω ότι εστιάζουμε και πάλι σε ένα ανοιχτό εμπόριο με βάση κανόνες, σε ένα παγκόσμιο εμπορικό σύστημα που είναι δίκαιο για όλους. Και αυτό είναι κάτι για το οποίο πάντα μιλούσαμε, τη δημιουργία μιας παγκόσμιας εμπορικής υποδομής που θα λειτουργεί για όλους, για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, για παράδειγμα. »
Για ποιο πράγμα θα πρέπει λοιπόν να είναι προετοιμασμένη η ΕΕ, για τις 2 Απριλίου;
«Αυτή είναι μια πολύ καλή ερώτηση. Νομίζω ότι ξέρουμε κατά κάποιον τρόπο τι έρχεται στις 2 Απριλίου. Έχουμε δει τους δασμούς στην αυτοκινητοβιομηχανία. Νομίζω ότι θα πρέπει να είστε προετοιμασμένοι να αξιολογήσετε τον πραγματικό οικονομικό αντίκτυπο αυτών των δασμών και στη συνέχεια να εξετάσετε, φυσικά, τις κατάλληλες αντιδράσεις. Και πάλι, θα επέστρεφα στη διερεύνηση τρόπων διαπραγμάτευσης με τις ΗΠΑ για να αντιμετωπιστούν πραγματικά οι ανησυχίες τους, που οδήγησαν στην επιβολή αυτών των δασμών. Και η ΕΕ φυσικά θα πρέπει να αξιολογήσει τα αντίμετρα για να προστατεύσει τα οικονομικά της συμφέροντα, αλλά και να διασφαλίσει ότι οι ενέργειες αυτές δεν θα επιδεινώσουν την κατάσταση. Το κλειδί λοιπόν θα είναι, και αυτό είναι δύσκολο σε τέτοιες συνθήκες, να διατηρήσουμε ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας και να συνεχίσουμε να αναζητούμε λύσεις συνεργασίας για την πλοήγηση σε αυτή την σίγουρα δύσκολη περίοδο. Καλό θα είναι η ΕΕ να επικεντρωθεί σε μία μετρημένη, αμοιβαία δέσμευση και όχι στην αντιδραστική κλιμάκωση.
Η 2α Απριλίου ειλικρινά δεν θα πρέπει, νομίζω, να θεωρηθεί ως μια προθεσμία για διαιρέσεις, αλλά ως ένα πιθανό σημείο εκκίνησης για έναν πραγματικά ρεαλιστικό διάλογο μεταξύ των ΗΠΑ και της ΕΕ και μια ευκαιρία για την ΕΕ να επιδείξει ανθεκτικότητα και ηγετική θέση στη διαμόρφωση ενός πιο βιώσιμου παγκόσμιου εμπορικού περιβάλλοντος για όλους τους εμπλεκόμενους.»
Τι σκέφτονται τα μέλη της Ένωσης του Παγκόσμιου Κέντρου Εμπορίου για όλα αυτά και πώς σκοπεύουν να αντιδράσουν;
«Έχουμε περίπου 300 Παγκόσμια Κέντρα Εμπορίου σε όλο τον κόσμο, σε σχεδόν 100 χώρες. Η συντριπτική πλειονότητα των μελών μας είναι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Και νομίζω ότι μία από τις πιο πιεστικές ανησυχίες σε όλο το δίκτυο είναι η αυξανόμενη απροβλεψιμότητα της παγκόσμιας εμπορικής πολιτικής. Ξαφνικές αλλαγές δασμών, μετατόπιση βιομηχανικών επιδοτήσεων, κανονισμοί για το κλίμα που κινούνται μπρος-πίσω. Έτσι, για τις επιχειρήσεις γίνεται πολύ δύσκολο να προγραμματίσουν το μέλλον. Οι επιχειρήσεις ευδοκιμούν σε σταθερό περιβάλλον. Και έως ότου τελειώσει αυτή η αναπροσαρμογή, η περίοδος αυτή θα είναι πολύ δύσκολη. Και για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, αυτό το βάρος είναι ακόμη μεγαλύτερο, επειδή συχνά δεν διαθέτουν τους πόρους για να προσαρμόζονται συνεχώς στις μεταβαλλόμενες απαιτήσεις συμμόρφωσης, τους κανόνες εισαγωγών, εξαγωγών, τα κριτήρια επιλεξιμότητας για τις εμπορικές προτιμήσεις και ό,τι άλλο. Μια δεύτερη ανησυχία που μοιράζονται είναι επίσης το θέμα των διαταραχών της αλυσίδας εφοδιασμού και οι αυξήσεις του κόστους. Οι δασμοί αναμένεται να επηρεάσουν τον εφοδιασμό και πολλές γραμμές παραγωγής, αν όχι όλες σε όλο τον κόσμο, είναι ενσωματωμένες σε μια παγκόσμια αλυσίδα εφοδιασμού. Έτσι, η αύξηση του κόστους και η επιβολή αυτών των αναδιαμορφώσεων μπορεί να πλήξει την ανταγωνιστικότητα και την αποτελεσματικότητα, και αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Το τρίτο στοιχείο είναι επίσης φυσικά ότι οι εξαγωγικές αγορές μπορεί βραχυπρόθεσμα να συρρικνωθούν επειδή μπορεί να υπάρξει εξασθενημένη ζήτηση ως αποτέλεσμα των δασμών και της μειωμένης πρόσβασης σε βασικές αγορές και, τέλος, νομίζω ότι το τελευταίο που είναι πιο γενική ανησυχία είναι η μείωση των επενδύσεων και της καταναλωτικής εμπιστοσύνης. Εάν οι καταναλωτές αρχίσουν να πιστεύουν ότι η οικονομία μπορεί να τεθεί σε πραγματική δοκιμασία, μπορεί να συγκρατήσουν τις δαπάνες τους και αυτό έχει φυσικά άλλου είδους επιπτώσεις.»
Μέσα σε αυτό το δύσκολο περιβάλλον, ποιοι θα είναι οι πιο ευάλωτοι από πλευράς καταναλωτών και επιχειρήσεων;
«Δεν νομίζω ότι έχουμε βρεθεί ποτέ σε μια τέτοια κατάσταση. Οι πιο ευάλωτοι είναι φυσικά οι μικρότερες αγορές.
Τα μεγάλα εμπορικά μπλοκ, όπως η ΕΕ, έχουν φυσικά μεγαλύτερη δυνατότητα να προστατευτούν. Τα μικρότερα εμπορικά μπλοκ, οι χώρες που στέκονται κατά κάποιο τρόπο μόνες τους, θα έχουν περισσότερες προκλήσεις.
Από την πλευρά των επιχειρήσεων, και πάλι, οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις θα αντιμετωπίσουν τις περισσότερες δυσκολίες. Έχουν το λιγότερο οικονομικό απόθεμα για να προστατευθούν από τις ανακατατάξεις.
Και στη συνέχεια, οι ίδιοι οι καταναλωτές εξαρτώνται φυσικά από την απασχόληση στον ιδιωτικό τομέα και σε πολλά μέρη του κόσμου, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις εξακολουθούν να αποτελούν την καρδιά της οικονομίας που προσφέρει το μεγαλύτερο μέρος της απασχόλησης. Όλα αυτά διακυβεύονται αυτή τη στιγμή.»