Ύστερα από έξι μήνες έντονων συζητήσεων με τους ευρωπαίους εταίρους της και τους «θεσμούς», η Ελλάδα κλήθηκε να πάρει σημαντικές και δύσκολες αποφάσεις
Το καλοκαίρι του 2015, η Ελλάδα βρέθηκε σε ένα κρίσιμο σημείο της οικονομικής και πολιτικής της ιστορίας, με το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου να σηματοδοτεί μια από τις πιο σημαντικές στιγμές της κρίσης χρέους που ξεκίνησε το 2009.
Στο παρόν άρθρο, η δημοσιογραφική ομάδα του euronews δημιούργησε το χρονοδιάγραμμα των εξελίξεων, από την ημέρα δηλαδή που Αλέξης Τσίπρας ανέλαβε την πρωθυπουργία της χώρας μέχρι και το βράδυ των αποτελεσμάτων του δημοψηφίσματος.
Πρώτη φορά Αριστερά: Ελπίδα και... διαπραγματεύσεις
Τον Ιανουάριο του 2015, ο ΣΥΡΙΖΑ υπό τον Αλέξη Τσίπρα κέρδισε τις εκλογές, με την υπόσχεση να αλλάξει το μνημονιακό πλαίσιο λιτότητας που επέβαλαν οι δανειστές της Ελλάδας (Ευρωπαϊκή Ένωση, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ΔΝΤ – οι γνωστοί ως «Θεσμοί» ή «Τρόικα»). Ο ΣΥΡΙΖΑ παρουσίασε ένα πρόγραμμα που στόχευε στη διαπραγμάτευση καλύτερων όρων και στην ελάφρυνση του χρέους, με παράλληλη διατήρηση του κράτους πρόνοιας. Από την άλλη πλευρά, η γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ, ως ηγετική μορφή της ευρωπαϊκής οικονομικής πολιτικής και βασική εγγυήτρια των δανείων προς την Ελλάδα, ζητούσε συνέπεια, μεταρρυθμίσεις και σεβασμό των συμφωνιών.
Κατά το πρώτο εξάμηνο του 2015, η ελληνική κυβέρνηση διαπραγματεύτηκε σκληρά με τους θεσμούς, προσπαθώντας να πετύχει την αναδιάρθρωση του χρέους και την ανακούφιση από τα μέτρα λιτότητας. Οι διαπραγματεύσεις χαρακτηρίστηκαν από ένταση και αδιέξοδα, καθώς οι θεσμοί επέμεναν σε αυστηρούς όρους και μεταρρυθμίσεις, ενώ η ελληνική πλευρά αντιστεκόταν στη συνέχιση της λιτότητας.
Τον Ιούνιο, το πρόγραμμα βοήθειας έληγε και η Ελλάδα βρισκόταν σε αδυναμία να αποπληρώσει δόσεις προς το ΔΝΤ και τις ευρωπαϊκές τράπεζες. Το κλίμα έντασης αυξανόταν, ενώ οι χρηματοπιστωτικές αγορές άρχισαν να χάνουν την εμπιστοσύνη τους στην ελληνική οικονομία.
Μετά τις δύσκολες διαπραγματεύσεις του 2015, ο Γερούν Ντάισεμπλουμ, τότε πρόεδρος του Eurogroup, κατηγόρησε τον τότε ΥΠΟΙΚ Γιάνη Βαρουφάκη ότι «έπαιζε πόκερ» και προσπάθησε να κάνει μπλόφα στους θεσμούς, ενώ ο Βαρουφάκης τον χαρακτήρισε «μαριονέτα» της γερμανικής πλευράς.
Καθ’ όλη την άνοιξη και αρχές καλοκαιριού του 2015, οι επαφές Μέρκελ - Τσίπρα εντάθηκαν, είτε άμεσα είτε μέσω ευρωπαϊκών συνόδων. Οι επικοινωνίες χαρακτηρίζονταν από ένταση, καθώς:
- Η ελληνική κυβέρνηση αρνούνταν να αποδεχθεί τις σκληρές απαιτήσεις των θεσμών.
