Σε δεκάλεπτο διάγγελμά του μπροστά από το προεδρικό γραφείο στο Κίεβο, ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι προειδοποίησε πως η Ουκρανία θα αντιμετωπίσει «μεγάλη πίεση»
Οι σύμμαχοι της Ουκρανίας θα επιδιώξουν να «ενισχύσουν» ένα αμερικανικό σχέδιο για τον τερματισμό του πολέμου με τη Ρωσία, κατά τη σύνοδο της G20 στη Νότια Αφρική, δήλωσε ο Βρετανός πρωθυπουργός Κιρ Στάρμερ.
Η σύνοδος ξεκινά μία ημέρα αφότου ο πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι προειδοποίησε πως η Ουκρανία αντιμετωπίζει «μία από τις δυσκολότερες στιγμές της ιστορίας μας» λόγω των πιέσεων να αποδεχθεί το σχέδιο – λεπτομέρειες του οποίου, που έχουν διαρρεύσει, θεωρούνται ευνοϊκές προς τη Μόσχα.
Ο Ζελένσκι είχε τηλεφωνική επικοινωνία την Παρασκευή με τον Στάρμερ και με τους ηγέτες της Γαλλίας και της Γερμανίας. Μετά το τηλεφώνημα, ο Βρετανός πρωθυπουργός δήλωσε ότι οι «φίλοι και εταίροι» της Ουκρανίας παραμένουν δεσμευμένοι στην επίτευξη «μιας διαρκούς ειρήνης, μια για πάντα».
Ούτε ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ ούτε ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν θα παραστούν στη σύνοδο της G20.
Το ευρέως διαρρεύσαν αμερικανικό σχέδιο ειρήνης περιλαμβάνει προτάσεις που το Κίεβο είχε απορρίψει στο παρελθόν, όπως την παραχώρηση ανατολικών περιοχών που σήμερα ελέγχει.
Η Ουάσιγκτον πιέζει το Κίεβο να το αποδεχθεί και έστειλε νωρίτερα αυτή την εβδομάδα υψηλόβαθμους αξιωματούχους του Πενταγώνου στην Ουκρανία για να συζητήσουν τις προτάσεις.
Ωστόσο, στην Ευρώπη επικρατεί ανησυχία πως οι όροι αυτοί γέρνουν έντονα προς το συμφέρον της Μόσχας. Η ύπατη εκπρόσωπος εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ Κάγια Κάλας χαρακτήρισε το ενδεχόμενο υιοθέτησής τους «εξαιρετικά επικίνδυνη στιγμή».
Σύμφωνα με το πρακτορείο Reuters, δήλωσε στους δημοσιογράφους: «Όλοι θέλουμε να τελειώσει αυτός ο πόλεμος, αλλά έχει σημασία πώς θα τελειώσει. Η Ρωσία δεν έχει κανένα νομικό δικαίωμα να απαιτεί παραχωρήσεις από τη χώρα που εισέβαλε. Στο τέλος, οι όροι κάθε συμφωνίας είναι αποκλειστικά υπόθεση της Ουκρανίας».
Ενόψει των συνομιλιών στο G20, ο Στάρμερ είπε ότι οι ηγέτες «θα συζητήσουν την τρέχουσα πρόταση που βρίσκεται στο τραπέζι και, στηρίζοντας την προσπάθεια του προέδρου Τραμπ για ειρήνη, θα εξετάσουν πώς μπορούμε να ενισχύσουμε αυτό το σχέδιο για την επόμενη φάση των διαπραγματεύσεων».
Πρόσθεσε: «Δεν πέρασε ούτε μία ημέρα σε αυτόν τον πόλεμο χωρίς η Ουκρανία να ζητά από τη Ρωσία να τερματίσει την παράνομη εισβολή της, να αποσύρει τα τανκς της και να καταθέσει τα όπλα της.
»Η Ουκρανία είναι έτοιμη να διαπραγματευτεί εδώ και μήνες, ενώ η Ρωσία καθυστερεί και συνεχίζει την δολοφονική της εκστρατεία.
»Γι’ αυτό πρέπει όλοι να εργαστούμε μαζί, με τις ΗΠΑ και την Ουκρανία, για να εξασφαλίσουμε μια δίκαιη και διαρκή ειρήνη μια για πάντα».
Στο πλαίσιο του σχεδίου του Λευκού Οίκου, η Ουκρανία θα υποχρεωνόταν να μειώσει το μέγεθος του στρατού της και να δεσμευθεί ότι δεν θα ενταχθεί στο ΝΑΤΟ — ένα πάγιο αίτημα του Κρεμλίνου.
Την Παρασκευή, ο Τραμπ προειδοποίησε ότι η Ουκρανία θα χάσει περισσότερο έδαφος από τη Ρωσία «σε σύντομο χρονικό διάστημα» και ότι ο Ζελένσκι «θα πρέπει να εγκρίνει» το σχέδιο.
Ο Αμερικανός πρόεδρος είπε ότι έχει δώσει στην Ουκρανία προθεσμία έως την Πέμπτη — την Ημέρα των Ευχαριστιών στις ΗΠΑ — για να συμφωνήσει στο σχέδιο, το οποίο χαρακτήρισε «ενδεδειγμένη» προθεσμία.
