Με την υποστήριξη της Ολλανδικής Δημοκρατίας, η Ολλανδική Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών διέθεσε την ιδιοκτησία της στο κοινό για τη χρηματοδότηση επιχειρηματικών και στρατιωτικών εγχειρημάτων.
Ο επιθετικός προσδιορισμός «γρήγορο» για το σημερινό χρηματιστήριο μπορεί να αποτελεί ίσως μια υποτίμηση των πραγματικών συνθηκών...
Το πρόσωπο των σύγχρονων συναλλαγών - είτε μιλάμε για το Τόκιο, είτε για το Λονδίνο, είτε για την Νέα Υόρκη - συνθέτουν η ενημέρωση σε πραγματικό χρόνο σε μια οθόνη και μετοχές που αλλάζουν χέρια στην κυριολεξία με το πάτημα ενός κουμπιού.
Όμως πώς ξεκίνησαν όλα αυτά;
Οι σύγχρονες χρηματιστηριακές συναλλαγές έχουν τις ρίζες τους σε μια ολλανδική εμπορική εταιρεία πριν από τέσσερις αιώνες.
Στις 20 Μαρτίου 1602, η Ολλανδική Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών ("Vereenigde Oostindische Compagnie" στα ολλανδικά ή επί το συντομότερον VOC) ανακοίνωσε την πρώτη αρχική δημόσια προσφορά (IPO), θέτοντας τα θεμέλια για τις σύγχρονες χρηματοπιστωτικές αγορές. Το άρθρο 10 του καταστατικού της έλεγε: «Η VOC είναι μια εταιρεία, η οποία έχει την έδρα της σε ένα από τα μεγαλύτερα κράτη-μέλη της. Όλοι οι κάτοικοι αυτής της χώρας μπορούν να αγοράζουν μετοχές της εταιρείας αυτής».
Η ιδέα των επενδύσεων προϋπήρχε της έναρξης της ΙΡΟ της VOC. Ο Ολλανδός ιστορικός Μάρτεν Πρακ δήλωσε στο euronews ότι πριν από την VOC, οι εταιρείες ακολουθούσαν ένα παραδοσιακό μοντέλο, όπου οι έμποροι συγκέντρωναν χρήματα σε μεμονωμένα εμπορικά ταξίδια εντός της Ευρώπης ή στο εξωτερικό.
«Μετά το ταξίδι, οι λογαριασμοί τακτοποιούνταν και οι άνθρωποι, σε περίπτωση κέρδους ή τουλάχιστον ενός είδους θετικού αποτελέσματος, έπαιρναν πίσω την επένδυσή τους. Και στη συνέχεια, φυσικά, θα μπορούσαν να επανεπενδύσουν στο επόμενο ταξίδι και ούτω καθ' εξής», πρόσθεσε.
Ωστόσο, η VOC ήταν πρωτοπόρος σε δύο συγκεκριμένες πτυχές. Πρώτον, η μετοχική ιδιοκτησία ήταν ανοικτή σε όλους χωρίς να υπάρχει καθορισμένο ελάχιστο ποσό επένδυσης, και δεύτερον, οι μετοχές ήταν διαπραγματεύσιμες.
Ο Ολλανδός ιστορικός και οικονομολόγος Λόντεβαϊκ Πέτραμ επισημαίνει στο βιβλίο του «Το πρώτο χρηματιστήριο του κόσμου» ότι στην πρώτη σελίδα του καταστατικού είχε προστεθεί μια διάταξη μετά την αρχική του χορήγηση. Έλεγε: «Η μεταβίβαση ή η συναλλαγή μπορεί να γίνει μέσω του λογιστή αυτού του επιμελητηρίου».
Αυτό άνοιξε το δρόμο για μια δευτερογενή αγορά. Οι επενδυτές είχαν τη δυνατότητα να ανταλλάξουν τις μετοχές με κάποιον άλλο αντί να κρατούν τα χρήματά τους κλειδωμένα για χρόνια.
