Συνέντευξη του εκτελεστικού διευθυντή του Ινστιτούτου Τζορτζ Μπους, Ντέιβιντ Τζ. Κρέιμερ, στην ελληνική υπηρεσία του euronews
Ο Ντέιβιντ Τζ. Κρέιμερ, εκτελεστικός διευθυντής του Ινστιτούτου Τζορτζ Μπους, σε συνέντευξή του στην ελληνική υπηρεσία του Euronews μίλησε για την πορεία του πολέμου στην Ουκρανία, τα όρια της δυτικής στρατηγικής και τους παράγοντες που θα καθορίσουν την έκβασή του.
Σύμφωνα με τον Κρέιμερ, το βασικό συμπέρασμα είναι σαφές: ο Βλαντίμιρ Πούτιν δεν ενδιαφέρεται για τον τερματισμό του πολέμου, εκτός εάν αυτός οδηγήσει στην πλήρη υποταγή της Ουκρανίας στη Ρωσία, στην απομάκρυνση της δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησής της, στη διεθνή αναγνώριση της ρωσικής κατοχής ουκρανικών εδαφών και στην αποδυνάμωση της δυνατότητάς της να αμύνεται ή να καθορίζει τον εξωτερικό της προσανατολισμό.
Την ίδια ώρα, σημειώνει, οι Ουκρανοί θα συνεχίσουν να πολεμούν όχι από επιλογή, αλλά από ανάγκη. «Η γη τους, η ελευθερία τους και οι ζωές τους διακυβεύονται», τονίζει, προσθέτοντας ότι οι προσπάθειες της κυβέρνησης Τραμπ να τερματίσει τον πόλεμο δύσκολα θα αποδώσουν, όσο ο Πούτιν παραμένει το κεντρικό πρόβλημα — εκτός αν η Δύση αυξήσει ουσιαστικά την πίεση προς τη Μόσχα.
Ενίσχυση της στήριξης προς το Κίεβο
Αναφερόμενος στη διεθνή στήριξη προς την Ουκρανία, ο Κρέιμερ υποστηρίζει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι θα πρέπει να ενισχύσουν τόσο τη στρατιωτική όσο και την οικονομική βοήθεια. Παράλληλα, ζητά αυστηρότερες κυρώσεις κατά της Ρωσίας και των συνεργατών της, καθώς και την κατάσχεση των περίπου 300 δισ. δολαρίων σε παγωμένα ρωσικά περιουσιακά στοιχεία.
Ιδιαίτερη σημασία αποδίδει στη συνέχιση της ανταλλαγής πληροφοριών από τις ΗΠΑ και στην ενίσχυση των συστημάτων αντιαεροπορικής άμυνας της Ουκρανίας.
Κυρώσεις με αντίκτυπο
Ο εκτελεστικός διευθυντής του Ινστιτούτου Τζορτζ Μπους εκτιμά ότι οι κυρώσεις έχουν προκαλέσει πραγματικές πιέσεις στη ρωσική οικονομία, χωρίς όμως να έχουν αλλάξει τη συμπεριφορά του Κρεμλίνου. Όπως σημειώνει, η πτώση της τιμής του ρωσικού πετρελαίου σε επίπεδα κοντά στα 40 δολάρια το βαρέλι έχει επιβαρύνει τη Μόσχα, ωστόσο απαιτείται αυστηρότερη εφαρμογή των υφιστάμενων μέτρων.
Μεταξύ άλλων, ζητά εντατικότερη στόχευση του λεγόμενου «σκιώδους στόλου», καθώς και δασμούς ή κυρώσεις στους μεγάλους εισαγωγείς ρωσικής ενέργειας, όπως η Κίνα και η Ινδία. Παράλληλα, υπογραμμίζει ότι τα παγωμένα ρωσικά κεφάλαια θα πρέπει να κατασχεθούν οριστικά, ώστε να χρησιμοποιηθούν για την αποκατάσταση των ζημιών που έχει υποστεί η Ουκρανία.
Η στρατηγική της ανάσχεσης
Ο Κρέιμερ υποστηρίζει ότι η Δύση άργησε να υιοθετήσει μια συνεκτική στρατηγική ανάσχεσης της Ρωσίας. Υπενθυμίζει ότι γεγονότα όπως η κυβερνοεπίθεση κατά της Εσθονίας το 2007 και η εισβολή στη Γεωργία το 2008 αποτέλεσαν προειδοποιητικά σημάδια, χωρίς όμως να οδηγήσουν σε ουσιαστική αλλαγή πολιτικής.
Κατά την εκτίμησή του, η αρχική ρωσική εισβολή στην Ουκρανία το 2014 θα έπρεπε να είχε προκαλέσει πολύ σκληρότερη αντίδραση. Σήμερα, προειδοποιεί, η Ρωσία συνεχίζει να δοκιμάζει τα όρια της Δύσης μέσω υβριδικών επιθέσεων, δολιοφθορών, παραβιάσεων του εναέριου χώρου του ΝΑΤΟ και άλλων προκλητικών ενεργειών.
«Το πρώτο βήμα», καταλήγει, «είναι να αναγνωρίσουμε τη Ρωσία του Πούτιν ως τη σοβαρή απειλή που πραγματικά αποτελεί».
* Ο Ντέιβιντ Τζ. Κρέιμερ είναι ο εκτελεστικός διευθυντής του Ινστιτούτου Τζορτζ Μπους και ένας από τους πλέον αναγνωρισμένους ειδικούς σε θέματα Ρωσίας και Ουκρανίας. Έχει υπηρετήσει επί σειρά ετών σε ανώτερες θέσεις στην αμερικανική κυβέρνηση και σε διεθνείς οργανισμούς, με αντικείμενο τα ανθρώπινα δικαιώματα, τη δημοκρατία και την ευρωπαϊκή ασφάλεια. Είναι συγγραφέας του βιβλίου Back to Containment: Dealing with Putin’s Regime.