«Η θέση μας για το πλαίσιο της συμφωνίας είναι εξαιρετικά αρνητική» αναφέρει χαρακτηριστικά η CGIL
Καθώς συνεχίζονται οι διαπραγματεύσεις για τον καθορισμό των προϊόντων που θα υπόκεινται στον δασμό του 15% και εκείνων που θα εξαιρεθούν, αναμένεται να απαιτηθεί περισσότερος χρόνος για τη λήψη οριστικών αποφάσεων σχετικά με τις εξαιρέσεις. Εκτός από τους τομείς της χημικής βιομηχανίας και των μεταφορών, οι κλάδοι που επηρεάζονται περιλαμβάνουν τη μόδα, τα αγροδιατροφικά προϊόντα, τη μηχανολογία, την κοσμηματοποιία και την επιπλοποιία.
Την ίδια ώρα, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει συμφωνήσει να επενδύσει 600 δισεκατομμύρια ευρώ στις Ηνωμένες Πολιτείες και να αγοράσει αμερικανική ενέργεια ύψους 750 δισ. ευρώ. Η αξία των ιταλικών εξαγωγών προς τις ΗΠΑ ανέρχεται σε περίπου 66 δισεκατομμύρια ευρώ. Σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις του ινστιτούτου Svimez, που περιλαμβάνουν και τον φαρμακευτικό κλάδο, η επιβολή δασμών 15% θα μπορούσε να προκαλέσει μείωση του ΑΕΠ κατά περίπου έξι δισ. ευρώ.
CGIL: «Να επαναχρησιμοποιηθεί το μοντέλο SURE για τη στήριξη της απασχόλησης»
Για τον Κριστιάν Φεράρι, ομοσπονδιακό γραμματέα της ιταλικής συνδικαλιστικής συνομοσπονδίας CGIL, οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι εκείνες που ωφελούνται περισσότερο από τη συμφωνία: «Αξιολογήσαμε πολύ αρνητικά το γενικό πλαίσιο της συμφωνίας», δήλωσε στο Euronews.
«Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν απέφυγε τον εμπορικό πόλεμο με τις ΗΠΑ: αρχικά τον υπέστη χωρίς να αντιδράσει και στη συνέχεια τον έχασε με μια άνευ όρων παράδοση εκ μέρους της Επιτροπής και των εθνικών κυβερνήσεων. Ενώ τα ευρωπαϊκά προϊόντα θα επιβαρυνθούν με γενικευμένους δασμούς τουλάχιστον 15% – επιπλέον της υποτίμησης του ευρώ, που προσθέτει ένα 13-14% επιβάρυνση – τα αμερικανικά προϊόντα δεν θα πληρώνουν τίποτα. Κι αυτό από μόνο του αρκεί».
Ο Φεράρι εκφράζει ανησυχία και για την απασχόληση: «Βραχυπρόθεσμα, είναι ζωτικής σημασίας η προστασία των εργαζομένων στους πληγέντες κλάδους. Η πρότασή μας είναι η επαναφορά του μοντέλου SURE, που εφαρμόστηκε στην πανδημία: ένα ευρωπαϊκά χρηματοδοτούμενο σύστημα καθολικών επιδομάτων για τη διατήρηση των εισοδημάτων και των θέσεων εργασίας».
Και προσθέτει: «Η δεύτερη προτεραιότητα είναι η υιοθέτηση μέτρων που θα αποτρέψουν τις μεταφορές παραγωγής προς τις ΗΠΑ, φαινόμενο που επιδεινώνεται από τη – μέχρι στιγμής ασαφή – δέσμευση της Επιτροπής φον ντερ Λάιεν να επενδύσει 600 δισ. ευρώ στις Ηνωμένες Πολιτείες».
