Η πτώση του συριακού καθεστώτος άνοιξε τη συζήτηση σχετικά με το μέλλον του ενός εκατομμυρίου Σύρων που διέφυγαν από τον πόλεμο και αναζήτησαν καταφύγιο στην Ευρώπη.
Η κατάρρευση της βίαιης δικτατορίας του Μπασάρ αλ Άσαντ έχει αφήσει στην Ευρωπαϊκή Ένωση έναν τεράστιο κατάλογο καυτών ερωτημάτων που πρέπει να απαντηθούν: Ποιος είναι ο κύριος συνομιλητής στη χώρα; Πώς μπορούν οι Βρυξέλλες να συμβάλουν στη μετάβαση της εξουσίας; Τι θα συμβεί με τις τιμωρητικές κυρώσεις; Θα πρέπει να εισρεύσουν και πάλι κονδύλια της ΕΕ για την ανοικοδόμηση;
Και όμως, κανένα άλλο ερώτημα δεν έχει μεγαλύτερη σημασία για τις κυβερνήσεις από το μέλλον των πάνω από ένα εκατομμύριο Σύρων που έχουν αναζητήσει καταφύγιο σε όλη την Ευρώπη.
Σε έναν καταιγισμό ανακοινώσεων αμέσως μετά την πτώση του Άσαντ, οι ευρωπαϊκές χώρες άρχισαν να σταματούν προσωρινά την επεξεργασία των αιτήσεων ασύλου των Σύρων υπηκόων που εκκρεμούσαν ακόμη στο σύστημα. Η Γερμανία, η Ιταλία, η Σουηδία, η Δανία, η Φινλανδία και το Βέλγιο ήταν μεταξύ εκείνων που έβαλαν «φρένο», επικαλούμενες τις ασταθείς συνθήκες επί τόπου.
Οι αποφάσεις σχετικά με την εξέταση αιτήσεων ασύλου Σύρων προσφύγων, εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των κρατών-μελών, σχολίασε ο εκπρόσωπος της Επιτροπής, αρμόδιος για θέματα μετανάστευσης, Στέφαν ντε Κερσμάκερ. Σημείωσε, ωστόσο, ότι η κατάσταση στη Συρία είναι ρευστή και οι εξελίξεις ραγδαίες, γι' αυτό είναι σημαντικό να παρακολουθούμε την κατάσταση επί του πεδίου.
Σημείωσε, επίσης, ότι οι επιστροφές στη Συρία μπορούν να γίνουν σε εθελοντική βάση και εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις για «ασφαλείς, εθελοντικές και αξιοπρεπείς επιστροφές», σύμφωνα με την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες.
Ωστόσο, ελλείψει ενός κοινού ευρωπαϊκού καταλόγου για τις «ασφαλείς τρίτες χώρες», το κάθε κράτος-μέλος αξιολογεί μόνο του αν μια τρίτη χώρα είναι ασφαλής ή όχι, σημείωσε ο Στέφαν ντε Κερσμάκερ. Πρόσθεσε, τέλος, ότι Επιτροπή παραμένει σε επαφή με τα κράτη-μέλη και παρακολουθεί την κατάσταση.
Στην Αυστρία, ο υπηρεσιακός υπουργός Εσωτερικών Γκέρχαρντ Κάρνερ, σκληροπυρηνικός στη μεταναστευτική πολιτική, ανακοίνωσε την αναστολή της οικογενειακής επανένωσης και την εισαγωγή ενός νέου «προγράμματος ομαλού επαναπατρισμού και απέλασης» που θα εφαρμοστεί σε περίπου 40.000 Σύρους στους οποίους έχει χορηγηθεί προστασία τα τελευταία πέντε χρόνια.
