Ο Κώστας Παπακωνσταντίνου ανεβάζει αυτή την περίοδο στο Θέατρο Σταθμός τη μαύρη κωμωδία «Βικτόρ ή τα παιδιά στην εξουσία» του Ροζέ Βιτράκ
Πενήντα χρόνια συμπληρώνονται φέτος από το πρώτο ανέβασμα του «Βικτόρ ή τα παιδιά στην εξουσία» του Ροζέ Βιτράκ, από τον Κάρολο Κουν του κλασικού πλέον έργου που αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα δείγματα του σουρεαλισμού και μια αιχμηρή μελέτη για το τέλος της αθωότητας και την υποκρισία των ενηλίκων. Ο Κώστας Παπακωνσταντίνου ανεβάζει αυτή την περίοδο στο Θέατρο Σταθμός τη μαύρη κωμωδία του Γάλλου συγγραφέα, που γράφτηκε το 1928.
Η οικογένεια Πομέλ γιορτάζει τα γενέθλια του μοναχογιού της Βικτόρ. Καλεσμένοι τους είναι οι οικογενειακοί τους φίλοι Μανιώ, ένας αχαλίνωτος στρατηγός και μια γοητευτική κυρία με εντερικά προβλήματα που φτάνει στο σπίτι απρόσκλητη. Ο Βικτόρ, ενώ κλείνει μόλις τα εννιά του χρόνια, είναι ένα παιδί με υπερφυσική ανάπτυξη, σωματική και διανοητική.
Είναι 1.80 και μέχρι να τελειώσει το έργο, θα γίνει δύο μέτρα και θα έχει το μυαλό ενός ευφυούς ενήλικα. Δεν έχει πια τίποτα να περιμένει, καθώς τα ξέρει ήδη όλα. Περνώντας από την αθωότητα στην ενοχή, αποφασίζει να αποποιηθεί την ταυτότητα του παιδιού. Μέσα σε λίγες ώρες θα ανακαλύψει και θα αποκαλύψει σε όλους, μαζί με την εξάχρονη φίλη του Εστέρ, το ψέμα και τη φαυλότητα των μεγάλων και θα αποχαιρετήσει αυτό τον μάταιο και υποκριτικό κόσμο. Θα πεθάνει από θάνατο.
Παρακολουθήσαμε την πρόβα της παράστασης και συζητήσαμε με τον Κώστα Παπακωνσταντίνου για αυτό το ιδιότυπο θεατρικό έργο, για τον κόσμο των μεγάλων και τον κόσμο των παιδιών αλλά και το τι είναι ο Βικτόρ, αυτός ο ήρωας που σπάει τις συμβάσεις. Μια ποιητική αλληγορία, γεμάτη χιούμορ, συγκίνηση, αλλά με έντονο το δραματικό στοιχείο. Μια κραυγή αγωνίας, ένα τολμηρό μανιφέστο ελευθερίας σε έναν συμβιβασμένο κόσμο.
Γιατί αποφάσισες να ανεβάσεις τώρα τον Βικτόρ;
Ο Βικτόρ είναι πια ένα κλασικό έργο και κάθε κλασικό έργο είναι πρόκληση να αναμετρηθείς μαζί του. Ήταν όμως και μια ευκαιρία να συνεργαστούμε με τον Μάνο Καρατζογιάννη. Ο Βικτόρ ως ρόλος, αυτό το ιδιαίτερο παιδί, ταιριάζει στον Μάνο. Έχει μια τέτοια ποιότητα. Είναι ο ίδιος ένας sui generis καλλιτέχνης. Θεώρησα λοιπόν ότι ήταν μια λαμπρή ευκαιρία να παίξει τον Βικτόρ και να το σκηνοθετήσω εγώ. Του άρεσε πάρα πολύ η ιδέα και έτσι προέκυψε.
