Για 12 μέρες, από τις 15-26 Οκτωβρίου, κάτοικοι των Χανίων και επισκέπτες απόλαυσαν 334 ταινίες από όλο τον κόσμο.
ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΤΑ ΧΑΝΙΑ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
Με μεγάλη επιτυχία ολοκληρώθηκε το 13ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Χανίων. Για 12 μέρες, από τις 15-26 Οκτωβρίου, κάτοικοι της πόλης και επισκέπτες απόλαυσαν 334 ταινίες από όλο τον κόσμο. Η φετινή διοργάνωση περιλάμβανε επίσης πολλές παράλληλες δράσεις και masterclasses, ενώ χιλιάδες μαθητές είχαν την ευκαιρία να γνωρίσουν τον κόσμο της έβδομης τέχνης ως θεατές και ως δημιουργοί, συμμετέχοντας σε δεκάδες εργαστήρια.
Σημαντικές προσωπικότητες του κινηματογράφου, όπως ο Εμίρ Κουστουρίτσα, ο Παντελής Βούλγαρης, ο Λευτέρης Χαρωνίτης και ο Θοδωρής Παπαδουλάκης τίμησαν το φεστιβάλ με την παρουσία τους και τιμήθηκαν από αυτό. Δεν έλειψαν οι ειδικές εκδηλώσεις για τον Μάνο Χατζιδάκι και τον Μίκη Θεοδωράκη για τα 100 χρόνια από τη γέννησή τους, οι εκθέσεις και οι παρουσιάσεις βιβλίων:
«Αυτό που επιχειρεί το Φεστιβάλ από τα πρώτα του χρόνια είναι από τη μία πλευρά να αναδείξει την κινηματογραφική παραγωγή. Προσπαθεί να παρουσιάσει σημαντικές στιγμές της κινηματογραφικής ιστορίας, παλιότερα πράγματα, καλές κλασικές ταινίες, να γνωρίσει και να συστήσει τους γνωστούς παλιούς, καταξιωμένους μας δημιουργούς και την ίδια στιγμή να φέρει και να αναδείξει τους νέους δημιουργούς. Αυτό είναι το ένα κομμάτι.
Από την άλλη πλευρά, υπάρχει το ισχυρό προφίλ που έχει να κάνει με την εκπαίδευση. Εκεί το φεστιβάλ θέλει να παρέμβει και προσπαθεί να παρεμβαίνει όλο το χρόνο, δημιουργώντας κριτικούς θεατές. Δεν είμαστε μια σχολή κινηματογράφου. Άρα αυτό που εμείς θέλουμε να στηρίξουμε, θέλουμε να επενδύσουμε, θέλουμε να παρέμβουμε, είναι κάθε καθένας από εμάς που έχει πολλά οπτικοακουστικά ερεθίσματα, να μπορεί να γίνει ένας ενεργός κριτικός θεατής» αναφέρει ο διευθυντής της διοργάνωσης Ματθαίος Φραντζεσκάκης.
Πέρα από τα βραβεία κοινού, για πρώτη φορά φέτος θεσπίστηκαν και διαγωνιστικά βραβεία επιτροπών, εγκαινιάζοντας μια νέα εποχή για το Φεστιβάλ Κινηματογράφου.
Στο ντοκιμαντέρ «Επιστροφή στην πατρίδα» της Χρύσας Τζελέπη και του Άκη Κερσανίδη πρωταγωνιστής είναι ο Τίτους Μίλεχ. Είναι έναςΓερμανός ψυχίατρος, που μετά από πολλά χρόνια άρνησης της καταγωγής του, λόγω της ναζιστικής κληρονομιάς, ξεκινά ένα ταξίδι επιστροφής στη γενέτειρά του, τη Γερμανία. Επισκέπτεται στρατόπεδα συγκέντρωσης, μνημεία και ανθρώπους σε μια προσπάθεια κατανόησης της ιστορικής αλήθειας και αναζήτησης απαντήσεων για τον παραλογισμό του παρελθόντος. Περισσότερο από μια βιογραφία, η ταινία αποτυπώνει την υπαρξιακή αναζήτηση ενός ανθρώπου, με στόχο την αυτογνωσία και τη συμφιλίωση με το παρελθόν.
Στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Χανίων, η ταινία απέσπασε το Βραβείο Κοινού για Ελληνικό Ντοκιμαντέρ Μεγάλου Μήκους:
«Ο ήρωας μας, μας γοήτευσε από την πρώτη στιγμή γιατί μιλάει τόσο αυθόρμητα και ανοιχτά για ένα εσωτερικό τραύμα, που το κουβαλάει όλη του τη ζωή. Τον είδαμε λίγο σαν Οδυσσέα που ψάχνει την Ιθάκη του, την πατρίδα του δηλαδή. Θέλει να γυρίσει πίσω, αλλά δυστυχώς δεν μπορεί να τη βρει. Είναι ένας άνθρωπος χωρίς πατρίδα, ή μάλλον έχει πατρίδα όλο τον κόσμο, όπως λέει και αυτός. Μας γοήτευσε λοιπόν αυτή η ειλικρίνεια και το θάρρος του να μιλήσει για αυτό που πολλοί άνθρωποι αισθάνονται, όχι μόνο στη Γερμανία. Τους βασανίζει ένα αντίστοιχο σκοτεινό τραύμα από τα παλιά και δεν μπορούν να λυτρωθούν με κάποιον τρόπο» επισημαίνει η Χρύσα Τζελέπη.