«Ο στόχος θα είναι εκείνοι που έχουν γίνει εγκληματίες, σε εκείνους που δεν θέλουν να προσαρμοστούν στις πολιτιστικές αξίες της Ευρώπης, της Αυστρίας, ή σε εκείνους που δεν θέλουν να εργαστούν και γι' αυτό ζουν μόνο με κοινωνικά επιδόματα. Αυτοί είναι σαφώς η προτεραιότητα σε αυτό το πρόγραμμα», δήλωσε ο Karner.
Η πρόταση της Βιέννης έφερε την επίπληξη της Μπίργκιτ Σίπελ, ευρωβουλευτού των Σοσιαλιστών με μακρά εμπειρία στη μεταναστευτική πολιτική, η οποία την κατήγγειλε ως πρόωρη.
«Η απέλαση ανθρώπων πίσω στη Συρία νομίζω ότι είναι πολύ νωρίς για κάτι τέτοιο, διότι δεν ξέρουμε τι θα συμβεί στη συνέχεια. Θα ζήσει η χώρα ειρηνικά ή θα αρχίσουν οι διάφορες ομάδες να πολεμούν μεταξύ τους και να κάνουν τα πράγματα ακόμη χειρότερα;» δήλωσε η Σίπελ σε συνέντευξή τηςστο Euronews.
«Είναι λίγο αστείο να βλέπουμε ότι, από τη μία πλευρά, τα κράτη μέλη μιλούν ήδη για την επιστροφή ανθρώπων στη Συρία και άλλοι ανησυχούν ότι τα πράγματα μπορεί να χειροτερέψουν».
Ωστόσο, τα κράτη μέλη είχαν ήδη ξεκινήσει συζητήσεις για το πώς θα επιταχυνθούν οι εθελοντικές επιστροφές των Σύρων προσφύγων πριν από τα έκτακτα γεγονότα του Σαββατοκύριακου, αν και το θέμα παρέμενε εξαιρετικά αμφιλεγόμενο.
Η Ιταλίδα πρωθυπουργός Τζόρτζια Μελόνι είχε, νωρίτερα φέτος, προτάξει μια προσεκτική προσέγγιση με το καθεστώς Άσαντ, ανοίγοντας εκ νέου την ιταλική πρεσβεία στη Δαμασκό και προτρέποντας το μπλοκ να αναθεωρήσει τη στρατηγική του απέναντι στη ρημαγμένη από τον πόλεμο χώρα. Η Αυστρία, η Σλοβενία, η Σλοβακία, η Κροατία, η Ελλάδα, η Τσεχική Δημοκρατία και η Κύπρος υποστήριξαν την έκκληση της Ιταλίας σε κοινή επιστολή που δημοσιεύθηκε τον Ιούλιο.
Όλες αυτές οι προσπάθειες, οι οποίες βρίσκονταν σε πολύ πρώιμο στάδιο, πρόκειται τώρα να μπουν σε υπερδιέγερση μετά την ανατροπή της σιδηράς εξουσίας του Άσαντ. Η συζήτηση θα προχωρήσει, κάποια στιγμή, ίσως πολύ σύντομα, αναπόφευκτα στην αντιμετώπιση του απόλυτου ερωτήματος: θα πρέπει να ανακληθεί το καθεστώς του πρόσφυγα για να σταλούν οι Σύροι πίσω;
Το καθεστώς του πρόσφυγα υπό αμφισβήτηση
Η συντριπτική πλειονότητα των Σύρων που διέφυγαν από τον εμφύλιο πόλεμο και ήρθαν στην ΕΕ ζητώντας άσυλο, έλαβαν είτε το καθεστώς του πρόσφυγα είτε την επικουρική προστασία και τους επετράπη να παραμείνουν εντός του μπλοκ για αόριστο χρονικό διάστημα. Λόγω της αιματηρής φύσης της σύγκρουσης, οι Σύροι προστατεύονταν από την αρχή της μη επαναπροώθησης, η οποία απαγορεύει στις αρχές να απελαύνουν τους μετανάστες σε κράτη όπου θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν διώξεις, βασανιστήρια ή οποιαδήποτε άλλη κακομεταχείριση.
