Ο χορογράφος παρουσιάζει το νέο του έργο «Ποιος θα της το πει;» στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου, στην Πειραιώς 260, από τις 14-16 Ιουνίου.
Ο Αλέξανδρος Σταυρόπουλος έχει ένα γεμάτο πρόγραμμα αυτή την περίοδο. Κάνει μαθήματα σε σχολές χορού για την προετοιμασία μαθητών και παράλληλα «φρεσκάρει» την χορογραφία του «Ιππόλυτου» της Κατερίνας Ευαγγελάτου, που θα παρουσιαστεί σε επανάληψη στο Ηρώδειο. Αυτό όμως που τον απασχολεί περισσότερο, είναι η παρουσίαση του νέου του έργου, «Ποιος θα της το πει;» στο Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου, στην Πειραιώς 260, από το Σάββατο 14 Ιουνίου, μέχρι και τη Δευτέρα 16 Ιουνίου.
Μετά την Σταχτοπούτα που αποτέλεσε αφετηρία της πρώτης του χορογραφικής δουλειάς πριν από πέντε χρόνια, πηγή έμπνευσης αυτή τη φορά είναι το παραμύθι της Χιονάτης. Προσεγγίζει τη γνωστή ιστορία με σύγχρονο, αφαιρετικό τρόπο, εστιάζοντας στα σύμβολα που την καθόρισαν: το μήλο, τον καθρέφτη, το φιλί, τον αριθμό επτά και τον αριθμό τέσσερα.
Μέσα από την αρμονική συνύπαρξη της κίνησης, της μουσικής και του εικαστικού σχεδιασμού, το έργο μάς ξανασυστήνει ένα κλασικό παραμύθι με φρέσκια ματιά. Η χορογραφία συνδυάζει την ενέργεια και την εξωστρέφεια της ποπ κουλτούρας με τη διαχρονική γοητεία των αρχετύπων, προσκαλώντας τους θεατές να δώσουν τις δικές τους ερμηνείες. Με βασικό εργαλείο το χιούμορ, η παράσταση αποδομεί στερεότυπα και απευθύνεται με αμεσότητα στο κοινό, δημιουργώντας μια εμπειρία προσιτή και απολαυστική για όλες τις ηλικίες.
Συναντήσαμε τον χορογράφο και μιλήσαμε γι’ αυτό το τρίτο μέρος της τριλογίας του, που αφορά τις θηλυκότητες και τη γυναικεία ταυτότητα, αλλά και πώς ο χαρακτήρας της Χιονάτης, παρότι άχρονος, έρχεται με έναν αστείο και σατιρικό τρόπο στο σήμερα για να επιστρέψει τελικά στον κόσμο του παραμυθιού.
Το «Ποιος θα της το πει;» είναι το τρίτο μέρος μιας χορευτικής τριλογίας που έχει να κάνει με τη θηλυκότητα και τις αναπαραστάσεις της. Προηγήθηκαν τα έργα «Cinderella’s» και «On Wednesdays We Wear Pink». Πώς ξεκίνησε και τι είναι αυτό που θέλεις να ερευνήσεις;
Η αφετηρία για μένα ήταν τα «3 χρώματα» του Κριστόφ Κισλόφσκι. Οι τρεις ταινίες του με είχαν μαγέψει. Για μένα αυτή η τριλογία αποτύπωνε τις διαφορετικές αποχρώσεις, τις διαφορετικές υφές της γυναίκας. Ήθελα λοιπόν να φτιάξω τρία έργα, αλλά με διαφορετική προσέγγιση. Άρχισα να βλέπω ότι μέσα από τα δικά μου έργα, έβγαιναν επίσης χρώματα. Το «Cinderella’s» είχε μπλε χρώμα, το «On Wednesdays We Wear Pink» είχε τη ροζ απόχρωση. Τώρα η Χιονάτη είναι ένας συνδυασμός χρωμάτων: Κόκκινο, κίτρινο, μπλε. Είναι τρία έργα που μοιάζουν πολύ και δεν μοιάζουν και καθόλου. Έχουν πολλά κοινά στοιχεία. Θα μπορούσαν να ανήκουν σε ένα κοινό κόσμο, αλλά σε πολύ διαφορετικές περιοχές.