Φεράρι: «Να ενισχυθεί η ευρωπαϊκή βιομηχανία με νέα στρατηγική»
Ο Κριστιάν Φεράρι τονίζει ότι το ζήτημα των δασμών εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο βιομηχανικής κρίσης στην Ευρώπη: «Ήδη διανύουμε μια φάση αποβιομηχάνισης που επηρεάζει όλη την Ευρώπη, περιλαμβανομένης της Ιταλίας και της Γερμανίας. Το ευρωπαϊκό παραγωγικό μοντέλο βρίσκεται σε κρίση, και οι δασμοί ενδέχεται να του δώσουν τη χαριστική βολή».
«Είναι προφανές ότι χωρίς βιομηχανία, η Ευρώπη χάνει πραγματική κυριαρχία, τη δυνατότητα δημιουργίας πλούτου, την προσέλκυση επενδύσεων και την προώθηση καινοτομίας – πρόκειται για διαρθρωτικές αδυναμίες», προσθέτει.
«Απαιτείται, επομένως, βαθιά αναθεώρηση της ευρωπαϊκής οικονομικής και βιομηχανικής στρατηγικής. Πρέπει να ξεπεραστούν οι πολιτικές λιτότητας: η επαναφορά του Συμφώνου Σταθερότητας έχει μπλοκάρει τη δυνατότητα αναθέρμανσης των εθνικών επενδύσεων. Απαιτούνται επεκτατικές πολιτικές, όπως εκείνες που ξεκίνησαν με το Next Generation EU. Τα δισεκατομμύρια που υποσχέθηκε η φον ντερ Λάιεν στον Τραμπ θα έπρεπε να διοχετευθούν σε αυτούς τους στόχους».
Federvini: «Αποφύγαμε τα χειρότερα – Να διεκδικηθούν εξαιρέσεις για ορισμένες κατηγορίες»
Ο πρόεδρος της Federvini, Τζάκομο Πόντι, δηλώνει πως είναι αυταπάτη να πιστεύει κανείς ότι θα αποφευχθούν εντελώς οι δασμοί: «Σε ορισμένες περιπτώσεις, το πλήγμα ήταν πιο βαρύ για άλλες χώρες από ό,τι για την Ιταλία», εξηγεί. «Οι εκτιμήσεις είναι χρήσιμες, αλλά πρέπει να δούμε τα γεγονότα. Ήδη συναντήσαμε την ειδική ομάδα του ιταλικού Υπουργείου Εξωτερικών και τονίσαμε την ανάγκη οι αρχές να διαπραγματευτούν χωρίς χρονικά όρια, ώστε να εξασφαλιστούν εξαιρέσεις από τον δασμό του 15% για ορισμένες κατηγορίες προϊόντων».
«Οι δασμοί δεν μας αρέσουν», προσθέτει, «αλλά πρέπει να δούμε και τη θετική πλευρά: αποφύγαμε την κλιμάκωση. Αν η ΕΕ είχε απαντήσει με δασμούς 20% σε όλα τα προϊόντα, οι ΗΠΑ θα ανέβαζαν τον δασμό στο 30% και ούτω καθεξής». Για τη Federvini, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν πρέπει να βλέπουν την Ευρώπη μόνο ως εμπορικό εταίρο, αλλά ως στρατηγικό σύμμαχο.
«Να μην αυξηθούν οι τιμές – Κρίσιμο να διατηρηθεί η ζήτηση»
«Βρισκόμαστε στη φάση όπου θα εξεταστεί κάθε δασμολογική κατηγορία, μία προς μία, για να εντοπιστούν πιθανές εξαιρέσεις για τα ιταλικά προϊόντα που πλήττονται. Η θέση μας είναι σαφής: ορισμένα προϊόντα που δεν μπορούν να παραχθούν στις ΗΠΑ, δεν θα έπρεπε να υπόκεινται σε δασμούς», καταλήγει ο Πόντι.
«Ο στόχος των κλάδων που εκπροσωπούμε είναι να αποφευχθούν αυξήσεις τιμών για τον καταναλωτή, κατανέμοντας το βάρος των δασμών κατά μήκος της εφοδιαστικής αλυσίδας. Κάθε ευρώ που παράγεται στην Ιταλία προκαλεί οικονομικό αντίκτυπο 4,5 – αν όχι 5 – ευρώ για τις αμερικανικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στο έδαφός τους».