Ο Κώστας Μπερικόπουλος πρωταγωνιστεί στην παράσταση «Η Κληρονομιά μας», που ανεβαίνει στην Σκηνή «Νίκος Κούρκουλος» του Εθνικού Θέατρου
Το πολυβραβευμένο έργο του Αμερικανού συγγραφέα Μάθιου Λόπεζ «Η Κληρονομιά μας» ανεβαίνει για πρώτη φορά στην Ελλάδα, από την Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου, στην Σκηνή «Νίκος Κούρκουλος» του Εθνικού Θέατρου, σε σκηνοθεσία του Γιάννη Μόσχου, με έναν θίασο ταλαντούχων ηθοποιών διαφορετικών γενιών. Είναι μια παράσταση – εμπειρία, με πολιτικό στοχασμό, βαθιά ανθρώπινη και συγκινητική, για την ανάγκη όλων μας να αγαπήσουμε και να αγαπηθούμε.
Πηγή έμπνευσης του θεατρικού έργου είναι το μυθιστόρημα «Χάουαρντς Έντ» του Ε. Μ. Φόρστερ. Ο Μάθιου Λόπεζ δανείζεται στοιχεία από το βιβλίο του Άγγλου, ομοφυλόφιλου συγγραφέα, αναπλάθοντάς τα, προκειμένου να αφηγηθεί την ιστορία μιας παρέας ομοφυλόφιλων ανδρών στη Νέα Υόρκη, στα τέλη της δεκαετίας του 2010. Βάζει, μάλιστα, και τον ίδιο τον Φόρστερ να εμφανίζεται επί σκηνής, ο οποίος βοηθά τους ήρωες να αφηγηθούν την πολυκύμαντη ιστορία τους. Τρεις γενιές συνυπάρχουν επί σκηνής: αυτή που ανδρώθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα, η μετέπειτα γενιά της δεκαετίας του 1980, η οποία μεγάλωσε μέσα στην καρδιά της επιδημίας του AIDS, και η σημερινή γενιά ανδρών.
Ο Κώστας Μπερικόπουλος ερμηνεύει το ρόλο του Ε. Μ. Φόρστερ στο έργο, καθώς και το ρόλο του Γουόλτερ Πουλ, ενός ομοφυλόφιλου άνδρα που έζησε στη Νέα Υόρκη τη δεκαετία του ’80 και προσπάθησε να βοηθήσει τα θύματα του AIDS. Συναντηθήκαμε στο καμαρίνι του, στο Εθνικό Θέατρο, λίγο πριν την πρόβα του έργου και μιλήσαμε για τη θεματολογία του έργου αλλά και τη δική του διαδρομή στο θέατρο και την τηλεόραση.
-Το θεατρικό έργο του Μάθιου Λόπεζ δεν έχει παρουσιαστεί ξανά στην Ελλάδα. Πότε το διάβασες και πώς θα μας το περιέγραφες;
Πριν από δύο χρόνια περίπου, λίγο μετά την καραντίνα, ο Γιάννης Μόσχος μου είπε ότι έχει μεταφράσει ένα καταπληκτικό έργο και ότι σκόπευε κάποια στιγμή να το ανεβάσει. Μου το έστειλε. Το διάβασα, το βρήκα πολύ ωραίο και ξεκινήσαμε να το κάνουμε. Όσο το μελετούσαμε, τόσο περισσότερο αποκαλυπτόταν, πόσο εκπληκτικά γραμμένο είναι. Έχει δικαίως χαρακτηριστεί ως ένα από τα σπουδαιότερα έργα του αιώνα μας. Είναι πανέξυπνο, αιχμηρό, τρυφερό, γεμάτο χιούμορ. Τι είναι το έργο; Χωρίς να κάνω spoiler, πολύ χοντρικά θα πω ότι αφορά μια παρέα νέων συγγραφέων, οι οποίοι προσπαθούν να γράψουν κάτι και δεν έχουν έμπνευση.