Γιατί σε ενδιαφέρουν τόσο πολύ τα παραμύθια και πιο συγκεκριμένα οι γυναικείοι χαρακτήρες σε αυτά;
Από παιδί παρακολουθώ εμμονικά τις ταινίες του Ντίσνεϊ. Αυτές ήταν οι πρώτες μου κινηματογραφικές αναφορές. Πάντα με έλκυαν οι πριγκίπισσες σε αυτά τα παραμύθια και όχι οι περιπετειώδεις ανδρικοί χαρακτήρες. Με ενδιέφερε ο τρόπος που μια ηρωίδα του Ντίσνεϊ κατάφερνε να επιβιώσει. Σίγουρα υπήρχε κάποιο προσωπικό στοιχείο σε όλο αυτό. Δεν ξέρω αν έπαιξε επίσης ρόλο το ότι μεγάλωσα σε ένα οικογενειακό περιβάλλον αποκλειστικά με γυναίκες: τις δύο αδελφές και τη μητέρα μου. Τις θαύμαζα πάρα πολύ και είχα εξιδανικεύσει το γυναικείο φύλο. Το μόνο σίγουρο ήταν ότι θαύμαζα πάντα το γυναικείο σώμα. Ακόμα το θαυμάζω. Λάμπει στα μάτια μου. Το μόνο σίγουρο είναι δεν ήθελα να μπω στον χαρακτήρα, απλά τον θαύμαζα. Δεν ήθελα δηλαδή να είμαι η Μικρή Γοργόνα, η Σταχτοπούτα, η Μουλάν ή η Εσμεράλντα. Στο πέρασμα των ετών, τις έχω βέβαια απομυθοποιήσει.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση τι βρήκες ενδιαφέρον στο παραμύθι της Χιονάτης;
Το παραμύθι των αδελφών Γκριμ είναι πολύ διαφορετικό και πολύ πιο σκοτεινό από την ταινία του Ντίσνεϊ. Ακόμα και σήμερα υπάρχει παντού αυτό το πρότυπο της Χιονάτης, είτε είναι μέσω άλλων πριγκιπισσών, είτε είναι μέσω των αρχετύπων που υπάρχουν στο παραμύθι. Αυτά ακριβώς τα αρχέτυπα μου κίνησαν το ενδιαφέρον.
Ποια αναπαράσταση της θηλυκότητας σε ενδιαφέρει αυτή τη φορά; Πώς την προσεγγίζεις;
Νομίζω ότι κατά βάθος είναι η ίδια. Δεν είναι ότι εμφανίζεται κάποια διαφορετική. Με ενδιαφέρει η αμφισημία του γυναικείου φύλου. Δηλαδή βλέπω πολλά δίπολα στις φίλες μου, στις χορεύτριες μου και μέσα και από τη ζωή. Μπορεί να είναι σέξι κι επικίνδυνες, χαριτωμένες και ύπουλες, με συναισθηματική νοημοσύνη και απρόοπτες. Για παράδειγμα, η Χιονάτη έχει κάτι το αφελές στον τρόπο που ερωτεύεται με την πρώτη ματιά, αλλά παράλληλα έχει και μια τεράστια δύναμη. Αυτή η ανάγκη να αγαπήσει και να αγαπηθεί, έχει κάτι το αξιοθαύμαστο. Είναι κάτι που με συγκινεί πάρα πολύ. Στο τωρινό έργο μου, υπάρχει μια συναισθηματική ρωγμή, που δεν υπήρχε στα προηγούμενα έργα.