Για μένα αυτή η παράσταση είναι και μια δοκιμή να γίνω λίγο πιο εξωστρεφής στις συνεργασίες μου, επειδή είμαι πολύ καλομαθημένος με την δική μου ομάδα. Κάνουμε παραστάσεις από το 2012 και νιώθω μαζί τους καλλιτεχνικά πλήρης. Ήθελα λοιπόν να δοκιμάσω κάτι άλλο και να συνεργαστώ με ανθρώπους που δεν έχω συνεργαστεί ξανά. Ήθελα να ξεβολευτώ, να μπω σε έναν άλλο τρόπο δουλειάς, οπότε αυτή η παράσταση είναι σίγουρα ένα στοίχημα.
Πώς προσέγγισες το έργο;
Είχα ένα φόβο στις πρόβες μην βγει ακαδημαϊκή η παράσταση. Αλλά ευτυχώς δεν έγινε κάτι τέτοιο. Είναι ένα έργο που μπορώ να πω μάλιστα ότι με μετακίνησε. Ξεκίνησα να το δουλεύω, έχοντας στο μυαλό μου μια πιο πολιτικοποιημένη, ταξική προσέγγιση, ότι πάμε τώρα να κατακεραυνώσουμε την αστική τάξη. Κι άρχισε το έργο να μας «σκάει» στο πρόσωπο όλο το αδιέξοδο των προσωπικών σχέσεων, της σχέσης γονέων-παιδιών, αλήθειας-ψέματος, είναι και φαίνεσθαι. Έχει να κάνει επίσης με τα θεμέλια στα οποία βασίζονται η θρησκεία, η πατρίδα, η οικογένεια. Υπάρχει όμως και η μεγάλη εικόνα που εμένα μου αρέσει να βλέπω, δηλαδή η πολιτική, αλλά και η μικρή εικόνα του τι συμβαίνει σε κάθε σπίτι ξεχωριστά.
Κι άρχισα να προσανατολίζομαι πιο πολύ σε αυτό, στο σχεσιακό δηλαδή στοιχείο, παρά στην πολιτική διάσταση του έργου. Γι’ αυτό και στο τέλος υπάρχει ένα τραγούδι που είναι δική μας επινόηση. Έχω γράψει τους στίχους και λέει ανάμεσα σε άλλα «Συγνώμη, μη μας κρατήσετε κακία που κάναμε παράσταση, όσα λέμε στον ψυχοθεραπευτή». Θα έλεγα λοιπόν πολύ γενικά ότι το έργο είναι όλα αυτά που θα μπορούσαν να ακουστούν σε μια συνεδρία με έναν ψυχοθεραπευτή, είτε αυτό έχει να κάνει με το άδικο που βιώνουμε στην κοινωνία, είτε σε πιο στενό πλαίσιο, τις σχέσεις με το φίλο μας και τη φίλη μας, ή με τα παιδιά μας. Η προσέγγισή μας δεν είναι βέβαια ούτε ψυχαναλυτική, ούτε ψυχολογική.
Είναι ένα πολύ ιδιόρρυθμο έργο στη δομή και στο ρυθμό του με πολλά αμφίσημα σημεία. Ποια ήταν η μεγαλύτερη δυσκολία για σένα;
Είναι ένα έργο του οποίου η πλοκή ακολουθεί γραμμική εξέλιξη και έχει τη φόρμα του αστικού δράματος. Εκτυλίσσεται σε τρεις πράξεις. Ξεκινάει από την τραπεζαρία, περνάει στο καθιστικό και καταλήγει στην κρεβατοκάμαρα του σπιτιού. Οι σχέσεις των χαρακτήρων είναι πολύ συγκεκριμένες. Παρόλα αυτά, όλο το έργο διαπνέεται από το πνεύμα του παραλόγου. Δηλαδή αντί να χτίζει ο συγγραφέας, καταστρέφει, γκρεμίζει. Υπάρχουν συμβάντα μέσα στο έργο, που αντιλαμβάνεσαι ότι δεν υπάρχει ρεαλιστική συνέπεια, γιατί αυτό που ενδιαφέρει τον συγγραφέα είναι να δείξει κάτι άλλο. Σε μένα λοιπόν η δυσκολία ήταν μέχρι να καταλάβω ότι ο Βιτράκ μας κάνει πλάκα. Όταν στις πρόβες άρχισα να νιώθω ότι είναι σαν να τον έχω δίπλα μου και να σκάει στα γέλια, να κάνει δηλαδή ο συγγραφέας χαβαλέ, τότε είπα να τον ακολουθήσω.