Και ξαφνικά εμφανίζεται από το πουθενά, ο Ε. Μ. Φόρστερ, ο διάσημος Βρετανός συγγραφέας, που έχει γράψει το «Δωμάτιο με θέα», τον «Μωρίς», το «Χάουαρντς Έντ». Τους βοηθάει να μπούνε σε μία ιστορία, τους δείχνει ένα τρόπο. Αρχίζουμε όλοι μαζί λοιπόν, με τον Φόρστερ, να παίζουμε τους ήρωες που γράφουμε. Έτσι προκύπτει το έργο. Αφορά ουσιαστικά δύο γενιές gay ανθρώπων. Μια γενιά που έζησε την πανδημία του AIDS στη Νέα Υόρκη και τη σημερινή γενιά, γιατί το έργο φτάνει μέχρι το 2018. Είναι η ιστορία, το ψυχογράφημα της gay κοινότητας από τη δεκαετία του 1980 μέχρι σήμερα: οι αγώνες της, τα προβλήματα και η πραγματικότητά της. Αυτές οι δύο γενιές στο έργο συνδέονται, ακόμη και ερωτικά. Έχουμε λοιπόν αυτή την κληρονομιά που δίνει η παλαιότερη γενιά στη νεότερη. Το περιγράφω πολύ σχηματικά, γιατί η κληρονομιά παίζει μεταφορικά και συμβολικά πολλούς ρόλους στην εξέλιξη της πλοκής. Η μεταλαμπάδευση έχει πολλές μορφές.
- Πού εστιάζει;
Είναι ένα καθαρά gay έργο, που μιλάει όμως συνολικά για τον άνθρωπο. Αυτό είναι το καταπληκτικό. Δηλαδή, ενώ οι ήρωές του είναι όλοι gay, εκτός από μία γυναίκα, και έχει να κάνει με τις ομοφυλοφιλικές σχέσεις, μιλάει στην ουσία για τις ανθρώπινες σχέσεις και για την αγάπη, την ανάγκη να αγαπήσουμε και να αγαπηθούμε. Αφορά τους πάντες, όχι μόνο τους gay. Πριν λίγο καιρό, καλέσαμε κάποιους φίλους στις πρόβες που κάναμε. Μια ψυχολόγος μας ομολόγησε ότι την ταρακούνησε πολύ. Δουλεύει 20 χρόνια και έχει ασχοληθεί με πάνω από 30.000 περιστατικά στη ζωή της. Είδε στοιχεία από όλα αυτά τα περιστατικά μέσα στο έργο. Όχι μόνο ως πρόβλημα από την πλευρά του ψυχοθεραπευτή, αλλά και ως χαρακτήρες, ως χαρακτηριστικά της ανθρώπινης φύσης.*
- Εσύ ποιον χαρακτήρα ερμηνεύεις και τι ρόλο παίζει στην εξέλιξη της πλοκής, όσον αφορά στην κληρονομιά που αναφέρεις;
Όλοι μας παίζουμε πάνω από έναν ρόλους στο έργο. Εγώ υποδύομαι αρχικά τον Φόρστερ, τον συγγραφέα. Μετά με βάζουν να παίξω έναν από τους ήρωες του έργου, τον Γουόλτερ Πουλ, τον σύντροφο του Χένρι Γουίλκοξ, που ερμηνεύει ο Θέμης Πάνου, ο οποίος είναι ένας από τους πιο πλούσιους ανθρώπους του Μανχάταν. Δεν έχω κάποια εργασία. Βρίσκομαι στο πλάι αυτού του ανθρώπου και του μεγαλώνω τα παιδιά, γιατί η μητέρα τους έχει πεθάνει. Συμπορευόμαστε. Κάποια στιγμή σκάει η επιδημία του AIDS και οι δυο τους αποφασίζουν να φύγουν από τη Νέα Υόρκη. Βρίσκουν ένα σπίτι όπου μένουν για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα ως έγκλειστοι και μετά επιστρέφουν στην πόλη. Επιστρέφοντας, βρίσκω έναν άστεγο που έχει AIDS και τον φέρνω στο κτήμα για να του προσφέρω τις πρώτες βοήθειες και να έχει ένα καλύτερο τέλος.