- Η Μέρκελ, σε συντονισμό με τον τότε υπουργό Οικονομικών της Γερμανίας, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, διατηρούσε σκληρή στάση απέναντι σε κάθε απόπειρα χαλάρωσης του προγράμματος.
- Η πίεση από τις αγορές και τους εταίρους κλιμακωνόταν, ενώ τα περιθώρια χρηματοδότησης της Ελλάδας στένευαν επικίνδυνα.
Οι συναντήσεις σε Βρυξέλλες, Βερολίνο και άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες είχαν έναν κοινό παρονομαστή: η Μέρκελ προσπαθούσε να ισορροπήσει μεταξύ της ευθύνης για σταθερότητα στην Ευρωζώνη και της πολιτικής της γραμμής για μη επιβράβευση «ανεύθυνων κυβερνήσεων».
Η κήρυξη του Δημοψηφίσματος
Στις 27 Ιουνίου 2015, σε μια απρόσμενη κίνηση, ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας ανακοίνωσε την πρόθεση της κυβέρνησης να πραγματοποιήσει δημοψήφισμα στις 5 Ιουλίου, προκειμένου ο ελληνικός λαός να αποφασίσει αν αποδέχεται ή όχι τους όρους του τρίτου προγράμματος οικονομικής βοήθειας που πρότειναν οι θεσμοί.
Η ερώτηση του δημοψηφίσματος αφορούσε την αποδοχή ή απόρριψη των προτεινόμενων μέτρων λιτότητας και μεταρρυθμίσεων. Το «Ναι» σήμαινε αποδοχή των όρων των δανειστών, ενώ το «Όχι» σήμαινε απόρριψη και διαπραγμάτευση από μηδενική βάση.
Τα Capital Controls - Ουρές στις τράπεζες
Μετά την ανακοίνωση του δημοψηφίσματος, η ανησυχία για την οικονομική σταθερότητα οδήγησε σε μαζική εκροή καταθέσεων από τις τράπεζες. Για να αποφευχθεί η κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος, η κυβέρνηση ανακοίνωσε capital controls — περιορισμούς στην ανάληψη μετρητών και στις συναλλαγές — με σκοπό να σταματήσει η φυγή κεφαλαίων.
Τα capital controls επηρέασαν βαθιά την καθημερινότητα των πολιτών, περιορίζοντας την πρόσβαση σε μετρητά και δημιουργώντας αβεβαιότητα για το οικονομικό μέλλον.
Τα βασικά μέτρα που εφαρμόστηκαν ήταν:
- Ημερήσιο όριο ανάληψης μετρητών: αρχικά τα όρια ήταν 60 ευρώ ανά ημέρα, που αργότερα αυξήθηκαν στα 420 ευρώ.
- Περιορισμοί στις μεταφορές κεφαλαίων στο εξωτερικό, όπου οι πληρωμές και οι μεταφορές πάνω από ένα συγκεκριμένο ποσό χρειάζονταν έγκριση.
- Περιορισμοί στις αγορές με κάρτα σε ηλεκτρονικά καταστήματα εκτός Ελλάδας.
- Απαγόρευση εξαγωγής μετρητών πέρα από συγκεκριμένο όριο.
Οι ουρές έξω από τις τράπεζες και τα ΑΤΜ έγιναν καθημερινό φαινόμενο, καθώς οι πολίτες έσπευδαν να κάνουν τις αναλήψεις τους πριν εξαντληθεί το ημερήσιο όριο. Η αβεβαιότητα δημιούργησε πανικό, ενώ πολλές επιχειρήσεις και ελεύθεροι επαγγελματίες αντιμετώπισαν δυσκολίες στην καθημερινή λειτουργία λόγω έλλειψης ρευστότητας.