Δηλαδή στο «On Wednesdays We Wear Pink», υπήρχε πιο πολύ το είμαι ξανθιά και είμαι και χαζή. Ή υπήρχε ένα τρίτο φεμινιστικό κύμα της γυναίκας που θαυμάζεις, αλλά δεν πας και πολύ κοντά, γιατί μπορεί να δαγκώσει. Εδώ φέρνω μια πιο παιδική, μια πιο χιουμοριστική εκδοχή της γυναίκας-Χιονάτης. Υπάρχει και μια πιο επικίνδυνη, αλλά αυτό που με ενδιαφέρει κυρίως είναι η συναισθηματική ρωγμή που έχουν οι γυναίκες σε αυτό το έργο. Η Χιονάτη είναι πολύ αγνή και καθαρή για μένα. Αυτό το pure της Χιονάτης στο σήμερα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως ηλιθιότητα. Πολύ εύκολα, ενώ δεν είναι. Έχει μεγάλη δύναμη. Ενώ δεν μου αρέσει καθόλου η Χιονάτη ως χαρακτήρας, υπάρχει κάτι που με συγκινεί βαθιά σε αυτήν.
Γιατί δεν σου αρέσει;
Γιατί της λείπει το τσαγανό, που έχουν αργότερα οι άλλοι. Είναι η μόνη πριγκίπισσα του Ντίσνεϋ, που δεν παραβαίνει κανέναν κανόνα. Είναι απλά αγνή και της έρχονται όλα λάθος. Εγώ σχολιάζω και σατιρίζω λίγο όσα συμβαίνουν στην ταινία του Ντίσνεϊ, που αποτελεί την αφετηρία μου. Έχω μια πιο λοξή ματιά πάνω στα γεγονότα. «Κουνάω» διαρκώς την ιστορία. Βλέπουμε με λίγο πιο παράδοξο τρόπο, όσα γνωρίζουμε για το παραμύθι. Δεν παρακολουθούμε σε καμιά περίπτωση την εξιστόρηση του παραμυθιού στο δικό μου έργο. Δεν υπάρχει ούτε εκσυγχρονισμός του παραμυθιού, ούτε βλέπουμε στο σήμερα πώς θα μπορούσε να είναι η Χιονάτη. Δεν υπάρχει η έννοια του χρόνου. Είναι πολύ παλιά. Παίζω με όλα αυτά που κάνει η ποπ κουλτούρα. Υπάρχουν αντανακλάσεις σε διαφορετικές εποχές του πώς μπορεί να είναι αυτή η Χιονάτη.
Πώς θα μας περιέγραφες τους γυναικείους χαρακτήρες του έργου σου;
Θεωρώ ότι υπάρχει μια έλλειψη σοβαρότητας στα πράγματα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχει σοβαρότητα. Υπάρχει μία πιο επιφανειακή, πιο ρηχή προσέγγιση. Είναι υπερβολικά χαρωπές, χαζοχαρούμενες, με τη θετική έννοια. Είναι κάπως αφελείς. Έχουν πάντα μια παιδική προσέγγιση. Δηλαδή σε ό,τι κάνουν, παραμένουν παιδιά, δεν είναι ενήλικες. Επικοινωνούν με έναν τρόπο, που μπορεί να τις καταλάβει πιο εύκολα ένα μικρό παιδί, παρά ένας ενήλικας. Υπάρχει χρώμα σε αυτές, όχι μόνο στα ρούχα τους, αλλά και στον τρόπο που βλέπουν τα πράγματα γύρω τους. Υπάρχει μαγεία, χιούμορ, αυτοσαρκασμός. Είναι ταυτόχρονα και λίγο bad bitches. Είναι πολύ ισχυρός ο κόσμος και τα θέλω τους.
Οπότε τι έχει ανάγκη η δική σου Χιονάτη;
Η δική μου Χιονάτη έχει ανάγκη να ερωτευτεί, αλλά δεν έχει ανάγκη να τη σώσει κανένας. Δεν ξέρουμε αν αυτή θέλει να την ξυπνήσει ο πρίγκιπας. Το βάρος του να είσαι η πιο όμορφη από όλες τις γυναίκες, σε όλες τις γενιές, για πάντα, είναι πολύ μεγάλο.