Στην πράξη, αυτό σήμαινε ότι οι χώρες της ΕΕ μπορούσαν, το πολύ-πολύ, να βοηθήσουν όσους ήθελαν οικειοθελώς να επιστρέψουν. Με τον Άσαντ να παραμένει στην εξουσία, λίγοι πείστηκαν να το πράξουν: πέρυσι, μόνο 38.300 από τα 5,1 εκατομμύρια Σύρους πρόσφυγες που φιλοξενούνται σε γειτονικές χώρες επέλεξαν να επιστρέψουν, σύμφωνα με την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (UNCHR).
Οι συνθήκες στο εσωτερικό της Συρίας «δεν ήταν ακόμη ευνοϊκές για τη διευκόλυνση εθελοντικών επιστροφών μεγάλης κλίμακας με ασφάλεια και αξιοπρέπεια», προειδοποίησε η UNCHR στην ετήσια επισκόπησή της. Οι ανησυχίες σχετικά με την ασφάλεια, τα μέσα διαβίωσης, τις βασικές υπηρεσίες και τη στέγαση αναφέρθηκαν ως λόγοι για το χαμηλό ποσοστό επαναπατρισμού. Περίπου το 90% των ανθρώπων στη Συρία ζουν σε συνθήκες φτώχειας.
Ενώ πολλοί από αυτούς τους παράγοντες δεν αναμένεται να βελτιωθούν σύντομα λόγω της απόλυτης καταστροφής που προκάλεσε ο μακροχρόνιος πόλεμος, η ριζική αλλαγή στην πολιτική κατάσταση είναι πιθανό να οδηγήσει σε μια επανεκτίμηση του πόσο επικίνδυνη είναι η Συρία, η οποία, με τη σειρά της, θα ανοίξει το δρόμο για την επανεκτίμηση της προστασίας που παρέχεται σε όσους διέφυγαν από τον πόλεμο.
Η οδηγία της ΕΕ για την αναγνώριση, που ισχύει από το 2011, ορίζει έξι κριτήρια για τη λεγόμενη "παύση" του καθεστώτος του πρόσφυγα, απηχώντας (σχεδόν κατά λέξη) τους κανόνες που θεσπίζει η Σύμβαση του 1951 για τους πρόσφυγες. Τα τέσσερα πρώτα είναι σε μεγάλο βαθμό εθελοντικά και μπορούν ήδη να εφαρμοστούν σε όσους Σύρους επιστρέφουν ελεύθερα και παραιτούνται από τη διεθνή προστασία τους.
Το πέμπτο και το έκτο κριτήριο είναι πιο περίπλοκα, διότι ενεργοποιούνται όταν εξαφανίζονται οι "περιστάσεις" που δικαιολογούσαν εξαρχής το καθεστώς του πρόσφυγα. Μια παρόμοια διάταξη παύσης ισχύει για την επικουρική προστασία όταν οι συνθήκες "έχουν πάψει να υφίστανται ή έχουν αλλάξει σε τέτοιο βαθμό ώστε να μην απαιτείται πλέον προστασία".
Μόλις πληρούνται τα κριτήρια, οι χώρες "ανακαλούν, τερματίζουν ή αρνούνται την ανανέωση" του καθεστώτος πρόσφυγα ή της επικουρικής προστασίας που έχει χορηγηθεί στο εν λόγω πρόσωπο.
Εκ πρώτης όψεως, η πτώση του καθεστώτος του Άσαντ θα μπορούσε να επικαλεσθεί από τις εθνικές αρχές ως επαρκής αλλαγή των συνθηκών, δεδομένου ότι ήταν η ανελέητη καταστολή του Άσαντ που προκάλεσε κυρίως τη μαζική έξοδο των αιτούντων άσυλο και εμπόδισε τον επαναπατρισμό.