Τα capital controls επηρέασαν σημαντικά την οικονομική δραστηριότητα και τη ψυχολογία των πολιτών, όμως βοήθησαν να αποτραπεί η κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος. Σταδιακά, από το 2016 και κυρίως το 2017, οι περιορισμοί άρχισαν να χαλαρώνουν και τελικά καταργήθηκαν το 2019.
Οι διεθνείς αντιδράσεις
Αρκετοί Ευρωπαίοι ηγέτες εξέφρασαν ανοιχτά τη δυσαρέσκειά τους για την κίνηση της ελληνικής κυβέρνησης. Ο τότε πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, δήλωσε πως «αιφνιδιάστηκε» από την ανακοίνωση και κάλεσε τους Έλληνες να πουν «ναι» στο δημοψήφισμα, ερμηνεύοντάς το ως ψήφο υπέρ της παραμονής στην Ευρωζώνη.
Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, υπογράμμισε ότι το δημοψήφισμα υπονομεύει τις διαπραγματεύσεις και αυξάνει την αβεβαιότητα, ενώ έκανε λόγο για «μονομερή ενέργεια» από την πλευρά της Αθήνας.
Ο διεθνής Τύπος κάλυψε με εκτενή ρεπορτάζ τις εξελίξεις. Οι τίτλοι των μεγαλύτερων μέσων, όπως του BBC, των Financial Times και της Le Monde, έκαναν λόγο για πιθανή σύγκρουση Ελλάδας – Ευρωζώνης και για κίνδυνο Grexit. Αναλυτές προειδοποιούσαν για τις συνέπειες ενός «όχι» στο δημοψήφισμα, ενώ οι αγορές κατέγραψαν άμεσα απώλειες, εν μέσω φόβων για κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας.
Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, οι Ηνωμένες Πολιτείες μέσω του Υπουργείου Οικονομικών κάλεσαν όλες τις πλευρές να επιδείξουν ψυχραιμία και να συνεχίσουν τον διάλογο. Η τότε γενική διευθύντρια του ΔΝΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, ανέφερε πως το Ταμείο θα σεβαστεί την απόφαση του ελληνικού λαού, αλλά υπογράμμισε τη σημασία των μεταρρυθμίσεων.
Οι συγκεντρώσεις του «ΝΑΙ» και του «ΟΧΙ»
Λίγες ημέρες πριν το κρίσιμο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015, η Ελλάδα βίωσε έντονες πολιτικές και κοινωνικές στιγμές, με συγκεντρώσεις υπέρ του «ΝΑΙ» και του «ΟΧΙ» να λαμβάνουν χώρα στο κέντρο της Αθήνας και σε άλλες μεγάλες πόλεις.
Η συγκέντρωση του «ΟΧΙ», που πραγματοποιήθηκε την Παρασκευή 3 Ιουλίου στο Σύνταγμα, είχε έντονο λαϊκό χαρακτήρα, με τη συμμετοχή χιλιάδων πολιτών, υποστηρικτών του ΣΥΡΙΖΑ και άλλων αριστερών δυνάμεων. Το παρών έδωσε και ο τότε Πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, ο οποίος κάλεσε τον λαό να απορρίψει τις προτάσεις των δανειστών και να στείλει μήνυμα αξιοπρέπειας και δημοκρατίας.
Από την άλλη, η συγκέντρωση του «ΝΑΙ» είχε πραγματοποιηθεί μία ημέρα νωρίτερα, στις 2 Ιουλίου, επίσης στο Σύνταγμα. Συμμετείχαν πολίτες από διαφορετικούς πολιτικούς χώρους, κυρίως υποστηρικτές της ευρωπαϊκής προοπτικής της χώρας, εκφράζοντας την ανησυχία τους για μια πιθανή έξοδο από το ευρώ. Οι ομιλίες και τα συνθήματα τόνιζαν την ανάγκη για σταθερότητα και παραμονή στην Ευρώπη.