Επενδύσεις όχι μόνο για την ελίτ
Η διαπραγμάτευση γινόταν σε τρεις βασικές τοποθεσίες: στη Νέα Γέφυρα, όπου οι έμποροι πραγματοποίησαν τις πρώτες συναλλαγές μετοχών στον κόσμο στην ύπαιθρο, στο Χρηματιστήριο Hendrick de Keyser, μια ειδικά κατασκευασμένη αγορά για εμπορεύματα και μετοχές, και στην Πλατεία Νταμ, όπου συνεχίζονταν οι συναλλαγές μετά τις ώρες με βάση τις τελευταίες ειδήσεις και φήμες.
Η εγγραφή για την ΙΡΟ ήταν ανοικτή καθ' όλη τη διάρκεια του Αυγούστου. Από τους 1.143 αρχικούς επενδυτές συγκεντρώθηκε το ποσό των 3.674.945 κορωνών. Ένας από αυτούς ήταν η Νέελτχεν Κορνέλις, η οποία εργαζόταν ως καμαριέρα για έναν από τους ιδιοκτήτες της VOC. Επένδυσε 100 κορώνες, ένα ποσό που κέρδισε με κόπο όταν ο μισθός της ανερχόταν σε 50 λεπτά την ημέρα.
«Αυτό ήταν πολύ συνηθισμένο και καθόλου εξαιρετικό», εξήγησε στο euronews ο Ολλανδός ιστορικός της οικονομίας Γιαν Λούιτεν βαν Ζάντεν. Ενώ η κίνηση που έκανε η Κορνέλις μπορεί να εκπλήσσει τους ανθρώπους στο σημερινό πλαίσιο, ήταν αρκετά συνηθισμένη για την εποχή.
«Υπήρχαν πολλές μετοχές που διαπραγματεύονταν και επενδύονταν από κανονικά νοικοκυριά, έναν ξυλουργό ή έναν αγρότη», εξηγεί ο βαν Ζάντεν.
Σύμφωνα με τον ιστορικό, το να επιτρέπεται σε απλούς ανθρώπους να επενδύουν ήταν ένας όρος που έθεσε ο Γιόχαν βαν Ολντενμπάρνεβελτ, τότε Διευθυντής Συντάξεων της Ολλανδικής Δημοκρατίας. Αυτό συνέβαινε πριν οι επιχειρήσεις που συγχωνεύτηκαν στην VOC ενωθούν σε μια μεγάλη εταιρεία.
Περιμένοντας τα μερίσματα
«Η ιδέα ήταν "ας τις ενώσουμε όλες μαζί και ας δημιουργήσουμε μια πιο ισχυρή εταιρεία" - όχι μόνο εμπορικά αλλά και στρατιωτικά», λέει δήλωσε η Marteen Prak στο Euronews, περιγράφοντας τη δημιουργία της VOC ως μια σκόπιμη κίνηση εξουσίας.
«Η Ολλανδία προσπαθούσε να αποκτήσει την ανεξαρτησία της από τον βασιλιά της Ισπανίας, επειδή κυβερνούνταν από το ίδιο στέμμα - Πορτογαλία, Ισπανία και Ολλανδία. Έτσι, θεωρήθηκε επίσης ως μια μορφή πολέμου κατά της ισπανικής αυτοκρατορίας στην Ασία», συνέχισε.
Αυτό το μακροπρόθεσμο όραμα είχε τα μειονεκτήματά του - κυρίως την έλλειψη μετρητών στο χέρι για τους επενδυτές. Για σχεδόν μια δεκαετία από την έναρξη της δημόσιας εγγραφής της, η VOC δεν κατέβαλε κανένα μέρισμα, προκαλώντας την αυξανόμενη δυσαρέσκεια των μετόχων της.
Συν τοις άλλοις, μια επιπλέον εξέλιξη δημιουργούσε πίεση στην εταιρεία - ο πρώτος short seller στον κόσμο.