Τον είχανε πεταμένο στο δρόμο και όταν το μαθαίνει ο σύντροφός μου με ένα τρόπο μου γυρίζει την πλάτη. Δεν χωρίζουμε αλλά με αφήνει μόνο μου σε αυτή την ιστορία. Έτσι εγώ βάζω ως στόχο ζωής και τον πετυχαίνω να φέρω στο κτήμα αρρώστους για να περάσουν εκεί ήρεμα τις τελευταίες μέρες τους. Αυτό είναι το μεγάλο, το σπουδαίο που κάνει στη ζωή του αυτός ο άνθρωπος. Το κτήμα που αποκτήσαμε μαζί, το έκανα ένα χώρο πόνου. Δηλαδή έρχονταν εκεί τη δεκαετία του ’80 οι άνθρωποι που έπασχαν από AIDS για να πεθάνουν ήσυχα.
Και αυτή την κληρονομιά, αυτό το κτήμα, το κληροδότησα σε έναν από τους νέους ήρωες στο έργο, με ο,τι φέρνει αυτό, σαν ιδεολογία, σαν αγάπη απέναντι στον άνθρωπο. Πρέπει να ομολογήσω ότι το έργο αυτό με συγκινεί βαθιά. Έχω μια αγωνία, ένα γαργαλητό μέσα μου για το πώς θα υποδεχτεί το ελληνικό κοινό. Δεν το αναφέρω αρνητικά, αλλά θέλω να δω πώς θα επικοινωνηθεί το έργο.
- Θεωρείς ότι είναι ένα θεατρικό έργο που απευθύνεται κυρίως σε ένα αμερικανικό κοινό ή όχι; Για παράδειγμα, από αυτά που μου λες, εμένα μου θυμίζει τους «Αγγέλους στην Αμερική» του Τόνι Κούσνερ.
Θυμίζει πράγματα που έχουμε δει. Δεν είναι όμως εκεί το θέμα του. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, είναι η ταύτιση που παθαίνει ο θεατής με τους ήρωες, γιατί τους απασχολούν πράγματα που μας απασχολούν όλους μας στην καθημερινότητά μας. Δηλαδή μιλάει για την αγάπη, την πίστη, την απιστία. Από την άλλη πλευρά είναι ένα gay έργο όπως θα έπρεπε να είναι ιδανικά ένας gay άνθρωπος και η gay κοινότητα μέσα σε μια κοινωνία. Έχει κάτι το ακτιβιστικό, με την έννοια ότι υπάρχουν κάποιοι χαρακτήρες που είναι ακτιβιστές, δηλαδή κάνουν μεγάλη προσπάθεια κι έχουν τις δικές τους οργανώσεις σε μία περίοδο που συμπίπτει με την πρώτη εκλογή του Τραμπ. Υπάρχουν ήρωες που είναι πολέμιοι αυτής της κατάστασης και υποστηρίζουν την Χίλαρι Κλίντον. Υπάρχει δηλαδή και ένα πολιτικό στοιχείο στο έργο.
- Αισθάνεσαι ότι είναι επαρκή τα δικαιώματα και τα κεκτημένα της LGBTQI+ κοινότητας στη χώρα μας;
Όχι δεν είναι κατά τη γνώμη μου επαρκή. Χρειάζονται να γίνουν πολλά. Αυτό που καταλαβαίνω όμως και χαίρομαι είναι ότι οι νεότερες γενιές αντιμετωπίζουν αλλιώς τη διαφορετικότητα. Τη βλέπουν σαν κάτι κανονικό μέσα στη ζωή τους. Είναι κάτι που δε με ξενίζει, αλλά είναι καινούργιο, γιατί στη δική μου γενιά δεν ήταν κανονικό, ήταν πάντα διαφορετικό. Ήταν κάτι που ξεχώριζες. Συζητούσαμε με έναν φίλο τις προάλλες και θυμόμασταν τότε που ξέσπασε το AIDS στην Ελλάδα. Σου κόλλαγαν τη ρετσινιά, δεν έφτανε ότι ήσουν άρρωστος. Υπήρχε η ρετσινιά ότι ήσουν gay και αρρώστησες. Και πέρα από αυτό υπήρχε κι ένας μεγάλος, ιδεοληπτικός φόβος. Δηλαδή και μόνο το ότι ήσουν gay, κάποιες στιγμές αισθανόσουν άρρωστος. Ένα καθαρά ιδεοληπτικό πράγμα. Τα πράγματα όμως έχουν πλέον εξελιχθεί. Οι νεότερες γενιές είναι πάρα πολύ εξοικειωμένες με τη διαφορετικότητα γενικότερα.