Οι δύο μαζικές συγκεντρώσεις αποτέλεσαν σύμβολο του βαθύτατου διχασμού που επικρατούσε εκείνες τις ημέρες στην ελληνική κοινωνία, ενόψει μιας ιστορικής απόφασης που θα καθόριζε την πορεία της χώρας τα επόμενα χρόνια.
Το βράδυ των αποτελεσμάτων και οι πολιτικές εξελίξεις
Τη νύχτα της 5ης Ιουλίου, το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος ήταν σαφές: περίπου το 61% των ψηφοφόρων απέρριψε τους όρους των δανειστών με ένα καθαρό «Όχι». Το αποτέλεσμα ερμηνεύτηκε ως ισχυρή εντολή της ελληνικής κοινωνίας να συνεχίσει η κυβέρνηση να διαπραγματεύεται σκληρά.
Παρά το αποτέλεσμα, η κυβέρνηση βρέθηκε αντιμέτωπη με την πραγματικότητα των περιορισμένων επιλογών, καθώς οι δανειστές αρνήθηκαν να κάνουν παραχωρήσεις. Τελικά, η ελληνική κυβέρνηση υπέγραψε νέο συμφωνητικό που περιλάμβανε αυστηρά μέτρα λιτότητας και μεταρρυθμίσεις, γεγονός που προκάλεσε έντονες αντιδράσεις.
Παρά τις φωνές που ζητούσαν την έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ (Grexit), με πιο χαρακτηριστική εκείνη του γερμανού ΥΠΟΙΚ Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, πολιτικοί όπως ο γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ, ο πρόεδρος της Κομισιόν Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, η καγκελάριος της Γερμανίας Άνγκελα Μέρκελ καθώς και ο πρόεδρος των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα, έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στις συνομιλίες προκειμένου να αποφευχθεί η πλήρης κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας.
Η διαπραγμάτευση των 17 ωρών
Ήταν μια από τις πιο δραματικές και καθοριστικές στιγμές στην πρόσφατη πολιτική ιστορία της Ελλάδας. Τα ξημερώματα της 13ης Ιουλίου 2015, ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, μετά από μια εξαντλητική 17ωρη διαπραγμάτευση με τους Ευρωπαίους ηγέτες, κατέληξε σε συμφωνία που άνοιξε τον δρόμο για το τρίτο πρόγραμμα στήριξης της ελληνικής οικονομίας.
Η μαραθώνια συνεδρίαση του Euro Summit είχε ξεκινήσει την προηγούμενη ημέρα, μέσα σε κλίμα έντονης πίεσης και αβεβαιότητας. Η Ελλάδα, μετά το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου όπου η πλειοψηφία των πολιτών είχε απορρίψει τη συμφωνία που πρότειναν οι δανειστές, βρισκόταν ένα βήμα πριν την έξοδο από την ευρωζώνη.
Ο Αλέξης Τσίπρας, παρά τη φρέσκια λαϊκή εντολή για «όχι», εισήλθε στην αίθουσα των διαπραγματεύσεων με στόχο την επίτευξη ενός έντιμου συμβιβασμού, όπως έλεγε. Αντιμέτωπος με σκληρές θέσεις, ιδιαίτερα από τη γερμανική πλευρά και τον τότε υπουργό Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ο Έλληνας πρωθυπουργός βρέθηκε αντιμέτωπος με το ενδεχόμενο της χρεοκοπίας και του Grexit.
Στο τραπέζι τέθηκαν μέτρα αυστηρής λιτότητας, μεταρρυθμίσεις σε συντάξεις, φορολογία και εργασιακά, καθώς και η δημιουργία ενός ταμείου ιδιωτικοποιήσεων ύψους 50 δισ. ευρώ. Παρά την κόπωση και τη σκληρότητα της διαπραγμάτευσης, ο Τσίπρας αποφάσισε να υπογράψει τη συμφωνία, δηλώνοντας ότι ήταν μια "δύσκολη αλλά αναγκαία επιλογή" για να αποφευχθεί η κατάρρευση της οικονομίας.
