«Η έκθεση μας ανησυχεί», δηλώνει στο Euronews ο Μάνουελ Όστερμαν, αντιπρόεδρος της Ένωσης Ομοσπονδιακών Αστυνομικών
Η βία στους σιδηροδρομικούς σταθμούς της Γερμανίας αυξήθηκε εκ νέου. Σύμφωνα με την Ετήσια Έκθεση της Ομοσπονδιακής Αστυνομίας για το 2024, που δημοσιεύθηκε σήμερα, οι βίαιες εγκληματικές πράξεις αυξήθηκαν κατά 6% σε σχέση με το προηγούμενο έτος και κατά 51% σε σύγκριση με το 2019. Συνολικά, καταγράφηκαν 27.160 περιστατικά βίας σε σταθμούς και τρένα. Η αύξηση δεν αφορά μόνο τα μεγάλα αστικά κέντρα, αλλά και μικρούς και αγροτικούς σταθμούς.
Σημαντική άνοδος καταγράφεται και στα αδικήματα σεξουαλικής φύσης. Το 2024, οι αρχές κατέγραψαν αύξηση 19,2% σε περιστατικά όπως επιδειξιομανία, σεξουαλική παρενόχληση, βιασμός και άλλα συναφή αδικήματα. Συνολικά, στις εγκαταστάσεις των σιδηροδρόμων σημειώθηκαν 381.894 αδικήματα, αριθμός μειωμένος κατά 10,1% σε σχέση με το 2023.
«Η έκθεση μας ανησυχεί», δηλώνει στο Euronews ο Μάνουελ Όστερμαν, αντιπρόεδρος της Ένωσης Ομοσπονδιακών Αστυνομικών. «Ο συνολικός αριθμός των αδικημάτων έχει μειωθεί, αλλά εκεί όπου πραγματικά μετράει – στα βίαια και τα σεξουαλικά αδικήματα, καθώς και στις παραβάσεις του νόμου περί όπλων – η εικόνα είναι ανησυχητική».
Συνολικά, τα αδικήματα αρμοδιότητας της Ομοσπονδιακής Αστυνομίας μειώθηκαν κατά 18,8% σε σχέση με πέρυσι και ανέρχονται πλέον σε περίπου 640.000. Η μείωση αποδίδεται κυρίως στη σημαντική πτώση των παραβάσεων του νόμου περί παραμονής αλλοδαπών.
Ωστόσο, η έκθεση παρουσιάζει μια μικτή εικόνα: σε ολόκληρη τη Γερμανία, τα βίαια αδικήματα αυξήθηκαν κατά 6,6% και τα σεξουαλικά κατά 13%. Τα στοιχεία αφορούν αποκλειστικά καταγεγραμμένα περιστατικά και δεν περιλαμβάνουν την εξέλιξη των υποθέσεων στη Δικαιοσύνη.
Ο Όστερμαν αποδίδει την άνοδο της καταγεγραμμένης βίας σε πολλούς παράγοντες. Όπως λέει, αυξάνονται οι άνθρωποι σε κατάσταση κοινωνικού αποκλεισμού, ενώ οι κοινωνικές δομές στήριξης – όπως η κοινωνική εργασία δρόμου και οι υποστηρικτικοί θεσμοί για νέους – υποχωρούν. Παράλληλα, κάνει λόγο για αύξηση ενδοοικογενειακής βίας και χρήσης ναρκωτικών, επισημαίνοντας ότι «οι ακραίες ιδεολογίες βρίσκουν πρόσφορο έδαφος όταν οι νέοι δεν έχουν στήριξη».
Προφίλ δραστών: άνδρες, συχνά υπό την επήρεια αλκοόλ – σημαντικό ποσοστό χωρίς γερμανική υπηκοότητα
Σύμφωνα με την έκθεση, περίπου το 79% των δραστών είναι άνδρες. Το 49% βρισκόταν υπό την επήρεια αλκοόλ ή ναρκωτικών την ώρα του αδικήματος και το 53% δεν έχει γερμανική υπηκοότητα. Οι αριθμοί αυτοί τίθενται σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό, όπως διευκρινίζει ο Όστερμαν, ο οποίος σημειώνει ότι η συζήτηση για τις αιτίες «πρέπει να βασίζεται σε πραγματικά δεδομένα και όχι σε εντυπώσεις».
Στους σταθμούς, η Ομοσπονδιακή Αστυνομία και η Deutsche Bahn προσπαθούν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα με αυξημένη παρουσία προσωπικού, ελέγχους επικίνδυνων προσώπων, ζώνες απαγόρευσης όπλων και 11.000 κάμερες επιτήρησης.
Ο Όστερμαν ζητεί μεγαλύτερη ευθύνη και από τη Deutsche Bahn AG: «Πρέπει να προστατεύει καλύτερα τους σταθμούς της, με περισσότερο προσωπικό ασφαλείας. Η αναβάθμιση των εγκαταστάσεων πρέπει να προχωρήσει πιο γρήγορα». Όπως λέει, «καθαροί και φωτισμένοι σταθμοί αυξάνουν το αίσθημα ασφάλειας και πιθανότατα μειώνουν την εγκληματικότητα».
Βία και κατά των αστυνομικών
Η βία δεν πλήττει μόνο τους επιβάτες. Το 2024, οι επιθέσεις κατά ομοσπονδιακών αστυνομικών μειώθηκαν ελαφρώς – από 2.979 σε 2.967 – όμως αποτελούν τη δεύτερη υψηλότερη τιμή από το 2001, όταν ξεκίνησε η καταγραφή.
«Κάθε επίθεση στη σωματική ακεραιότητα των αστυνομικών μας είναι επίθεση στην κοινωνία και στη δημόσια ειρήνη», δήλωσε ο υπουργός Εσωτερικών Αλεξάντερ Ντόμπριντ (CSU).
Πέρυσι τραυματίστηκαν 804 αστυνομικοί, οι περισσότεροι άνδρες. «Σχεδόν πάντα οι επιθέσεις περιλαμβάνουν σωματική βία – κλωτσιές, γροθιές, φτυσίματα, δαγκώματα, χτυπήματα με το κεφάλι ή το σώμα. Σε μία στις οκτώ επιθέσεις χρησιμοποιούνται αντικείμενα ως όπλα, συχνότερα μπουκάλια, πέτρες και καθημερινά αντικείμενα», αναφέρει η έκθεση.
Ο Όστερμαν, μέλος της CDU, δηλώνει ικανοποιημένος από το έργο του Ντόμπριντ, αλλά σημειώνει ότι «τα προηγούμενα δέκα χρόνια χάθηκε πολύτιμος χρόνος». Καθώς εξηγεί, «είμαστε μακριά από μια αποτελεσματική συνεργασία μεταξύ ομοσπονδιακού και κρατιδιακού επιπέδου. Αν δει κανείς την κατάσταση στα σχολεία, είναι φανερό ότι η εγκατάλειψη χρόνων τώρα απαιτεί μια προσπάθεια “μαραθωνίου-σπριντ” για να καλυφθεί».
Το γενικό συμπέρασμα της έκθεσης είναι σαφές: παρά τις θετικές εξελίξεις σε ορισμένους τομείς, η κατάσταση επιδεινώνεται εκεί όπου είναι πιο κρίσιμη.