Το έργο έχει μια αυστηρή δομή, ως προς τη δραματουργία, αλλά πολύ χαλαρή, όχι ως προς την εξέλιξη της δράσης, αλλά ως προς τη συνέπεια των συμβάντων. Αυτή ήταν η δυσκολία σε σχέση με το έργο. Το πιο δύσκολο στην πρόβα και στην παράσταση είναι ότι είναι ένα πολύ σύνθετο, χειμαρρώδες έργο με πολλή πληροφορία. Είναι ένα έργο που ενώ είναι πολιτικό από τον Βιτράκ, αισθάνομαι ότι δεν απευθύνεται τόσο στο μυαλό των θεατών, όσο στο θυμικό τους. Είναι ένας χείμαρρος. Νομίζω έχει μια ατάκα που λέει κάποια στιγμή ο πατέρας του Βικτόρ, ότι: «Δεν το καταλαβαίνω αυτό το παιδί» και λέει ο Βικτόρ, «Πρέπει να νιώσεις μπαμπά, όχι να καταλάβεις». Νομίζω ότι αυτό είναι ένα σχόλιο του έργου που έχει να κάνει με τους γονείς, τα παιδιά, την εξουσία. Αλλά νομίζω ότι είναι σε ένα βαθμό και μια οδηγία του συγγραφέα προς το κοινό του, τους θεατές: «Αυτό το έργο μην προσπαθήσετε να το καταλάβετε. Προσπαθήστε να το αισθανθείτε».
Εσύ πώς βλέπεις τον Βικτόρ; Τι φέρνει αυτό το μικρομέγαλο παιδί;
Νομίζω ότι σ’ αυτό το έργο, όλα τα πράγματα και όλοι οι ρόλοι έχουν μια διττή οπτική. Στον συγγραφέα αρέσουν τα δίπολα. Θα μπορούσαμε να πούμε για παράδειγμα με επιχειρήματα ότι ο Βικτόρ είναι ένα κακομαθημένο, μικροαστικό σκατόπαιδο, το οποίο βασανίζει τους ανθρώπους, χωρίς αναλογικότητα. Μπορεί να έχουν λερωμένη τη φωλιά τους, αυτός όμως το παρακάνει. Πάντως, από την άλλη, θα είχαμε επίσης ισχυρά επιχειρήματα να πούμε ότι ο Βικτόρ είναι ένα παιδί το οποίο κουβαλάει τις αμαρτίες όλων των μεγάλων και κάνει την ηρωική πράξη να μην αποτελέσει έναν ακόμη κρίκο αυτού του φαύλου κόσμου και αυτοκαταστρέφεται. Νομίζω ότι και τα δύο ισχύουν.*
Κατά τη γνώμη σου, ποιος ο στόχος του συγγραφέα;
Νομίζω ότι ο Βιτράκ θέλει να γκρεμίσει όλο αυτό το οικοδόμημα, όλο αυτό το σάπιο πλαίσιο σχέσεων. Πιστεύει ότι θέλει γκρέμισμα και χτίσιμο από την αρχή.
Ενισχύει όμως ιδιαίτερα το στοιχείο του παραλόγου.
