Η ένταξη στην ΕΕ τυγχάνει μεγάλης αποδοχής στα νέα κράτη μέλη, κυρίως χάρη στην οικονομική δύναμη πυρός που έχουν αποκτήσει. Το Euronews Business ρίχνει μια πιο προσεκτική ματιά στην ιστορία της αύξησης του ΑΕΠ στα νέα κράτη που προσχώρησαν από την ιστορική διεύρυνση του μπλοκ το 2004.
Σχεδόν τα τρία τέταρτα (74%) των πολιτών της ΕΕ πιστεύουν ότι η χώρα τους επωφελήθηκε από τη συμμετοχή της στο μπλοκ, σύμφωνα με έρευνα του Ευρωβαρόμετρου που διεξήχθη στις αρχές του 2025, το υψηλότερο ποσοστό που έχει καταγραφεί από τότε που τέθηκε για πρώτη φορά η ερώτηση το 1983.
Οι ερωτηθέντες ανέδειξαν την οικονομική ανάπτυξη (28%) και τις νέες ευκαιρίες απασχόλησης (26%) ως τα κυριότερα οφέλη της χώρας τους από τη συμμετοχή στην ΕΕ. Τα δεδομένα φαίνεται να επιβεβαιώνουν την εκτίμησή τους.
Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Τσεχική Δημοκρατία αυξήθηκε από το 45% του μέσου όρου της ΕΕ το 2004 στο 74% το 2024, εκτοξεύοντας το ποσό από 9.490 ευρώ σε 29.940 ευρώ. Στη Λιθουανία, το ποσοστό αυτό αυξήθηκε από 26% σε 68% κατά την ίδια περίοδο, από 4.960 € σε 27.350 €.
Η δεικτοδότηση προσφέρει έναν άλλο τρόπο για να αποτυπωθεί η μετατόπιση. Ο καθορισμός του ΑΕΠ ανά άτομο σε ευρώ στο 100 το 2004 για κάθε χώρα επιτρέπει μια καθαρή σύγκριση του τρόπου με τον οποίο τα εισοδήματα έχουν μετακινηθεί έκτοτε. Μια άνοδος στο 120 σηματοδοτεί ότι η μέση ευημερία είναι 20% υψηλότερη από ό,τι το 2004- μια πτώση στο 90 υποδηλώνει ότι είναι 10% χαμηλότερη από εκείνη τη γραμμή βάσης.
Πενταπλάσια αύξηση στη Ρουμανία και τη Βουλγαρία
Τα τελευταία 20 χρόνια, από το 2004 έως το 2024, ενώ το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην ΕΕ αυξήθηκε κατά αξιοσέβαστο 88%, με τον δείκτη να αυξάνεται από τις 100 στις 188 μονάδες, η ανάπτυξη στα 13 νέα κράτη μέλη σημείωσε θετική έκρηξη. Η Ρουμανία και η Βουλγαρία κατέγραψαν την ισχυρότερη ανάπτυξη, 558% και 500% αντίστοιχα, και ο δείκτης έφτασε τις 600 μονάδες και στις δύο χώρες.
Την ίδια περίοδο, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στη Ρουμανία εκτινάχθηκε από 2.820 ευρώ σε 18.560 ευρώ και στη Βουλγαρία από 2.710 ευρώ σε 16.260 ευρώ.
Αντίστοιχα εντυπωσιακές τάσεις ανάπτυξης καταγράφηκαν και στις χώρες της Βαλτικής τις τελευταίες δύο δεκαετίες, με το κατά κεφαλήν ΑΕΠ να αυξάνεται κατά 405% στη Λιθουανία, 336% στη Λετονία και 305% στην Εσθονία.
Αύξηση της αγοραστικής δύναμης
Το πρότυπο αγοραστικής δύναμης (PPS) ρίχνει περαιτέρω φως στις ιστορίες οικονομικής ανάπτυξης των νέων κρατών μελών. Θεωρητικά, ένα PPS μπορεί να αγοράσει την ίδια ποσότητα αγαθών και υπηρεσιών σε κάθε χώρα.
Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε ΜΑΔ στην ΕΕ είναι αναπροσαρμοσμένο στο 100. Το 2004, η Ρουμανία και η Βουλγαρία είχαν και οι δύο τις χαμηλότερες βαθμολογίες, 35 η καθεμία, ή 65% κάτω από το μέσο όρο της ΕΕ. Δύο δεκαετίες αργότερα, όμως, η αγοραστική δύναμη της Ρουμανίας υπερδιπλασιάστηκε, φθάνοντας το 78 στον δείκτη, ενώ της Βουλγαρίας ανέβηκε στο 66.
Ο δείκτης αυξήθηκε από 50 σε 88 στη Λιθουανία, από 45 σε 71 στη Λετονία, από 52 σε 79 στην Πολωνία και από 56 σε 79 στην Εσθονία. Κάθε κίνηση προς τον μέσο όρο της ΕΕ που είναι 100 σημαίνει ότι οι χώρες αυτές πλησιάζουν το πρότυπο της ΕΕ.
Πιο μέτριες αυξήσεις καταγράφηκαν στη Σλοβενία, από 87 σε 91, και στην Τσεχική Δημοκρατία, από 81 σε 91 κατά την ίδια περίοδο.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επιμένει ότι η διεύρυνση του 2004 "επέφερε ένα ευρύ φάσμα σημαντικών οφελών και εντυπωσιακή οικονομική ανάπτυξη στα νέα μέλη και στην ΕΕ στο σύνολό της".
Οι ακαδημαϊκές εργασίες υποστηρίζουν σε γενικές γραμμές την άποψη αυτή. Ο οικονομολόγος Basile Grassi του Πανεπιστημίου Bocconi διαπιστώνει ότι η ένταξη αυξάνει τα εισοδήματα στα νέα κράτη μέλη χωρίς να επηρεάζει τα εισοδήματα των παλαιών κρατών μελών. Σύμφωνα με τα λόγια του, η διεύρυνση της ΕΕ μοιάζει μάλλον με παιχνίδι θετικού αθροίσματος.
Πόσο μεγάλες είναι οι οικονομίες των υποψήφιων χωρών της ΕΕ;
Εννέα χώρες είναι επί του παρόντος επίσημα υποψήφιες για ένταξη στην ΕΕ: οι χώρες των Δυτικών Βαλκανίων, Βοσνία-Ερζεγοβίνη, Μαυροβούνιο, Βόρεια Μακεδονία, Αλβανία, Σερβία, καθώς και η Ουκρανία, η Μολδαβία, η Γεωργία και η Τουρκία, καθώς και μία πιθανή υποψήφια χώρα, το Κοσσυφοπέδιο.
Η Ευρωπαία Επίτροπος για τη Διεύρυνση Marta Kos δήλωσε τον Απρίλιο ότι ένας νέος γύρος προσχωρήσεων έως το 2030 είναι "ρεαλιστικός", με την Ουκρανία, τη Μολδαβία, την Αλβανία και το Μαυροβούνιο να βρίσκονται στην κορυφή της ουράς.
Με βάση το ΑΕΠ, οι περισσότερες από αυτές τις οικονομίες είναι σχετικά μικρές. Το 2024 η παραγωγή της ΕΕ ανήλθε σε 18 τρισεκατομμύρια ευρώ, σύμφωνα με τη Eurostat.
Οι 10 χώρες που φιλοδοξούν να ενταχθούν διαχειρίστηκαν 1,63 τρισ. ευρώ, και μόνο η Τουρκία αντιπροσώπευε 1,25 τρισ. ευρώ από αυτό. Χωρίς την Τουρκία, οι εννέα εναπομείνασες υποψήφιες χώρες παρήγαγαν μαζί μόλις 381 δισ. ευρώ, λιγότερο από τα 392 δισ. ευρώ της Δανίας.
Αν εξαιρέσει κανείς την Τουρκία, την Ουκρανία και τη Σερβία, η συνολική παραγωγή των υπόλοιπων επτά πέφτει στα πενιχρά 130 δισ. ευρώ, ποσό μικρότερο από εκείνο των δύο τρίτων περίπου των υφιστάμενων μελών της ΕΕ.