Ο Γιάννης Χουβαρδάς σκηνοθετεί το εμβληματικό έργο του Άουγκουστ Στρίντμπεργκ στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών
Ο Γιάννης Χουβαρδάς σκηνοθετεί τον «Χορό του Θανάτου» το εμβληματικό έργο του Άουγκουστ Στρίντμπεργκ στο Υποσκήνιο Β΄ της αίθουσας Αλεξάνδρα Τριάντη, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.
Σε ένα παλιό φρούριο ενός νησιού ζουν απομονωμένοι ο απόστρατος λοχαγός Έντγκαρ και η γυναίκα του Άλις. Ετοιμάζονται να γιορτάσουν τα 25 χρόνια γάμου. Οι υπηρέτες και τα παιδιά τους έχουν φύγει. Ο Κουρτ, ένας μακρινός ξάδελφος και πρώην διεκδικητής της Άλις τους επισκέπτεται μετά από πολλά χρόνια. Μπαίνοντας στο χώρο, μας υποδέχονται οι δύο σύζυγοι, ο καθένας στην γωνιά του.
Κατεβαίνοντας στο Υποσκήνιο Β΄, αντιλαμβάνεσαι γρήγορα ότι ο Έντγκαρ και η Άλις έχουν στήσει μια παγίδα στα έγκατα του Μεγάρου Μουσικής. Έχουν αφήσει την πόρτα ανοιχτή στο σπίτι τους, περιμένοντας τα ανυποψίαστα θύματα, που θα εισέλθουν στον κόσμο τους, που θα γίνουν για λίγο θεατές της σχέσης τους, πριν βουλιάξουν στην κινούμενη άμμο που υπάρχει από κάτω. Ακόμη και τα παιδιά τους, τους έχουν εγκαταλείψει, γιατί δεν μπορούν να συνεχίσουν να παίρνουν μέρος σε αυτό το αδιάκοπο μπρα ντε φερ. Μπροστά μας ανοίγεται η κόλαση της συζυγικής ζωής σε όλο της το μεγαλείο, στην «ιδανική» της αποτύπωση, καθώς εδώ πρωταγωνιστές είναι δύο ευφυείς άνθρωποι, που από την απογοήτευση, την ακύρωση, τη συντριβή και το μίσος έχουν μετατραπεί σε θανάσιμους εχθρούς.
Οι δυο τους παίζουν διαρκώς ένα ανηλεές παιχνίδι αλληλοεξόντωσης, χρησιμοποιώντας μια μεγάλη γκάμα όπλων και προσωπείων, αναμνήσεων και συναισθημάτων. Είναι σύμφωνα με τη δήλωσή τους, οι πιο δυστυχισμένοι άνθρωποι στον κόσμο. Παρόλα αυτά κανείς τους δεν μπορεί να βάλει τέλος στην ασφυξία τους, στο μίσος, αλλά και στην αδυναμία απεγκλωβισμού τους από αυτή την αφ-αιμάσσουσα σχέση.
Η αργυρή επέτειος του γάμου τους, είναι μια λαμπρή ευκαιρία να ανεβούν και πάλι στο ρινγκ για να αναμετρηθούν, χωρίς να υπάρξει νικητής, αλλά σίγουρα ένας χαμένος. Αυτή τη φορά είναι ο αθώος, ο κακομοίρης Κουρτ, που έρχεται μετά από πολλά χρόνια να τους συναντήσει, χωρίς να ξέρει όχι μόνο τι τον περιμένει, αλλά ούτε πώς παίζεται αυτό το πανέξυπνο παιχνίδι. Στην αρχή, οι δύο σύζυγοι θα προσπαθήσουν να τον φέρουν ο καθένας στην πλευρά του.
Σύντομα όμως, τα δύο αιμοβόρα ζώα θα τον κατασπαράξουν αργά αργά, πριν επιστρέψουν ξανά στη θέση τους, περιμένοντας τον επόμενο άτυχο επισκέπτη του σπιτικού τους, που θα δώσει νόημα και οξυγόνο στην χωρίς τέλος σύγκρουση. Μεταξύ ζωής και θανάτου, πέφτουν, υποχωρούν, πετυχαίνουν μικρές νίκες και ανακτούν διαρκώς τη δύναμή τους από τον σύζυγο-εχθρό που βλέπουν απέναντί τους. Ο ψυχρός πόλεμος πρέπει να συνεχιστεί αέναα, η ισορροπία τρόμου δεν μπορεί να καταλυθεί με καμιά δύναμη. Άλλωστε είναι σαφές ότι δεν μπορούν να χωρίσουν. Είναι καταδικασμένοι να επαναλαμβάνουν την καθημερινή τους ρουτίνα, είναι αλυσοδεμένοι για πάντα στο γάμο τους, στη φυλακή τους.