- Κατά τη γνώμη σου, υπάρχει ανάγκη για τι πράγμα;*
Υπάρχει ανάγκη για μεγαλύτερη ορατότητα, για περισσότερη εκπαίδευση και για ένα καλύτερο νομικό πλαίσιο. Εγώ θα εστίαζα κυρίως στην εκπαίδευση. Το κακό χτυπιέται στη ρίζα, μέσα από τη γνώση και την παιδεία, δηλαδή και μέσα από το σχολείο. Αλλά και η ίδια η πολιτεία να μεριμνήσει. Υπάρχουν τρόποι να το κάνει. Μέσα στη γνώση συμπεριλαμβάνεται όμως και το νομικό πλαίσιο. Εκεί πρέπει να γίνουν ακόμη πολλά βήματα. Μπορεί να υπερψηφίστηκε ο γάμος ομοφύλων αλλά πρέπει να γίνουν πολλά ακόμη, όσον αφορά στην τεκνοθεσία. Αυτό το θεωρώ πολύ θετικό από τον πρωθυπουργό, αλλά θα ήθελα να μάθουμε και τον λόγο που το έκανε. Νομίζω ότι είναι περισσότερο επικοινωνιακός. Είμαι πολύ επιφυλακτικός απέναντι σε όλο αυτό.
- Προς τα πού κατευθυνόμαστε όμως;
Νομίζω ότι έχουμε κάνει τεράστια άλματα. Αλλά έχω μια μικρή φοβία. Και στην Ελλάδα και γενικότερα παγκόσμια, είναι σαν να υπάρχει για κάποιο λόγο ένα restart στα πράγματα. Το είδαμε κι από τις δηλώσεις του πρωθυπουργού με έμμεσο τρόπο. Είναι σαν να μας λένε: «Οκ! Κατακτήσατε αυτά. Μέχρι εδώ!» Μας λένε ότι τώρα θα το ξαναπιάσουν από την αρχή. Αυτό δεν συμβαίνει μόνο με την gay κοινότητα αλλά γενικότερα. Κοίτα για παράδειγμα στο συνδικαλισμό. Βλέπω ότι κάποιοι άνθρωποι πάσχισαν, πολέμησαν για να φτάσουν τα εργασιακά σε ένα σημείο και πλέον όλα αυτά καταρρίπτονται. Θέλεις να αντιδράσεις και να κάνεις μια απεργία. Δεν έχει κανένα νόημα πλέον η απεργία. Δεν έχει κανένα νόημα το να βγεις στον δρόμο και να φωνάξεις. Απεναντίας, σε αφήνουν να φωνάξεις, να εκτονωθείς και στο τέλος περνά το δικό τους. Υπάρχει ανάγκη από κάποιους να το ξαναπιάσουν το πράγμα από την αρχή, σύμφωνα με τα δικά τους συμφέροντα. Έτσι θα απωλέσουμε όσα έχουμε κατακτήσει.
-Αισθάνεσαι ότι μπαίνουμε σε μια δύσκολη εποχή;
Νομίζω ότι έχουμε μπει εδώ και πολύ καιρό, από την περίοδο της οικονομικής κρίσης και του COVID. Έχουμε φτάσει σε ένα σημείο, όπου ο εγωισμός κι ο ναρκισσισμός μας είναι πάνω από όλα. Δεν ενδιαφέρεται κανείς για κανέναν. Το βλέπουμε παντού, μέσα στην καθημερινότητά μας. Είναι ένα φαινόμενο της εποχής που αφορά τα πάντα γύρω μας, όχι μόνο τον σεξουαλικό προσανατολισμό. Υπάρχει ο φασισμός, και δεν μιλάω καθόλου ταξικά, ότι οι έχοντες τους τρόπους, τα χρήματα και τα μέσα μπορούν να κάνουν ο,τι θέλουν. Δεν υπάρχει γι’ αυτούς κανένας νόμος που να τους εμποδίζει, κανένας έλεγχος.* Οι νεότερες γενιές δεν δίνουν μεγάλη σημασία σε όλη αυτή την ανομία και τον φασισμό. Ίσως γιατί μεγαλώνουν μέσα σ’ αυτή την κατάσταση και τη θεωρούν καθεστώς, κανονικότητα. Ίσως αυτά τα παιδιά κάνουν στο μέλλον μια επανάσταση για να διεκδικήσουν δικαιώματα που χάνονται σήμερα ή έχουν χαθεί τα τελευταία χρόνια.
