Η ΕΚΤ πρόκειται να μειώσει τα επιτόκια κατά 25 μονάδες βάσης στο 3%, ενώ αναμένεται περαιτέρω χαλάρωση έως το 2025.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) είναι έτοιμη να μειώσει το επιτόκιο καταθέσεων κατά 25 μονάδες βάσης στο 3% την Πέμπτη, σηματοδοτώντας την τρίτη διαδοχική μείωση του κόστους δανεισμού, καθώς η ευρωζώνη παλεύει με την επιβράδυνση της οικονομικής δυναμικής και τις μειωμένες πληθωριστικές πιέσεις.
Ενώ η κίνηση αυτή θεωρείται ως ειλημμένη από τους συμμετέχοντες στην αγορά, η προσοχή θα επικεντρωθεί στην καθοδήγηση της προέδρου της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ σχετικά με τη μελλοντική πορεία.
Με τον πληθωρισμό να μετριάζεται και την οικονομική ανάπτυξη να μην είναι ικανοποιητική, οι οικονομολόγοι και οι αναλυτές προβλέπουν ότι η κεντρική τράπεζα θα διατηρήσει τη δυναμική χαλάρωσης μέχρι και το 2025.
Πόσο θα μπορούσε η ΕΚΤ να μειώσει τα επιτόκια μετά τον Δεκέμβριο;
Η μείωση αυτής της εβδομάδας δεν θα είναι η τελευταία.
Οι οικονομολόγοι και οι αναλυτές αναμένουν σχεδόν ομόφωνα μια μείωση κατά 25 μονάδες βάσης, ενώ οι προβλέψεις δείχνουν ότι ο κύκλος χαλάρωσης θα συνεχιστεί σταδιακά μέχρι το 2025.
Η Bank of America αναμένει ότι η ΕΚΤ θα διατηρήσει τον τρέχοντα ρυθμό της, μειώνοντας τα επιτόκια σε κάθε συνεδρίαση έως ότου το επιτόκιο καταθέσεων φθάσει το 1,5% τον Σεπτέμβριο του 2025.
"Με μια οικονομία που θα αναπτύσσεται με ή κάτω από την τάση για το μεγαλύτερο μέρος του 2025, θα είναι δύσκολο για την ΕΚΤ να διακόψει τις μειώσεις των επιτοκίων έως ότου το επιτόκιο καταθέσεων πέσει ελαφρώς κάτω από την εκτίμησή της για το ουδέτερο επίπεδο του 2%", ανέφεραν οι αναλυτές της Bank of America. Πρόσθεσαν: "Σε αυτό το σημείο, το 1,5% γίνεται εύκολα ένα ανώτατο όριο".
Η Danske Bank συμμερίζεται αυτή την άποψη, προβλέποντας ότι η ΕΚΤ θα προβεί σε μια σειρά μειώσεων τα επόμενα δύο χρόνια, φτάνοντας τελικά σε ένα τελικό επιτόκιο καταθέσεων στο 1,5%.
Η Goldman Sachs διαμορφώνει παρόμοια εικόνα, με το βασικό της σενάριο να προβλέπει διαδοχικές μειώσεις 25 μ.β. έως ότου το επιτόκιο καταθέσεων φθάσει στο 1,75% τον Ιούλιο του 2025. Η επενδυτική τράπεζα αναμένει ότι το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ θα εγκαταλείψει τις αναφορές στη δήλωση για τη διατήρηση "των επιτοκίων πολιτικής επαρκώς περιοριστικών για όσο διάστημα χρειαστεί" και ότι η ΕΚΤ Λαγκάρντ θα υπαινιχθεί νέα μείωση των επιτοκίων τον Ιανουάριο.
Πώς θα μπορούσε να εξελιχθεί ο πληθωρισμός;
Η συνεδρίαση της Πέμπτης θα φέρει επίσης νέες οικονομικές προβλέψεις της ΕΚΤ, οι οποίες θα μπορούσαν να προσφέρουν ενδείξεις για την πορεία της νομισματικής πολιτικής.
Η ABN Amro αναμένει μόνο μικρές αλλαγές στις προβλέψεις της ΕΚΤ για την ανάπτυξη, αλλά αναμένει μια πιο σημαντική αναθεώρηση των προβλέψεων για τον πληθωρισμό για το 2025. "Αναμένουμε ότι ο γενικός πληθωρισμός για το 2025 θα μπορούσε να δει μια πιο σημαντική υποβάθμιση, με την πρόβλεψή μας στο 2% σε σύγκριση με την πρόβλεψη του Σεπτεμβρίου για 2,2%", δήλωσε ο Arjen van Dijkhuizen, ανώτερος οικονομολόγος της ABN Amro.
Ο κίνδυνος υποεκπλήρωσης του στόχου της ΕΚΤ από τον πληθωρισμό θα μπορούσε να δικαιολογήσει περαιτέρω τις παρατεταμένες μειώσεις των επιτοκίων. Η Bank of America αναμένει ότι η Λαγκάρντ θα τονίσει ότι ο κίνδυνος υπέρβασης του πληθωρισμού έχει μειωθεί, αφήνοντας περιθώριο για μείωση των επιτοκίων πολιτικής κάτω από το ουδέτερο επίπεδο, εάν οι οικονομικές συνθήκες επιδεινωθούν.