Γιατί εστιάζεις μόνιμα στον γυναικείο κόσμο και συνεργάζεσαι ως επί το πλείστον μόνο με γυναίκες στα έργα σου;
Δεν ξέρω, ακόμη και στην ΚΣΟΤ συνεργαζόμουν μόνο με γυναίκες. Νομίζω ότι το κάνω, γιατί τα πάω τέλεια μαζί τους. Επικοινωνώ καλύτερα τη γλώσσα τους. Όλα γίνονται εύκολα και αβίαστα. Έχω δουλέψει με τόσες χορεύτριες και πρέπει να ομολογήσω ότι δεν είχα ποτέ παράπονο από καμία. Από την άλλη πλευρά, επειδή ασχολούμαι με ένα θέμα που δεν γνωρίζω, πρέπει να το συζητώ με κάποιον που το έχει βιώσει. Σ’ αυτή την παραγωγή, πρέπει να ομολογήσω ότι έκανα όμως την ανατροπή και έχω κάποιους συντελεστές άνδρες.
Για να το θέσω αλλιώς: πώς και δεν έχει προκύψει μέχρι τώρα η ανάγκη να ασχοληθείς με ένα ζήτημα, που να αφορά και άνδρες;
Δεν ξέρω. Δεν με έχει απασχολήσει. Στα προηγούμενα δύο έργα, δεν υπάρχει ούτε ένα φαλλοκρατικό στοιχείο, κάτι που να υποδηλώνει το ανδρικό στοιχείο. Μόνο ένα glimpse σε κάθε έργο. Με απασχολεί η γυναίκα, το κορίτσι, η ταυτότητά τους. Ίσως έχει παίξει ρόλο ότι είμαι ομοφυλόφιλος, ότι με έλεγαν κορίτσι, όταν ήμουν μικρός. Δεν ξέρω αν θα συνεχίσει να με απασχολεί η ίδια θεματική και στο μέλλον. Θα ήθελα να δοκιμάσω όμως να ασχοληθώ και με την ταυτότητα του άνδρα κάποια στιγμή.
Γιατί έδωσες αυτόν τον τίτλο στο νέο σου έργο; Ποιος θα πει στην Χιονάτη τι; Ποια ερωτήματα θέλεις να θέσεις στην ηρωίδα σου;
Μου έρχονται πολλά στο μυαλό. Ποιος θα της πει ότι οι καιροί άλλαξαν; Ποιος θα της πει ότι πρέπει να πληρώσει λογαριασμούς; Ποιος θα της πει ότι το φόρεμα της είναι πια ντεμοντέ; Ποιος θα της πει ότι δεν έχει φίλες; Ποιος θα της πει ότι είναι μόνη της; Ποιος θα της πει ότι δεν υπάρχει ο έρωτας με τον τρόπο που τον είδε; Ποιος θα της πει ότι θα χωρίσει πολύ σύντομα; Ποιος θα της πει ότι καλύτερα να είχε κοιμηθεί; Δεν ξέρω. Είναι τόσα πολλά τα ερωτήματα, δεν είναι ένα. Εγώ θα της έλεγα ότι είναι καλύτερα να μην ξυπνήσει. Ότι θα ήταν καλύτερα να μην είχε ξυπνήσει. Να μείνει στο παραμύθι. Εκεί πάει το έργο.
Άρα δεν θέλεις μια χειραφετημένη Χιονάτη, που να αγωνιστεί για όσα θέλει και δικαιούται σε ένα σύγχρονο πλαίσιο;
Το θεωρώ λάθος ότι ακόμη και σήμερα, το 2025, συζητάμε κάποια ουσιαστικά πράγματα για τη γυναίκα. Νιώθω ότι η Χιονάτη μπορεί να ζήσει πολύ καλύτερα στο τότε, μέσα στο παραμύθι. Νιώθω ότι η αντιμετώπισή αυτών των ηρωίδων μέσα στα παραμύθια είναι πολύ καλύτερη από αυτό που τους επιφυλάσσει η σημερινή εποχή. Τελικά όμως δεν μπορούν να ξεφύγουν από το σήμερα.