Όντως! Υπάρχουν τόσο πολλά παράλογα στοιχεία στη ζωή αυτών των ηρώων. Το ίδιο όμως δεν συμβαίνει και στη δική μας ζωή; Υπάρχουν παράλογα στοιχεία, είτε στη μικρή κλίμακα είτε στη μεγάλη κλίμακα. Δεν είναι παράλογο δύο τρένα να κυκλοφορούν στην ίδια γραμμή; Δεν είναι παράλογο να πηγαίνει το παιδί σου στη Θεσσαλονίκη και να μη γυρίζει; Και ο ίδιος ο θάνατος δεν είναι παράλογος; Το φαινόμενο ζωή και το φαινόμενο θάνατος δεν είναι ακραία παράλογα; Είναι κάτι που το χωράει ο νους;
Νομίζω ότι αυτό το παράλογο ο Βιτράκ το έχει εντάξει μέσα στο έργο. Αυτόν τον πόνο του παράλογου, του φαινομένου της ζωής και του θανάτου. Κι έχουμε προσπαθήσει κι ελπίζω να το έχουμε καταφέρει, να το περάσουμε και στην παράσταση.
Κατακτούν κάποια στιγμή τα παιδιά την εξουσία; Πώς ερμηνεύεις εσύ το δεύτερο σκέλος του τίτλου του έργου;
Όχι με την έννοια μιας ολοκληρωμένης δομής, η οποία λειτουργεί. Δεν τα βλέπουμε. Τα παιδιά δεν ασκούν διοίκηση, για να αποφορτίσουμε τη λέξη εξουσία. Το να ασκείς διοίκηση είναι εξουσία. Με αυτή την έννοια δεν παίρνουν την εξουσία στα χέρια τους. Ασκούν εξουσία με την έννοια ότι βασανίζουν για δύο ώρες τους ενηλίκους. Εγώ έτσι το καταλαβαίνω. Κάνουν κάτι εξεγερσιακό, όχι επαναστατικό με την έννοια ότι για να φωνάξεις «Φτάνει!», να φωνάξεις «Αρκετά!», να φωνάξεις «Όχι!», δεν χρειάζεται να έχεις εναλλακτική πρόταση. Όταν κάποιος σε δέρνει, όταν κάποιος σε βιάζει και πεις «Όχι», δεν μπορεί να σου πει: «Και τι προτείνεις;». Εάν επαναστατήσεις και ανατρέψεις μια κατάσταση, πρέπει να προτείνεις μια νέα κατάσταση.
Όταν εξεγερθείς όμως, δεν χρειάζεται να έχεις μια πρόταση. Έτσι έβλεπα εγώ τον Δεκέμβρη του 2008. Ήταν ένα φαινόμενο. Δεν ήταν να συμφωνήσεις ή να διαφωνήσεις. Έπρεπε να το παρατηρείς. Θυμάμαι κάποιους να ρωτούν τότε: «Και τι προτείνετε;» Δεν προτείνουμε τίποτα. Φωνάζουμε βοήθεια. Κάποιος που ουρλιάζει βοήθεια δεν οφείλει να προτείνει κάτι. Ο Βικτόρ και η Εστέρ έχουν κάτι εξεγερσιακό. Ανατρέπουν. Δεν μπορούν, δεν θέλουν ή δεν τους αναλογεί, να προτείνουν κάτι άλλο. Δεν είναι δουλειά τους.
Εσύ ως δημιουργός έχεις ανάγκη να προτείνεις κάτι άλλο;
Η δουλειά μου δεν είναι να θέτω σκέτες, στεγνές ερωτήσεις. Μπορεί να πάρω κάποια στιγμή και μια ακραία θέση. Αυτό που δεν πρέπει να κάνεις, είναι να προσπαθείς με την τέχνη σου να κλείνεις τα θέματα. Δηλαδή οι πολιτικοί, οι πολιτικές προσπαθούν να λύσουν τα προβλήματα. Λύνοντας τα προβλήματα, κλείνουν τα θέματα, προτείνοντας ολοκληρωμένα σχέδια. Η δουλειά της τέχνης είναι να ανοίγει τα θέματα, να τα συνεχίζει. Δηλαδή ουσιαστικά τι κάνουμε εμείς; Ασχολούμαστε με ένα θέμα, το οποίο ήδη απασχολεί την κοινωνία. Δεν είμαι εγώ ο έξυπνος που το βάζω. Βλέπω ότι απασχολεί την κοινωνία και συνεχίζω αυτό τον διάλογο. Ο διάλογος αυτός πρέπει να συνεχιστεί. Δεν είμαστε πιο έξυπνοι από τους άλλους, αλλά η δουλειά μας είναι αυτή: να ανοίγουμε, να τροφοδοτούμε το διάλογο, ακόμη κι αν γινόμαστε διδακτικοί.