- Έχεις συνεργαστεί με τους πάντες στο θέατρο. Έχεις μια πολύ πλούσια και γεμάτη διαδρομή. Πώς αισθάνεσαι;
Αισθάνομαι μεγάλη ικανοποίηση. Η ερώτησή σου με χτυπάει στην καρδιά. Ξέρεις γιατί; Είμαι πραγματικά πολύ τυχερός και ευγνώμων μέσα σε αυτή τη δουλειά. Οι άλλοι μου λένε ότι τίποτα δεν είναι τυχαίο. Σίγουρα δεν είναι τυχαίο, αλλά τύχη ήταν ότι όταν ξεκίνησα, βρέθηκα να με σκηνοθετεί ο Μίνως Βολανάκης. Από τύχη έγινε. Από τύχη βρέθηκα σε μια ακρόαση που έκανε ο Σταύρος Ντουφεξής. Από εκεί και πέρα, το ένα όμως έφερε το άλλο. Ήταν άλλες εποχές. Ήμουνα πολύ τυχερός που έπαιξα αμέσως όταν βγήκα από τη σχολή και άρχισαν σιγά σιγά να με γνωρίζουν. Νιώθω ευγνώμων στη ζωή μου και στους ανθρώπους που συναναστράφηκα και μου εμπιστεύθηκαν τόσα πράγματα. Υπήρχε βέβαια πολύς κόπος και εμπόδια. Ήταν πολύ δύσκολα. Κάνοντας όμως μία αναδρομή στο τι έχω κάνει, τι έχω παίξει και με ποιον έχω συνεργαστεί, το βλέπω ως μια ιδανική διαδρομή. Είχα τη φοβερή τύχη και ένα αλάθητο ένστικτο που έπαιρνε μπροστά και μου έλεγε όχι εδώ, ναι εκεί. Υπήρχαν πολύ λίγοι άνθρωποι που συνεργαστήκαμε, με τους οποίους δεν τα βρήκαμε ρε παιδί μου. Τους εκτιμώ, αλλά δεν θα ήθελα να συνεργαστώ ξανά. Αυτοί είναι όμως ελάχιστοι.
- Έχεις μετανιώσει για κάτι; Θα άλλαζες κάτι;
Αν γύριζα λίγο το χρόνο πίσω, θα έκανα μάλλον τα ίδια πράγματα. Αυτό που θα ήθελα να έκανα, ήταν να βάλω πιο μπροστά τον εαυτό μου και τα συμφέροντά μου. Δεν μιλάω οικονομικά. Τώρα το βλέπω. Σε κάποιες περιπτώσεις θα έπρεπε να ήμουνα λίγο πιο διεκδικητικός με τα ψυχοσωματικά, επαγγελματικά και οικονομικά μου συμφέροντα. Ήμουνα πολύ συγκαταβατικός με κάποια πράγματα. Εκεί που δεν ήμουνα συγκαταβατικός όμως ήταν στο καλλιτεχνικό πεδίο. Έπρεπε να αντιδράσω στη διάρκεια της προετοιμασίας. Όφειλα να τα χειριστώ για τον εαυτό μου διαφορετικά. Όχι σαν κόντρα, αλλά σαν ένα επί ίσοις όροις παιχνίδι με τον σκηνοθέτη. Δηλαδή πολλές φορές αφέθηκα σε αυτό που μου πρότεινε ο σκηνοθέτης.
