Newsletter Newsletters Events Εκδηλώσεις Ποντάκαστ Βίντεο Africanews
Loader
Διαφήμιση

Γερμανικός στρατός: «Πράσινο φως» για εξοπλισμούς 50 δισ. ευρώ

Στρατιώτες της Bundeswehr κατά τη διάρκεια της ημέρας ενημέρωσης στο πλαίσιο της στρατιωτικής άσκησης "Quadriga 2025" στο Ροστόκ της Γερμανίας, την Πέμπτη 4 Σεπτεμβρίου 2025.
Στρατιώτες της Bundeswehr κατά τη διάρκεια της ημέρας ενημέρωσης στο πλαίσιο της στρατιωτικής άσκησης "Quadriga 2025" στο Ροστόκ της Γερμανίας, την Πέμπτη 4 Σεπτεμβρίου 2025. Πνευματικά Δικαιώματα  AP Photo
Πνευματικά Δικαιώματα AP Photo
Από George Dimitropoulos & Euronews
Δημοσιεύθηκε
Μοιραστείτε το Σχόλια
Μοιραστείτε το Close Button

Αντιδράσεις από την αντιπολίτευση

Ο Γερμανικός στρατός προχωρά σε εκτεταμένες προμήθειες στρατιωτικού εξοπλισμού, καθώς η Επιτροπή Προϋπολογισμού της ομοσπονδιακής Βουλής ενέκρινε κονδύλια ύψους 50 δισ. ευρώ για την ενίσχυση των ενόπλων δυνάμεων της χώρας.

Το πακέτο αφορά συνολικά 30 εξοπλιστικά προγράμματα και περιλαμβάνει τροχοφόρα τεθωρακισμένα οχήματα, αυτοκινούμενα πυροβόλα, πυρομαχικά για συστήματα αντιαεροπορικής άμυνας, καθώς και δορυφορικά συστήματα.

Στα μεγαλύτερα προγράμματα συγκαταλέγονται το δορυφορικό σύστημα ραντάρ Spock, που θα προμηθεύσει η Rheinmetall, έως 876 τροχοφόρα τεθωρακισμένα 6x6 του φινλανδικού κατασκευαστή Patria σε διάφορες εκδόσεις, καθώς και έως 500 αυτοκινούμενα πυροβόλα RCH155, τα οποία θα κατασκευαστούν από κοινοπραξία των Rheinmetall και KNDS.

Παράλληλα, εγκρίθηκε η προμήθεια κατευθυνόμενων πυραύλων για τα συστήματα αντιαεροπορικής άμυνας Patriot (περίπου 2 δισ. ευρώ) και IRIS-T SLM, νέα παρτίδα τεθωρακισμένων οχημάτων μάχης Puma, οχήματα διοίκησης Eagle, καθώς και αναγνωριστικά μη επανδρωμένα αεροσκάφη της Quantum Systems.

Περίπου 4 δισ. ευρώ διατίθενται για την επέκταση του συστήματος αντιπυραυλικής άμυνας Arrow 3, ενώ πάνω από 4 δισ. ευρώ έχουν δεσμευτεί για την προμήθεια επιπλέον οχημάτων μάχης Puma (δεύτερη σειρά).

Σημαντικό μέρος των κονδυλίων αφορά την προμήθεια ρουχισμού και ατομικού εξοπλισμού για 460.000 στρατιώτες, αριθμός που αντιστοιχεί στον μελλοντικό στόχο στελέχωσης του Γερμανικού στρατού. Παράλληλα, προβλέπεται εξοπλισμός ατομικής προστασίας και για έως 80.000 πολιτικούς υπαλλήλους.

«Είμαστε αποφασισμένοι να εξοπλίσουμε τον Γερμανικό στρατό ώστε να είναι ισχυρός, ανθεκτικός και έτοιμος το συντομότερο δυνατό», δήλωσε ο υπουργός Άμυνας Μπόρις Πιστόριους.

Σύμφωνα με το υπουργείο Άμυνας, μόνο φέτος δρομολογήθηκαν μεγάλα εξοπλιστικά προγράμματα συνολικής αξίας 82,98 δισ. ευρώ, ενώ την τελευταία τριετία έχουν επενδυθεί συνολικά 188,4 δισ. ευρώ στην αμυντική βιομηχανία.

Ωστόσο, η αντιπολίτευση άσκησε έντονη κριτική στην κυβερνητική στρατηγική. Ο αρμόδιος για θέματα προϋπολογισμού της κοινοβουλευτικής ομάδας των Πρασίνων, Σεμπάστιαν Σέφερ, χαρακτήρισε τις αποφάσεις «χριστουγεννιάτικες αγορές του υπουργείου Άμυνας», υποστηρίζοντας ότι επιβεβαιώνουν τις προειδοποιήσεις του Ομοσπονδιακού Ελεγκτικού Συνεδρίου πως «οι απεριόριστοι οικονομικοί πόροι δεν πρέπει να οδηγούν σε άκριτες προμήθειες».

Ως παράδειγμα ανέφερε την παραγγελία επιπλέον οχημάτων Puma, σημειώνοντας ότι «ο Γερμανικός στρατός παραγγέλνει άλλα 200, τη στιγμή που η επιχειρησιακή ετοιμότητα των ήδη υπαρχόντων συστημάτων παραμένει χαμηλή».

Ο ίδιος επέκρινε επίσης τις προκαταβολές ύψους 5 δισ. ευρώ προς τη βιομηχανία, τις πολυάριθμες δεσμεύσεις χωρίς πλήρη κάλυψη και το γεγονός ότι περίπλοκες συμβάσεις εκατοντάδων σελίδων καλούνται να ελεγχθούν σε εξαιρετικά περιορισμένο χρόνο από τους βουλευτές και τους αρμόδιους για τον προϋπολογισμό.

Τέλος, τίθεται ζήτημα προτεραιοτήτων, καθώς αμφισβητείται κατά πόσο είναι σκόπιμη η άμεση προμήθεια εξοπλισμού για 460.000 στρατιώτες, τη στιγμή που η επίτευξη αυτού του αριθμού απέχει ακόμη αρκετά χρόνια.

Μετάβαση στις συντομεύσεις προσβασιμότητας
Μοιραστείτε το Σχόλια

Σχετικές ειδήσεις

Έλεγχος γεγονότων: Η Γερμανία δεν εξαπέλυσε στρατό για να επιστρατεύσει νέους πόρτα-πόρτα

Γερμανία: Αναβαθμίζεται το Πολεμικό Ναυτικό-Ξεκίνησαν οι παραδόσεις των ελικοπτέρων Sea Tiger

Η Γερμανία αναδεικνύεται σε ηγετική δύναμη στο ΝΑΤΟ – αλλά η Ευρώπη «πρέπει να κάνει πολύ περισσότερα»