Τι μένει σε σένα στο τέλος του έργου, ως γονιό, πέρα από σκηνοθέτη;
Αυτό που μου μένει σε εμένα στο τέλος είναι αυτό το μοίρασμα, όλο αυτό το αντιφατικό πράγμα που υπάρχει στη γονεϊκότητα. Έχω νιώσει υπέροχος μπαμπάς που λέω πόσο τυχερά είναι τα παιδιά μου που έχουν ένα τέτοιο μπαμπά κι έχω νιώσει και άθλιος μπαμπάς. Έχω βρεθεί ο ίδιος άνθρωπος να ανοίγω στα παιδιά μου έναν ολόκληρο κόσμο και έχω βρεθεί να ουρλιάζω σε ένα τρίχρονο αγοράκι, στη μούρη του γιατί πρέπει να καταλάβει κάτι, ότι πρέπει ή δεν πρέπει να κάνει κάτι.* Υπάρχει πολύς πόνος σε αυτό το φαινόμενο που λέγεται ζωή και θάνατος. Περνάς γρήγορα από την ευτυχία, στη δυστυχία. Συνήθως είσαι στο ενδιάμεσο. Βλέποντας λοιπόν την παράσταση, υπάρχουν σημεία που συγκινούμαι, σημεία που νιώθω απειλή, σημεία που γελάω και ξεκαρδίζομαι, σημεία που που βλέπω αισιοδοξία ή απαισιοδοξία. Στο τέλος υπάρχει μια ανακούφιση, ένα γλυκόπικρο βάλσαμο και νιώθω μια ικανοποίηση, ότι δεν είμαι μόνος μου ούτε στη ζωή, ούτε και στο θέατρο.
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
Μετάφραση – δραματουργική συνεργασία: Δημήτρης Ντάσκας
Σκηνοθεσία: Κώστας Παπακωνσταντίνου
Σκηνικά: Βίκυ Πάντζιου
Κοστούμια: Βασιλική Σύρμα
Κινησιολογία: Ηλίας Χατζηγεωργίου
Μουσική σύvθεση: Τηλέμαχος Μούσας
Φωτισμοί: Γιώργος Αγιαννίτης
Βοηθός σκηνοθέτη: Λυδία Πολυζώη
Παραγωγή: Πολιτισμός Σταθμός Θέατρο
Διανομή (με σειρά εμφάνισης): Βικτόρ: Μάνος Καρατζογιάννης, Λιλή: Μαριάννα Ντίρου, Εστέρ: Ηλέκτρα Φραγκιαδάκη, Εμιλί: Τζίνη Παπαδοπούλου, Σαρλ: Θανάσης Χαλκιάς, Τερέζ: Νεκταρία Γιαννουδάκη, Αντουάν: Θανάσης Βλαβιανός, Στρατηγός: Δημήτρης Φραγκιόγλου, Ίντα: Αγγελική Μαρίνου
INFO
Θέατρο Σταθμός
Βίκτωρος Ουγκώ 55, Μεταξουργείο, τηλ: 2105230267
Παραστάσεις: Πέμπτη-Σάββατο 21:00, Κυριακή 19:00
Διάρκεια: 110 λεπτά
Εισιτήρια: 15 ευρώ, φοιτητικό 13 ευρώ, ανέργων/ΑμεΑ 10 ευρώ