Ωστόσο, ο νόμος προσφέρει μια βασική επιφύλαξη: "Τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη τους κατά πόσον η αλλαγή των συνθηκών είναι τόσο σημαντική και μη προσωρινή ώστε ο φόβος δίωξης του πρόσφυγα να μην μπορεί πλέον να θεωρηθεί βάσιμος".
Αυτή η επιφύλαξη μπορεί να λειτουργήσει ως "αντεπιχείρημα" για την άσκηση έφεσης κατά της ανάκλησης που ο πρόσφυγας μπορεί να θεωρεί αβάσιμη, λέει ο Steve Peers, καθηγητής δικαίου της ΕΕ στο Royal Holloway του Πανεπιστημίου του Λονδίνου. Επιπλέον, άλλοι Σύριοι που, κατά τη διάρκεια της παραμονής τους, απέκτησαν μακροχρόνιες άδειες διαμονής ή την ιθαγένεια της ΕΕ θα είναι "σε πιο ασφαλή θέση".
Η επόμενη μέρα στη Συρία
Η απόδειξη μιας διαρκούς αλλαγής των συνθηκών που δεν αποτελεί πλέον απειλή για τους πρόσφυγες μπορεί να αποδειχθεί δύσκολη, αν όχι αδύνατη, σε μια κατεστραμμένη χώρα που υφίσταται μετάβαση εξουσίας εν μέσω αντιμαχόμενων φατριών και θρησκευτικών ταυτοτήτων.
Η Hayat Tahrir al-Sham (HTS), η δύναμη των ανταρτών που ηγήθηκε της επίθεσης που ανέτρεψε το καθεστώς του Άσαντ και διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη μετάβαση, θεωρείται τρομοκρατική οργάνωση από τον ΟΗΕ και την ΕΕ λόγω των προηγούμενων δεσμών της με την Αλ Κάιντα. Ενώ η HTS προσπάθησε να αποκτήσει νομιμότητα υιοθετώντας τον πλουραλισμό και διορίζοντας έναν προσωρινό πρωθυπουργό, εξακολουθεί να μαστίζεται από κατηγορίες για παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων φερόμενων εκτελέσεων για βλασφημία και μοιχεία που πραγματοποιούνται βάσει μιας αυστηρής ερμηνείας του ισλαμικού νόμου.
Το τι είδους κυβέρνηση θα μπορούσε να προκύψει στη συνέχεια, δεν το ξέρει κανείς. Η προστασία των μειονοτήτων, ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και η απονομή δικαιοσύνης θα είναι μεταξύ των στοιχείων που θα μετρήσουν τον βαθμό ασφάλειας στη Συρία - ή την έλλειψή της.
Ο Μιχάλης Χατζηπαντέλα, κεντροδεξιός ευρωβουλευτής από την Κύπρο (ΕΛΚ), μια χώρα που νωρίτερα φέτος κατακλύστηκε από μια ξαφνική εισροή Σύρων αιτούντων άσυλο, ανησυχεί ότι η έλλειψη μιας "σταθερής κυβέρνησης" θα μπορούσε να τροφοδοτήσει ένα νέο μεταναστευτικό κύμα και ζήτησε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να παράσχει "καθοδήγηση" σχετικά με το πώς θα αντιμετωπιστεί το "περίπλοκο ζήτημα" του ασύλου.
Προς το παρόν, η Κομισιόν, η οποία είναι επιφορτισμένη με τη διασφάλιση της ορθής εφαρμογής της νομοθεσίας της ΕΕ, έχει κινηθεί προσεκτικά στο θέμα, προτρέποντας τις κυβερνήσεις να αξιολογούν τις αιτήσεις ατομικά και όχι με την εξαγωγή συλλογικών συμπερασμάτων. Όσον αφορά την πιθανή ανάκληση του καθεστώτος του πρόσφυγα, το εκτελεστικό όργανο απέφυγε κάθε εικασία.