Αντιμετωπίζει το ευρώ καθοδικούς κινδύνους;
Η ήπια στροφή της ΕΚΤ θα μπορούσε να ασκήσει καθοδικές πιέσεις στο ευρώ, ένα σενάριο που ορισμένοι αναλυτές θεωρούν πιθανό τους επόμενους μήνες. Η Bank of America βλέπει "μέτρια καθοδικούς κινδύνους για το ευρώ από τη συνεδρίαση και γύρω από τη σχετική στάση της ΕΚΤ τους επόμενους μήνες".
Ο αναλυτής της ING Group, Chris Turner, παραμένει πτωτικός για το ευρώ και πιστεύει ότι το ενιαίο νόμισμα "είναι πλέον έτοιμο να επανεκκινήσει την πτωτική του τάση, εάν το επιτρέψουν οι μακροοικονομικές και γεωπολιτικές εισροές".
Πρόσθεσε: "Αυτόν τον μήνα το EUR/USD παραμένει προσφερόμενο παρά την ισχυρή εποχιακή ανοδική τάση. Συνήθως ο Ιανουάριος και ο Φεβρουάριος αποδεικνύονται πτωτικοί μήνες για το EUR/USD".
Πώς τα χαμηλότερα επιτόκια μπορεί να επηρεάσουν την πραγματική οικονομία της ευρωζώνης
Τα χαμηλότερα επιτόκια αποσκοπούν στην τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας, καθιστώντας τον δανεισμό φθηνότερο για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις. Στην ευρωζώνη, όπου οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τα τραπεζικά δάνεια, η φθηνότερη πίστωση θα μπορούσε να παράσχει την πολυπόθητη ώθηση για τις επενδύσεις.
Για τομείς όπως τα ακίνητα, τα οφέλη θα μπορούσαν να είναι ιδιαίτερα ανταποδοτικά. Τα επιτόκια των ενυπόθηκων δανείων, τα οποία αυξήθηκαν κατακόρυφα τα τελευταία χρόνια, ενδέχεται να χαλαρώσουν καθώς οι περικοπές των κεντρικών τραπεζών διαχέονται στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Αυτό θα μπορούσε να βοηθήσει στην αναζωογόνηση της ζήτησης κατοικιών, μετά από χρόνια απότομης επιβράδυνσης των πωλήσεων κατοικιών.
Το χαμηλότερο κόστος δανεισμού μπορεί επίσης να ωθήσει τα νοικοκυριά να ξοδέψουν περισσότερα χρήματα για μεγάλα είδη όπως αυτοκίνητα, βελτιώσεις κατοικιών ή διαρκή αγαθά, δίνοντας ώθηση στην εγχώρια κατανάλωση.
Ένα ασθενέστερο ευρώ, το οποίο θα μπορούσε να προκύψει από τη χαλαρή στάση της ΕΚΤ, ενισχύει περαιτέρω αυτές τις επιδράσεις. Καθώς το νόμισμα υποτιμάται, οι εξαγωγές της ευρωζώνης γίνονται πιο ανταγωνιστικές στις παγκόσμιες αγορές, προσφέροντας δυνητικά μια απρόσμενη ευκαιρία για βιομηχανίες με μεγάλη εξαγωγική δραστηριότητα, όπως η αυτοκινητοβιομηχανία, τα μηχανήματα και τα χημικά προϊόντα.
Ωστόσο, η υποτίμηση του νομίσματος αποτελεί δίκοπο μαχαίρι. Ενώ οι εξαγωγές μπορεί να ανθίσουν, ένα ασθενέστερο ευρώ αυξάνει το κόστος των εισαγόμενων αγαθών, συμπεριλαμβανομένης της ενέργειας και των πρώτων υλών. Αυτό θα μπορούσε να αντισταθμίσει εν μέρει τα οφέλη από το χαμηλότερο κόστος δανεισμού, ιδίως για τις επιχειρήσεις που εξαρτώνται από εισαγόμενες εισροές.
Ωστόσο, οι γεωπολιτικές αβεβαιότητες, συμπεριλαμβανομένων των συνεχιζόμενων συγκρούσεων στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή, καθώς και οι διαφαινόμενες εμπορικές εντάσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες -ιδίως η απειλή νέων δασμών- αποτελούν σαφή πρόκληση για τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις.
Οι επιχειρήσεις ενδέχεται να διστάσουν να επενδύσουν ή να επεκταθούν παρά τις ευνοϊκές χρηματοπιστωτικές συνθήκες, αναδεικνύοντας τα όρια της νομισματικής πολιτικής σε ένα απρόβλεπτο παγκόσμιο περιβάλλον.
Τελικά, οι μειώσεις των επιτοκίων της ΕΚΤ αποτελούν ένα κρίσιμο εργαλείο για τη στήριξη της οικονομικής δραστηριότητας, αλλά η αποτελεσματικότητά τους θα εξαρτηθεί από το πώς θα ανταποκριθούν οι επιχειρήσεις, οι καταναλωτές και οι παγκόσμιες αγορές τους επόμενους μήνες.