Πολιτικές εξελίξεις
Την ίδια περίοδο, η πολιτική σκηνή γνώρισε σημαντικές αναταράξεις. Ο τότε πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, Αντώνης Σαμαράς, παραιτήθηκε από την ηγεσία του κόμματος και την κοινοβουλευτική του θέση, μετά την αποτυχία της αντιπολίτευσης να εκμεταλλευτεί πολιτικά το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος και την υποστήριξη που δόθηκε στην κυβέρνηση Τσίπρα. Διάδοχος του Αντώνη Σαμαρά έγινε ο έμπειρος πολιτικός Βαγγέλης Μεϊμαράκης, ο οποίος είχε πλέον διπλή αποστολή: Να κρατήσει την παράταξή του συσπειρωμένη και να την οδηγήσει σε συνέδριο για την εκλογή νέου προέδρου.
Την ίδια περίοδο, από τον ΣΥΡΙΖΑ αποχώρησαν πρωτοκλασάτα στελέχη όπως η τότε πρόεδρος της Βουλής, Ζωή Κωνσταντοπούλου, ο ΥΠΟΙΚ της κυβέρνησης Γιάνης Βαρουφάκης, ο υπουργός Ενέργειας Παναγιώτης Λαφαζάνης, ο ευρωβουλευτής Μανώλης Γλέζος και πολλοί άλλοι.
Τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς, διεξήχθησαν πρόωρες εκλογές. Ο ΣΥΡΙΖΑ, παρά τις εσωκομματικές απώλειες, ήρθε ξανά πρώτο κόμμα. Πολλά από τα στελέχη που αποχώρησαν από τον κυβερνητικό συνασπισμό ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, δημιούργησαν το κόμμα «Λαϊκή Ενότητα» με επικεφαλής των Παναγιώτη Λαφαζάνη, το οποίο ομως οριακά δεν κατάφερε να πιάσει το ποσοστό του 3% και να μπει στη Βουλή.
Το «ευχαριστώ» της Μέρκελ στον ελληνικό λαό
Δέκα χρόνια μετά, η πρώην πια Καγκελάριος της Γερμανίας Άνγκελα Μέρκελ, επισκέφθηκε την Ελλάδα, συναντήθηκε με τον Έλληνα πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη και έδωσε μια συνέντυξη εφ' όλης της ύλης στην «Κ» και τον Αλέξη Παπαχελά.
Αναφερόμενη στο πως έζησε εκείνη την περίοδο υποστήριξε ότι δεν θα ζητούσε συγγνώμη από τους Έλληνες, θα τους έλεγε όμως «ευχαριστώ» που σήκωσαν τέτοιο βάρος και κράτησαν τη χώρα εντός της ευρωζώνης και πρόσφεραν στην Ευρώπη καλή υπηρεσία. Ειδικότερα, απαντώντας στο αν θα έκανε κάτι διαφορετικά είπε όχι, οι χειρισμοί ήταν σωστοί.
«Όχι, δεν θα ζητούσα συγγνώμη γιατί πίστευα ότι κάτι έπρεπε να αλλάξει και που δεν μπορούσα να αλλάξω την ελληνική πολιτική. Αυτό έπρεπε να γίνει εσωτερικά. Αλλά θα ήθελα να πω πως κατανοώ και ευχαριστώ όλους εκείνους που σήκωσαν τέτοιο βάρος για να παραμείνουν στην ευρωζώνη και με αυτό τον τρόπο πρόσφεραν στην Ευρώπη καλή υπηρεσία. Μείναμε ενωμένοι σε αυτή τη δύσκολη κατάσταση. Γι αυτό ήθελα να σας ευχαριστήσω και να πω ότι είχα απόλυτη συναίσθηση του τι περνούσαν πολλοί άνθρωποι» είπε χαρακτηριστικά.