«Η κατάσταση εξελίσσεται, είναι εξαιρετικά ρευστή και αλλάζει συνεχώς. Αυτό απαιτεί πολύ σημαντική παρακολούθηση του τι συμβαίνει στο πεδίο, μαζί με το UNCHR, μαζί με τα κράτη μέλη», δήλωσε την Τρίτη εκπρόσωπος της Επιτροπής.
Η UNCHR έχει επίσης προειδοποιήσει για τη βαθιά αβεβαιότητα στο εσωτερικό της Συρίας και την πιθανή εμφάνιση "νέων, απρόβλεπτων κινδύνων" που θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο τις επιστροφές.
«Μπορεί να χρειαστεί λίγος χρόνος για να εκτιμήσουν οι πρόσφυγες την κατάσταση και να αποκτήσουν μια σαφέστερη εικόνα για το ποια είναι αυτή η νέα κατάσταση στο έδαφος», δήλωσε εκπρόσωπος της UNCHR.
Παρόλα αυτά, η σωρεία ανακοινώσεων που έκαναν οι χώρες της ΕΕ (ορισμένες δημοσιεύτηκαν λιγότερο από 24 ώρες αφότου η Ρωσία επιβεβαίωσε ότι ο Άσαντ είχε αποχωρήσει) υποδηλώνει μια αυξανόμενη αποφασιστικότητα των πρωτευουσών να αναθεωρήσουν το καθεστώς των Σύρων προσφύγων και να επιταχύνουν τους επαναπατρισμούς, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.
Τα κεντρώα κόμματα σε όλο το μπλοκ έχουν υιοθετήσει μια σκληρή στάση στο μεταναστευτικό σε μια προσπάθεια να περιορίσουν την ισχυρή άνοδο των ακροδεξιών δυνάμεων. Εξάλλου, πολλές από αυτές τις ριζοσπαστικές δυνάμεις αναδείχθηκαν μετά τη μεταναστευτική κρίση του 2015, όταν η ΕΕ δέχθηκε 1,3 εκατομμύρια αιτήσεις ασύλου, οι περισσότερες από τις οποίες προέρχονταν από υπηκόους της Συρίας, του Αφγανιστάν και του Ιράκ.
Έκτοτε, οι Σύροι παραμένουν σταθερά η μεγαλύτερη ομάδα αιτούντων άσυλο.
Η αναθεώρηση της πολιτικής της ΕΕ για τη Συρία συμπίπτει με μια ευρύτερη επανεξέταση της μεταναστευτικής πολιτικής της ΕΕ. Ηγέτες από όλο το πολιτικό φάσμα ζήτησαν από τις Βρυξέλλες να διερευνήσουν "νέους τρόπους" για την ανάθεση των διαδικασιών ασύλου σε εξωτερικούς φορείς - για παράδειγμα, με τη δημιουργία στρατοπέδων απέλασης σε μακρινές χώρες, όπου οι απορριφθέντες αιτούντες θα περιμένουν την τελική απάντηση.
Το μέλλον των Σύρων προσφύγων θα μπορούσε σύντομα να προσθέσει ένα νέο κεφάλαιο σε αυτή την επανεφεύρεση.
«Σε αυτή την περίοδο αναταραχής και αλλαγών, οι χώρες θα πρέπει να αποφύγουν να βυθίσουν τους Σύρους πρόσφυγες και τους ανθρώπους που ζητούν άσυλο σε καταστάσεις περαιτέρω αβεβαιότητας και επισφάλειας», δήλωσε η Ιβ Γκεντί, διευθύντρια του γραφείου της Διεθνούς Αμνηστίας στην ΕΕ.
«Αντ' αυτού, η ασφάλεια και η δράση των ανθρώπων που ζητούν άσυλο πρέπει να τεθούν στο επίκεντρο της λήψης αποφάσεων και να μην θυσιαστούν στη λυσσαλέα, αντιπροσφυγική πολιτική που καταλαμβάνει σήμερα την Ευρώπη», πρόσθεσε η ίδια.