- Το θέατρο απορροφά ένα πολύ μεγάλο μέρος της ζωής σου. Είναι μια ζωή θέατρο;
Αυτό δεν ισχύει για μένα. Έχω κι άλλα πράγματα στη ζωή μου. Σαφέστατα είναι η προτεραιότητά μου το θέατρο, η δουλειά μου, γιατί μου τρώει πάρα πολλές ώρες μέσα στο εικοσιτετράωρο. Δεν είναι μόνο η πρόβα ή η παράσταση, είναι άλλες τόσες ώρες να μελετήσεις και να σκεφτείς. Καταναλώνω πολλές ώρες δουλεύοντας, αλλά έχω κι άλλες προτεραιότητες. Μάλλον θεωρώ κάποια πράγματα πολύ πιο σημαντικά από το θέατρο στη ζωή μου. Είναι οι ανθρώπινες σχέσεις μου.
- Τι είναι τελικά αυτό που μένει από αυτή τη θεατρική διαδρομή; Ή είναι απλά ένα ακόμη επάγγελμα;
Είναι επάγγελμα με την έννοια ότι εγώ δεν κάνω κάτι άλλο. Ζω από αυτή τη δουλειά. Από την άλλη θα μιλήσω ξανά για την καλή μου τύχη. Βρέθηκα με τόσο σπουδαίους ανθρώπους.
- Πέρα όμως από το θέατρο, υπάρχει και η τηλεόραση. Πόσο άλλαξε τη ζωή σου η τηλεοπτική επιτυχία του Maestro;
Πολύ! Ήμουν πολύ τυχερός ξανά γιατί έχω κάνει λίγα και καλά πράγματα στην τηλεόραση. Πριν κάποια χρόνια έκανα το «10» με την Πηγή Δημητρακοπούλου και πριν δύο χρόνια το «Αυτή η νύχτα μένει». Η συνεργασία με τον Χριστόφορο Παπακαλιάτη ήταν μια ευτυχής συγκυρία. Ήταν μια πάρα πολύ ωραία σειρά από τον πρώτο κύκλο. Δέχτηκα από το πουθενά, ένα τηλέφωνο του Χριστόφορου που μου λέει: «γράφω ένα ρόλο και θέλω πολύ να τον παίξεις». Κάναμε λοιπόν τον δεύτερο κύκλο και όλα αυτά που είχαμε συζητήσει, άρχισε να τα εφαρμόζει περισσότερο στον τρίτο κύκλο, όπου είδαμε να εξελίσσεται περισσότερο ο ρόλος μου. Νιώθω ότι ο Χριστόφορος μου έκανε ένα πολύ μεγάλο δώρο, με την έννοια ότι μου έγραψε καταπληκτικές σκηνές. Ήταν βούτυρο στο ψωμί του ηθοποιού, αυτά που μου έγραψε. Τα ευχαριστήθηκα πάρα πολύ, τα δούλεψα πάρα πολύ. Όλοι οι συντελεστές ήταν εξαιρετικοί συνεργάτες.
- Τι σου έμεινε από αυτή την ωραία περιπέτεια;
Αυτό που μου έχει κάνει μεγάλη εντύπωση είναι το πόσος κόσμος βλέπει τηλεόραση και πόσος κόσμος είδε το Maestro. Διότι εγώ δεν είμαι γνωστός από την τηλεόραση. Όταν έκανα το «Αυτή η νύχτα μένει» με σταματούσαν στο σούπερ μάρκετ. Τώρα, κάθε πέντε λεπτά, με σταματούν άνθρωποι διαφόρων ηλικιών και ειδικοτήτων. Χαίρομαι που είδαν κάτι που τους άρεσε πάρα πολύ. Και επειδή μου άρεσε και μένα πάρα πολύ αυτή η συνεργασία, δεν μιλάω μόνο για το αποτέλεσμα, νιώθω πραγματικά πάρα πολύ ωραία. Νιώθω ότι η τύχη μου έστειλε ένα δώρο.