Το μόνο που απομένει στο τέλος είναι ένας καγχασμός και μια αίσθηση συντριβής σε αυτή την αρένα των διαλυμένων ζωών, των χαμένων χρόνων και ευκαιριών, στην απόλυτη απόγνωση. Και ο ήχος των ξέπνοων σωμάτων μετά τη μετωπική σύγκρουση. Το βλέμμα αδειανό, η σωματική και ψυχική καταπόνηση κάτι παραπάνω από εμφανής. Ο χρόνος ανάκτησης των δυνάμεων και της ανάσας ελάχιστος, πριν χτυπήσει το καμπανάκι για τον επόμενο γύρο. Η εκτόνωση είναι μόνο πρόσκαιρη. Η πόρτα μένει και πάλι ανοιχτή στο τέλος, γιατί πώς αλλιώς θα περάσουμε το υπόλοιπο της ζωής μας, αν δεν στήσουμε ένα ακόμη παιχνίδι θανάτου, έναν χορό νεκροζώντανων σκιών; Τι άλλο μπορούμε να κάνουμε αν δεν μπορούμε να χωρίσουμε; Πώς να ξεφύγουμε από αυτή τη συζυγική κόλαση;
Ο Γιάννης Χουβαρδάς αποτύπωσε μοναδικά το κολαστήριο του ζευγαριού, αναδεικνύοντας αριστοτεχνικά την σκληρότητα, την τραγικότητα και κυρίως την ειρωνεία που κρύβει αυτή η μελέτη της ανθρώπινης τραγικοκωμωδίας από τον Σουηδό συγγραφέα. Πέτυχε μια ενδοσκόπηση ακριβείας του ανθρώπινου ψυχικού τοπίου. Έδειξε όλες τις πτυχές αυτής της συζυγικής σφαγής. Έστησε μια μεγάλη σκηνική επιφάνεια αναμέτρησης, όπου διεξάγεται η μάχη (καταπληκτική η σκηνογραφία της Θάλειας Μέλισσα). Είχε στη διάθεσή του ένα ασυναγώνιστο υποκριτικό τρίγωνο, άρτια προικισμένο για τη μεγάλη αναμέτρηση, για τη διαρκή μετατόπιση.
Οι τρεις εκπληκτικοί ερμηνευτές εντυπωσιάζουν με τη λεπτομερή δουλειά που έχουν κάνει με τους ρόλους τους, με τις αιφνιδιαστικές μεταμορφώσεις και μεταπτώσεις τους, με τον τρόπο που φώτισαν τον διαρκώς μεταβαλλόμενο ψυχισμό των τριών χαρακτήρων. Η Έλενα Τοπαλίδου καλύτερη από ποτέ σε ένα ρεσιτάλ αποκάλυψης διαφορετικών πτυχών της γυναικείας ψυχοσύνθεσης (μετατρέπεται από θύτη σε θύμα και πάλι πίσω με ασύλληπτο ρυθμό), ο Σίμος Κακάλας, ένα απίστευτο κράμα κυνισμού, σκληρότητας, αλαζονείας και ταυτόχρονα παραίτησης και ήττας και τέλος ο Χάρης Φραγκούλης, ένας αθώος, αδύναμος, δειλός, κατασπαραγμένος χαρακτήρας, μόνιμα απροετοίμαστος κι ευάλωτος γι’ αυτό που έρχεται.
Δεν μπορείς να ξεκολλήσεις τα μάτια σου από πάνω τους. Φεύγεις από το χώρο, με κομμένη την ανάσα, διαλυμένος κι εσύ από αυτή τη σφαγή που έγινε μπροστά στα μάτια σου, συγκινημένος από αυτό το σπάνιο «ξόδεμα» που είδες στην σκηνή.
Μια παράσταση αξιομνημόνευτη που πρέπει να επαναληφθεί από το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
«Ο χορός του θανάτου» του August Strindberg
Μετάφραση | Έρι Κύργια
Σκηνική επεξεργασία μετάφρασης, Σκηνοθεσία | Γιάννης Χουβαρδάς
Σκηνικά | Θάλεια Μέλισσα
Κοστούμια | Ιωάννα Τσάμη
Μουσική και ηχητική επιμέλεια |Φώτης Σιώτας, Γιάννης Χουβαρδάς
Φωτισμοί | Κάρολ Γιάρεκ
Video Design | Παντελής Μάκκας
Βοηθός σκηνοθέτη | Δέσποινα Λάρδη
Συντονισμός παραγωγής | Ρένα Ανδρεαδάκη
Βοηθός σκηνοθέτη | Δέσποινα Λάρδη
Παίζουν οι ηθοποιοί:
Έντγκαρ | Σίμος Κακάλας
Άλις | Έλενα Τοπαλίδου
Κουρτ | Χάρης Φραγκούλης