Ο ΠΟΥ διαπιστώνει ευκαιρίες, αλλά και κρίσιμα νομικά κενά
Μέσα στις ευρέως διαδεδομένες ανησυχίες για το μέλλον της τεχνητής νοημοσύνης (ΤΝ), πολλοί υποστηρίζουν ότι παρουσιάζει περισσότερες ευκαιρίες παρά κινδύνους.
Στην πρώτη της μελέτη για την ενσωμάτωση της ΤΝ στα ευρωπαϊκά συστήματα υγείας, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) αναφέρει ότι η ΤΝ μπορεί να ενισχύσει τις υπηρεσίες υγείας και να μειώσει την πίεση στο υπερφορτωμένο προσωπικό.
Οι περισσότερες χώρες της Ευρώπης και της Ευρασίας — συνολικά 50 που συμμετείχαν στην έρευνα — κάνουν ήδη βήματα προς αυτή την κατεύθυνση.
Παρά την ύπαρξη νομικών κενών, η ΤΝ χρησιμοποιείται ήδη για κρίσιμες λειτουργίες.
Ποιες χώρες εφαρμόζουν ήδη διαγνωστικά ΤΝ;
Η πιο συνηθισμένη χρήση αφορά τη διάγνωση, όπως δήλωσε το 64% των χωρών, σε τομείς όπως η οφθαλμολογία, η ακτινολογία ή η δερματολογία.
Η Γαλλία, η Πορτογαλία, η Ουγγαρία, η Σουηδία και η Ολλανδία, μεταξύ άλλων, χρησιμοποιούν ήδη τα τελευταία δύο χρόνια συστήματα διάγνωσης με υποβοήθηση ΤΝ και σχεδιάζουν να συνεχίσουν, αναφέρει ο Οργανισμός.
Άλλες χώρες, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο ή η Ιταλία, έχουν εφαρμόσει τέτοιες τεχνολογίες μόνο «ανεπίσημα», δηλαδή σε ορισμένες κλινικές εγκαταστάσεις μόνο, απουσία επίσημων διαδικασιών και πολιτικών. Ένα τρίτο σύνολο χωρών — μεταξύ των οποίων η Ισπανία, η Πολωνία, το Βέλγιο, η Σερβία και η Ουκρανία — βρίσκεται ακόμη στη φάση δοκιμών.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, τα διαγνωστικά με υποβοήθηση ΤΝ μπορούν να μειώσουν σημαντικά τη διάρκεια ορισμένων εξετάσεων.
Σε ένα έργο που στοχεύει στη βελτίωση της ακτινοθεραπείας, οι υγειονομικές αρχές της Σλοβακίας χρησιμοποίησαν λογισμικό που αυτοματοποίησε τις διαδικασίες χαρτογράφησης οργάνων, οδηγώντας σε 50% μείωση του χρόνου που αφιερώνουν οι ογκολόγοι, διασφαλίζοντας παράλληλα την τήρηση «σύγχρονων διεθνών προτύπων», σύμφωνα με τον ΠΟΥ.
Η δεύτερη πιο συνηθισμένη χρήση της ΤΝ, που αναφέρθηκε από το 50% των χωρών, αφορά chatbots για την εξυπηρέτηση ασθενών, και ακολουθεί η αυτοματοποίηση της εφοδιαστικής αλυσίδας και των διοικητικών εργασιών (40%).
Ποιες χώρες προηγούνται και ποια είναι τα κύρια εμπόδια;
Η Γαλλία και η Ισπανία αναδεικνύονται ως οι δύο πρωτοπόρες μεταξύ των πέντε μεγαλύτερων οικονομιών της Ευρώπης, με τις πιο αναπτυγμένες εφαρμογές ΤΝ. Η Γερμανία δεν συμμετείχε σε αυτό το τμήμα της έρευνας.
Η Γαλλία καλύπτει όλο το φάσμα των εφαρμογών ΤΝ που αναφέρθηκαν: χειρουργική, διάγνωση και αυτοματοποιημένο έλεγχο συμπτωμάτων διαθέτουν ήδη καθιερωμένες πρακτικές ΤΝ, ενώ οι υπόλοιποι τομείς βρίσκονται σε πιλοτική φάση.
Η Ισπανία έχει ήδη θεσπίσει ξεκάθαρες πρακτικές για χειρουργική με υποστήριξη ΤΝ, διοικητικές διαδικασίες και chatbots, ενώ στο βρετανικό σύστημα υγείας μόνο τα chatbots θεωρούνται πλήρως καθιερωμένη εφαρμογή· όλα τα υπόλοιπα βρίσκονται είτε σε ανεπίσημη εφαρμογή είτε σε δοκιμαστική περίοδο.
Η Ιταλία δεν διαθέτει κωδικοποιημένες εφαρμογές ΤΝ, αλλά αναφέρει ανεπίσημη χρήση της τεχνολογίας και στους επτά τομείς που εξετάζει η ΠΟΥ.
Τα χρήματα δεν είναι το κύριο πρόβλημα: Τι καθυστερεί την εφαρμογή;
Σύμφωνα με την έκθεση, η νομική αβεβαιότητα αποτελεί το μεγαλύτερο εμπόδιο στην αξιοποίηση της τεχνητής νοημοσύνης στην υγεία, όπως ανέφερε το 86% των χωρών, ξεπερνώντας ακόμη και το ζήτημα της οικονομικής δυνατότητας (78%).
Παρά τα νομικά κενά, ο ΠΟΥ σημειώνει ότι καταγράφεται πρόοδος.
«Πάνω από τους μισούς (54%, 27 από τις 50) δήλωσαν ότι διαθέτουν μια ή περισσότερες ρυθμιστικές αρχές υπεύθυνες για την αξιολόγηση και έγκριση συστημάτων ΤΝ στην υγεία», προσθέτοντας ωστόσο ότι «πολύ λιγότερες έχουν φορείς αρμόδιους για την παρακολούθηση της εφαρμογής και της χρήσης».
«Ενθαρρυντικά, διακρατική ρυθμιστική συνεργασία αρχίζει να διαμορφώνεται, με αρκετά κράτη-μέλη να ανταλλάσσουν γνώση και πόρους για την ενίσχυση της διακυβέρνησης της ΤΝ στον τομέα της υγείας», αναφέρει η έκθεση.
Πού θέλουν να αξιοποιήσουν την ΤΝ τα ευρωπαϊκά κράτη;
Η έρευνα του ΠΟΥ δείχνει ότι τα κράτη στρέφονται στην τεχνητή νοημοσύνη κυρίως για την επίλυση άμεσων προβλημάτων.
Η βελτίωση της περίθαλψης των ασθενών (70%), η μείωση της πίεσης στο προσωπικό (62%) και η περιορισμός των αναποτελεσματικοτήτων (54%) θεωρήθηκαν ζητήματα «μείζονος σημασίας».
Την ίδια ώρα, λιγότερες από τις μισές χώρες δήλωσαν το ίδιο για «την προώθηση της έρευνας και της ανακάλυψης φαρμάκων» (24%) και «τη μείωση των ανισοτήτων» (38%).