Το 1608, ο Ισαάκ Λε Μερ, ένας δυσαρεστημένος πρώην διευθυντής της VOC, ηγήθηκε αυτού που σήμερα θεωρείται το πρώτο "bear raid" στον κόσμο, δηλαδή πούλησε μετοχές που δεν του ανήκαν για να επωφεληθεί από την πτώση της τιμής τους. Ο Λε Μερ και οι συν αυτώ χρησιμοποίησαν προθεσμιακά συμβόλαια για να στοιχηματίσουν ενάντια στις τιμές των μετοχών της VOC.
Αυτά τα συμβόλαια, παρόμοια με τα σύγχρονα προθεσμιακά συμβόλαια, επέτρεπαν στους επενδυτές να συμφωνήσουν εκ των προτέρων σε μια τιμή πώλησης, προσδοκώντας να επωφεληθούν όταν η πραγματική τιμή μειωθεί. Σε αντίθεση με σήμερα, δεν απαιτούνταν καμία εγγύηση - αρκούσε μόνο μια γραπτή συμφωνία για να κλείσει μια συμφωνία.
Αυτή η οργανωμένη επίθεση επιδείνωσε την απογοήτευση των επενδυτών που περίμεναν χρόνια για αποδόσεις, ασκώντας πίεση στην VOC. Τελικά, τον Αύγουστο του 1609, η εταιρεία ανακοίνωσε το πρώτο της μέρισμα. Δεν επρόκειτο για χρήματα σε μετρητά.
«Χρησιμοποίησαν το πλεόνασμα του μοσχοκάρυδου, το οποίο ήταν δύσκολο να πουληθεί στην αγορά εκείνη την εποχή», εξηγεί ο βαν Ζάντεν, σημειώνοντας πως η VOC διένειμε ένα μπαχαρικό από το μοσχοκάρυδο που καλλιεργούνταν στις Ανατολικές Ινδίες. «Ήταν ένα είδος συμβιβαστικής λύσης», πρόσθεσε.
Ξεκινώντας το 1623, η VOC κατέβαλλε μερίσματα κάθε δύο χρόνια και στη συνέχεια πιο τακτικά από το 1635 - συχνά ετησίως ή εξαμηνιαίως. Στις δεκαετίες του 1630 και 1640, τα μερίσματα ήταν κυρίως γαρύφαλλα, τα οποία οι μέτοχοι δέχονταν με χαρά. Από το 1646, τα μερίσματα ήταν κυρίως σε μετρητά, με περιστασιακές διανομές ομολόγων. Αυτό διατήρησε την εμπιστοσύνη των μετόχων και επέτρεψε τη σταθερή άνοδο των τιμών.
Παρακμή της VOC
Ο καθηγητής Πρακ περιέγραψε επίσης την παρακμή της VOC στα τέλη του 18ου αιώνα, αποδίδοντάς την στην άνοδο των γαλλικών και βρετανικών αποικιοκρατικών δυνάμεων.
«Έγινε όλο και πιο δαπανηρό για την Ολλανδική Δημοκρατία και επίσης για την VOC να συγκρατήσει τους αντιπάλους της»δήλωσε ο ιστορικός. «Όταν έγινε σαφές ότι θα χρεοκοπούσε, η ολλανδική κυβέρνηση αγόρασε όλες τις μετοχές».
Πρωτοστατώντας σε βασικές χρηματοοικονομικές καινοτομίες από την ίδρυσή της, η VOC έθεσε τον ακρογωνιαίο λίθο για τις σημερινές κεφαλαιαγορές. Για τους επόμενους δύο αιώνες, παρέμεινε βασικός παίκτης στο παγκόσμιο εμπόριο, μέχρι τη σταδιακή παρακμή της.
«Αυτή [η θητεία της VOC] είναι μια μακρά περίοδος καλής επιτυχίας», εξηγεί ο βαν Ζάντεν, προσθέτοντας ότι «και η αποτυχία στο τέλος του 18ου αιώνα σχετίζεται με τη γενική αποδυνάμωση της κυριαρχίας με την άνοδο των ανταγωνιστών».