Να σου πω και δύο ωραίες ιστορίες. Τον Δεκαπενταύγουστο, που μας πέρασε, είχαμε τελειώσει τα γυρίσματα. Με παίρνει τηλέφωνο ο Χριστόφορος. Μου λέει: Είσαι στους Παξούς;» του απαντώ πώς όχι. Αυτός ήταν εκεί. Μου λέει ότι ήταν κάποιος εκεί που λέει ότι είναι ο Δημοσθένης Κουβάς και βγαίνει φωτογραφίες με τους τουρίστες. Δεν ανακάλυψαν ποτέ ποιος ήταν (γέλια). Μια άλλη φορά, ήμασταν εκεί στο λιμάνι με τον Φάνη Μουρατίδη και πίναμε καφέ. Γυρίζαμε τον τρίτο κύκλο. Ξαφνικά σκάει ένα κρουαζιερόπλοιο και βγαίνουν Αυστραλοί. Με το που μας βλέπουν, όρμησαν επάνω μας. Τράβαγαν τα σουπλά από τα τραπέζια για να τους τα υπογράψουμε, σαν αυτόγραφα. Με αφορμή τη σειρά, θέλω να αναφέρω επίσης, δεν ξέρω πώς θα ακουστεί και δεν με ενδιαφέρει, ότι νιώθω πολύ καλά γιατί με αγαπάνε πολύ οι συνάδελφοί μου. Ήταν πολλοί αυτοί μου έστειλαν μηνύματα αγάπης για αυτή τη σειρά. Τα συναισθήματα είναι βέβαια αμοιβαία.
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
Μετάφραση-Σκηνοθεσία: Γιάννης Μόσχος
Σκηνικά: Τίνα Τζόκα
Κοστούμια: Βάνα Γιαννούλα
Μουσική: Θοδωρής Οικονόμου
Κίνηση: Ανθή Θεοφιλίδη
Σχεδιασμός βίντεο: Νίκος Πάστρας
Φωτισμοί: Χριστίνα Θανάσουλα
Δραματολόγος παράστασης: Έρι Κύργια
Βοηθός σκηνοθέτη: Θωμαΐς Τριανταφυλλίδου
Β’ Βοηθός σκηνοθέτη: Χριστιάνα Δημητρά
Βοηθός σκηνογράφου: Κυριακή Φόρτη
Βοηθός ενδυματολόγου: Αλέξανδρος Γαρνάβος
Βοηθός φωτίστριας: Ιφιγένεια Γιαννιού
Παίζουν (με αλφαβητική σειρά): Γιώργος Ζιάκας, Αλκιβιάδης Μαγγόνας, Γιώργος Μακρής, Στέφανος Μουαγκιέ, Κώστας Μπερικόπουλος, Άγγελος Μπούρας, Κώστας Νικούλι, Παναγιώτης Παναγόπουλος, Θέμης Πάνου, Θανάσης Ραφτόπουλος, Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου, Γιώργος Χριστοδούλου
Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή
Βίντεο: Νίκος Πάστρας
INFO
Μέρες και ώρες παραστάσεων:
Πέμπτη 13 & Σάββατο 15 Φεβρουαρίου Α’ Μέρος, Παρασκευή 14 & Κυριακή 16 Φεβρουαρίου Β’ Μέρος.
Από Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου έως 1 Ιουνίου: Τετάρτη έως Σάββατο στις 20.00 (Τετάρτη & Παρασκευή Α’ Μέρος/ Πέμπτη & Σάββατο Β’ Μέρος) & Κυριακή στις 17.00 (Α’ & Β’ Μέρος σε ενιαία παράσταση)
Τιμές εισιτηρίων: Τετάρτη & Παρασκευή - Α' Μέρος 14€ | Πέμπτη & Σάββατο - Β' Μέρος 14€ | Κυριακή - Α' & Β' Μέρος 25€ | Ισχύουν κάρτες Ανέργων και ΑμεΑ 5€
Διάρκεια: Α’ Μέρος: 2 ώρες και 45 λεπτά (με διάλειμμα 15 λεπτών) & Β’ Μέρος 2 ώρες και 50 λεπτά (με διάλειμμα 15 λεπτών) | Ενιαία παράσταση: 6 ώρες και 10 λεπτά (με δύο διαλείμματα 15 λεπτών και ένα διάλειμμα 45 λεπτών μεταξύ Α’ και Β’ Μέρους)
Η παράσταση περιέχει γυμνό και προτείνεται για θεατές άνω των 15 χρόνων