Ποιο είναι το κινητικό λεξιλόγιο που χρησιμοποίησες;
Προσέγγισα εντελώς κινητικά την ιστορία. Δεν χρησιμοποιώ επαναληπτικά μοτίβα. Είναι κάτι που το έχω κάνει στο παρελθόν, αλλά δεν ήθελα να το επαναλάβω. Έφτιαξα ένα νέο λεξιλόγιο, που αφορά τον τρόπο που μιλούν και κινούνται οι χαρακτήρες μου. Χρησιμοποιώ κινητικά στοιχεία από διαφορετικές χρονικές περιόδους, από το 1930 και το 1950, αλλά έχω αναφορές και στην Αμερικανίδα του 1960-70, το dream girl, που είναι όμορφη και καλή νοικοκυρά. Αυτό υπάρχει πολύ στο αμερικανικό όνειρο. Το έργο έχει στοιχεία επίσης από τα βιντεοκλίπ. Υπάρχει μεγάλη εξωστρέφεια, είναι ένα στοιχείο που μου αρέσει πάντα πολύ. Χρησιμοποιώ επίσης πολύ το στοιχείο του ποπ και μια έντονη ρυθμική παλέτα.
Τελικά, τώρα στα 33 σου σε ενδιαφέρει περισσότερο να χορογραφείς από το να χορεύεις;
Ναι σίγουρα. Η χορογραφία μου αρέσει περισσότερο. Έχω πέντε μήνες να χορέψω. Η τελευταία φορά ήταν τον Δεκέμβριο του 2024, στην Αγγλία στον «Πινόκιο» της Jasmin Vardimon. Με αυτό ξεκίνησα να χορεύω πριν από 10 χρόνια. Αλλά αισθάνομαι ότι πρέπει να εστιάσω σε ένα πράγμα και αυτό είναι η χορογραφία. Ψάχνω να βρω την ταυτότητά μου. Δεν ξέρω αν είναι αυτή ακριβώς, που νομίζω τώρα. Την «κουνάω» διαρκώς. Την ψάχνω. Με ενδιαφέρει να δώσω λίγο χρόνο για να βρω τι είναι αυτό που θέλω. Παράλληλα, μου αρέσει πάρα πολύ και το θέατρο και έχω περάσει υπέροχα στις συνεργασίες μου μέχρι τώρα. Είναι σίγουρο ότι εκεί έχω πολύ λιγότερο άγχος από τις δικές μου προσωπικές δουλειές, γιατί εκεί κάποιος άλλος αποφασίζει. Και είχα την τύχη να έχω μέχρι τώρα μεγάλη δημιουργική ελευθερία και να συνεργαστώ άψογα με σκηνοθέτες που εκτιμώ.
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
Σύλληψη – Χορογραφία Αλέξανδρος Σταυρόπουλος
Βοηθός χορογράφου Ελλάδα Δαμιανού
Δραματουργική έρευνα Μπετίνα Παναγιωτάρα
Σκηνικά Κωνσταντίνος Χαλδαίος
Πρωτότυπη μουσική σύνθεση Jeph Vanger
Σχεδιασμός φωτισμού Βαγγέλης Μούντριχας
Σχεδιασμός & κατασκευή κοστουμιών Francesco Infante
Ερμηνεύουν Μαίρη Γιαννούλα, Ελευθερία Ηλιοπούλου, Εύα Γεωργιτσοπούλου, Φωτεινή Μουχτούρη
INFO
«Ποιος θα της το πει;»
Αλέξανδρος Σταυρόπουλος
ΠΕΙΡΑΙΩΣ 260
Χώρος Β
14 – 16 Ιουνίου στις 21.30