Προσέλκυση επισκεπτών και για τα αρχαιολογικά μνημεία της επιδιώκει η Ζάκυνθος με τη στήριξη του ελληνικού υπουργείου Πολιτισμού
Το Υπουργείο Πολιτισμού της Ελλάδας ανακοίνωσε πως προχωρά στην αποκατάσταση των σωζόμενων τμημάτων των λιθόστρωτων διαδρομών και στη δημιουργία νέου δικτύου περιήγησης, προκειμένου να διευκολυνθεί η κίνηση των επισκεπτών στο εσωτερικό του Κάστρου Ζακύνθου.
Ανασκαφές έχουν φέρει στο φως κατάλοιπα διαφόρων περιόδων, από την αρχαιότητα έως την Αγγλοκρατία, τεκμηριώνοντας ότι στη θέση υπήρχε η ακρόπολη Ψωφίς, ήδη από τον 5ο αι. π.Χ. Κατά την Ενετοκρατία, το κάστρο αποτέλεσε ισχυρό στρατηγικό οχυρό, ιδιαίτερα μετά την πτώση Ναυαρίνου, Μεθώνης και Κορώνης (1500).
Οι Βενετοί επένδυσαν σημαντικούς πόρους για την ενίσχυση του οχυρωματικού περιβόλου και την αποκατάσταση των δημοσίων κτιρίων, όπως οι σιταποθήκες, πυριτιδαποθήκες, διοικητήρια και στρατιωτικές εγκαταστάσεις. Στους αιώνες, ισχυροί σεισμοί (1513, 1521, 1554, και κυρίως, του 1953) κατέστρεψαν τμήματα των τειχών και κτιρίων, οδηγώντας σταδιακά στην ερήμωση του κάστρου.
Σήμερα, το Κάστρο Ζακύνθου αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα μνημεία του Ιονίου, συνδυάζοντας μοναδική ιστορική σημασία με εντυπωσιακή θέα στην πόλη και τη θάλασσα.
«Αποτέλεσε το διοικητικό κέντρο του νησιού κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας»
Όπως δήλωσε η Υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη: «Το Υπουργείο Πολιτισμού προχωρά στη βελτίωση και επέκταση των διαδρομών περιήγησης του αρχαιολογικού χώρου του Κάστρου Ζακύνθου, ενός εμβληματικού τοπόσημου, το οποίο προσελκύει μεγάλο αριθμό επισκεπτών, ιδιαίτερα τους θερινούς μήνες. Το Ενετικό Κάστρο της Ζακύνθου βρίσκεται στην κορυφή του λόφου Μπόχαλη, σε υψόμετρο 145 μ., πάνω από τη σημερινή πρωτεύουσα του νησιού. Καλύπτει περίπου 5.000 στρέμματα και αποτέλεσε το διοικητικό κέντρο του νησιού κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας, φιλοξενώντας την έδρα του Βενετού προβλεπτή, αξιωματούχων και του Συμβουλίου των Ευγενών. Στόχος μας είναι να αναδείξουμε το μνημειακό απόθεμα στο εσωτερικό του Κάστρου, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα την καθολική και απρόσκοπτη πρόσβαση για όλους τους επισκέπτες, των ατόμων με αναπηρία και γενικά των εμποδιζόμενων. Η δημιουργία νέου δικτύου διαδρομών επιτρέπει την καλύτερη γνωριμία με το Κάστρο, επιμηκύνει τον χρόνο παραμονής των επισκεπτών και αναβαθμίζει συνολικά την εμπειρία της επίσκεψης. Με τις παρεμβάσεις αυτές, ενισχύουμε την ελκυστικότητα του Κάστρου Ζακύνθου ως πολιτιστικού προορισμού, δίνοντας ταυτόχρονα ώθηση στο τουριστικό προϊόν της Ζακύνθου και της ευρύτερης περιοχής».
Τι περιλαμβάνει η μελέτη αποκατάστασης
Η μελέτη, που εγκρίθηκε από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο, στοχεύει στην ανάδειξη του μνημειακού αποθέματος του χώρου, την ολοκλήρωση του έργου αποκατάστασης των μνημείων, που εκτελείται από τη Διεύθυνση Αναστήλωσης Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων, καθώς και στην καθολική προσβασιμότητα για άτομα με αναπηρία και γενικά εμποδιζόμενα άτομα.
Για τις χαράξεις των διαδρομών ακολουθείται η ισχύουσα νομοθεσία για υπαίθριους κοινόχρηστους χώρους, με τις επιτρεπόμενες κλίσεις. Σε σημεία, όπου το ανάγλυφο του εδάφους δεν το επιτρέπει, προβλέπεται η εγκατάσταση αναβατορίων. Με αυτόν τον τρόπο, διασφαλίζεται η πρόσβαση σε σχεδόν όλα τα μνημεία, τις πλατείες, τους χώρους εκδηλώσεων και το αναψυκτήριο, το οποίο βρίσκεται στο υψηλότερο σημείο του χώρου.
Η ιστορία του Κάστρου
Το Ενετικό Φρούριο Ζακύνθου βρίσκεται στη θέση που σύμφωνα με γραπτές μαρτυρίες υπήρχαν τα τείχη της Αρχαίας Ακρόπολης (Ψωφίδας).
Οι επαναλαμβανόμενοι μεγάλοι σεισμοί που έπλητταν το νησί κατέστρεφαν και τα οχυρωματικά έργα με αποτέλεσμα να ανακατσκευάζονται συχνά.
Η κατασκευή των τειχών και των οχυρώσεων του Φρουρίου, που έχουν διασωθεί, ολοκληρώθηκε το 1646, όταν proveditor general da mar ήταν ο Io Bapt. Grimani, από Ενετούς μηχανικούς με ντόπιους μαστόρους, με μεγάλη επιμέλεια και ανθεκτικά υλικά.
Τότε κατασκευάστηκε και ο κύριος λιθόστρωτος δρόμος, που έφτανε μέχρι τον αιγιαλό, η περίφημη Strada Giustiniana, η Σαρτζάδα, όπως καθιερώθηκε τα νεώτερα χρόνια. Σημαντική επέμβαση για τη συντήρηση κι επισκευή των τειχών, αλλά και των κτιρίων του Φρουρίου, με παράλληλη φροντίδα για το σύστημα ύδρευσης και αποχέτευσης, έγινε από τους ΄Αγγλούς το 1812, όταν ήταν κυρίαρχοι στο νησί.
Τα ορατά μνημεία που αποκαλύφθηκαν κατά τη διάρκεια των τελευταίων ανασκαφών χρονολογούνται από τη βυζαντινή εποχή έως και την περίοδο της Αγγλοκρατίας.