Οι ρωσικές δυνάμεις σημειώνουν αργές προελάσεις κατά μήκος της εκτεταμένης γραμμής του μετώπου, παρά τις αναφορές για βαριές απώλειες.
Η Ουκρανία βασίζεται στις παραδόσεις προηγμένων αμερικανικών οπλικών συστημάτων για τον εξοπλισμό των δυνάμεών της, συμπεριλαμβανομένων των αντιαεροπορικών συστημάτων. Το Κίεβο εξακολουθεί επίσης να εξαρτάται από τις πληροφορίες που του παρέχει η Ουάσιγκτον από την έναρξη της ρωσικής εισβολής πλήρους κλίμακας το 2022.
Κατά τη διάρκεια συνεδρίασης με το συμβούλιο ασφαλείας του την Παρασκευή, ο Βλαντίμιρ Πούτιν επιβεβαίωσε ότι οι ΗΠΑ παρουσίασαν το προτεινόμενο σχέδιο ειρήνης και ανέφερε ότι θα μπορούσε να αποτελέσει «βάση» για μια διευθέτηση — αν και πρόσθεσε ότι δεν έχουν ακόμη διεξαχθεί λεπτομερείς συνομιλίες για τους όρους του στο Κρεμλίνο. Ο ίδιος είπε ότι η Ρωσία είναι διατεθειμένη να επιδείξει «ευελιξία», αλλά παραμένει προετοιμασμένη να συνεχίσει τον πόλεμο.
Σε δεκάλεπτο διάγγελμά του μπροστά από το προεδρικό γραφείο στο Κίεβο, ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι προειδοποίησε πως η Ουκρανία θα αντιμετωπίσει «μεγάλη πίεση... να αποδυναμωθούμε, να διχαστούμε». «Δεν κάνουμε μεγάλες δηλώσεις», σημείωσε. «Θα εργαστούμε ήρεμα με την Αμερική και όλους τους εταίρους... προτείνοντας εναλλακτικές» στο αμερικανικό σχέδιο.
Ο Ζελένσκι αναγκάζεται να ισορροπεί ανάμεσα στα ουκρανικά συμφέροντα και στη διατήρηση ομαλών σχέσεων με τον Ντόναλντ Τραμπ, με τον οποίο είχε δημόσια σύγκρουση στον Λευκό Οίκο νωρίτερα φέτος, και ο οποίος κατά καιρούς έχει δείξει ενόχληση για την έλλειψη προόδου στις ειρηνευτικές συνομιλίες. Η αντίδρασή του στο σχέδιο των ΗΠΑ ήταν προσεκτικά διατυπωμένη — αν και παραδέχθηκε την Παρασκευή πως η Ουκρανία «ίσως βρεθεί μπροστά σε ένα πολύ δύσκολο δίλημμα: είτε να χάσει την αξιοπρέπειά της, είτε να κινδυνεύσει να χάσει έναν βασικό εταίρο».
Ο Λευκός Οίκος απέρριψε τους ισχυρισμούς ότι η Ουκρανία αποκλείστηκε από τη διαδικασία εκπόνησης της πρότασης. Αμερικανός αξιωματούχος, ο οποίος δεν κατονομάζεται, δήλωσε στο CBS News — συνεργάτη του BBC στις ΗΠΑ — ότι το σχέδιο συντάχθηκε «αμέσως» μετά τις συνομιλίες με τον κορυφαίο ουκρανό αξιωματούχο ασφαλείας Ρουστέμ Ουμέροφ, ο οποίος συμφώνησε με το μεγαλύτερο μέρος του.
Το διαρρεύσαν προσχέδιο προβλέπει την απόσυρση των ουκρανικών δυνάμεων από τμήματα της ανατολικής περιφέρειας Ντονέτσκ που σήμερα ελέγχουν, παραχωρώντας στη Ρωσία de facto έλεγχο τόσο του Ντονέτσκ όσο και της γειτονικής Λουγκάνσκ, καθώς και της νότιας χερσονήσου της Κριμαίας, την οποία η Μόσχα προσάρτησε το 2014.
Η Ρωσία ελέγχει σήμερα περίπου το 20% της ουκρανικής επικράτειας.
Το σχέδιο αναφέρει ότι το Κίεβο θα λάβει «αξιόπιστες εγγυήσεις ασφαλείας», αν και δεν έχουν δοθεί λεπτομέρειες. Το έγγραφο σημειώνει ότι «αναμένεται» η Ρωσία να μην εισβάλει ξανά στους γείτονές της και το ΝΑΤΟ να μην επεκταθεί περαιτέρω.
Το προσχέδιο προτείνει επίσης ότι η Ρωσία θα «επανενταχθεί στην παγκόσμια οικονομία», μέσω άρσης των κυρώσεων και με την πρόσκλησή της να επιστρέψει στην ομάδα των ισχυρότερων οικονομιών του κόσμου, μετατρέποντας εκ νέου τους G7 σε G8.