Ο Άκης Κερσανίδης συμπληρώνει: «Η ταινία είναι μια ταινία δρόμου. Είναι δηλαδή στην ουσία ένα ταξίδι σε πραγματικό χρόνο και ταυτόχρονα σε φανταστικό. Είναι ένα ταξίδι στην ιστορία, αλλά είναι και ένα ταξίδι στον χώρο των εγκλημάτων στη Γερμανία. Αφορά αυτό ακριβώς το θέμα. Το κεντρικό του ζήτημα είναι τα εγκλήματα των Ναζί στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο».
«Το δόντι και ο βράχος» είναι η δεύτερη ταινία μικρού μήκους του Κωστή Αλεβίζου, που έχει να κάνει με την απώλεια των ριζών τόσο των ανθρώπων, όσο και ενός τόπου. Στηρίζεται στο ομότιτλο διήγημα, που περιλαμβάνεται στο πρώτο του βιβλίο «Γιος». Η Μαργαρίτα και ο πατέρας της επιστρέφουν μετά από πολύ καιρό στην Πύλο. Εκεί θα βρεθούν αντιμέτωποι με τη ραγδαία τουριστική μεταμόρφωση της περιοχής. Η Μαργαρίτα θα γίνει η αφορμή για τους παλιούς φίλους του να ξανασυναντηθούν και να διεκδικήσουν μια θέση στη σκιά του πλάτανου της πλατείας, που έχει καταληφθεί πλέον από τουρίστες. Η ταινία απέσπασε το Βραβείο Ελληνικής Ταινίας Μυθοπλασίας Μικρού Μήκους:
«Το 2019, εξέδωσα το πρώτο μου βιβλίο και την πρώτη μου μικρού μήκους ταινία. Το σενάριο αυτό έχει προκύψει από ένα από τα διηγήματα του βιβλίου και η υπόθεση της ταινίας στηρίζεται σε μια βιωματική ιστορία. Αφορά εμένα και τον πατέρα μου, όταν γυρίσαμε κάποια στιγμή στην Πύλο. Είδαμε ότι η πόλη έχει τουριστικοποιηθεί σε ακραίο βαθμό και έχει μεταμορφωθεί από ένα τόπο με ελαιόδεντρα, έναν ψαρότοπο, σε ένα τόπο ουσιαστικά με ατελείωτες εκτάσεις γκαζόν και γκολφ. Αυτό το θέμα το συνδύασα με κάποιες εξέχουσες προσωπικότητες του τόπου, όπως ήταν ο Αλαζάν, ο πρώην φύλακας του κάστρου. Η μείξη αυτών των πραγμάτων είναι η ουσία της ταινίας, η αφορμή για την οποία έγινε» εξηγεί ο σκηνοθέτης.
Ο Ορέστης Ρούσκας παρουσίασε το ντοκιμαντέρ μικρού μήκους «Σμύριδα, μάρμαρο και αμπέλι», που έχει να κάνει με τη Νάξο και τις αλλαγές που υφίσταται, λόγω των αυξανόμενων τουριστικών ορδών. Βρέθηκε στο νησί των Κυκλάδων στο πλαίσιο ενός πανεπιστημιακού προγράμματος, που είχε να κάνει με τα σημεία πολιτιστικού και οικονομικού ενδιαφέροντος. Ένιωσε την ανάγκη να κάνει στη συνέχεια μια ταινία που να δείχνει τη σημερινή κατάσταση στη Νάξο για να ακουστούν οι ιστορίες των κατοίκων της.
Πρωταγωνιστές στην ταινία είναι ένας οινοποιός, ένας μελισσοκόμος, ένας μουσικός και ένας ντόπιος που αναβιώνει μια ιστορική γειτονιά, οι οποίοι αντιστέκονται στον υπερτουρισμό, μέσω της εργασίας και του τρόπου ζωής τους.
Η ταινία κέρδισε το Βραβείο ντοκιμαντέρ μικρού μήκους από το gr2me, μια νέα πλατφόρμα με στόχο την προβολή της ελληνικής κουλτούρας σε όλο τον κόσμο. Τι τον ενδιέφερε να αποτυπώσει;
«Θα είμαι ειλικρινής. Το θέμα της ταινίας μου είναι οι άνθρωποι, δηλαδή τις προσωπικές τους ιστορίες. Μπορεί το ευρύτερο πρόβλημα του υπερτουρισμού να είναι πολύ σημαντικό και να επηρεάζει μικρές επιχειρήσεις, ιδιώτες και ανθρώπους που είναι κυρίως στην πρωτογενή παραγωγή, παρόλα αυτά εγώ συγκινήθηκα από τις ματιές κάποιων ανθρώπων, που ήρθαν να μοιραστούν μαζί μας το πρόβλημά τους. Ο καθένας μας είπε άλλα πράγματα, αλλά όλοι είχαν να πουν για τον υπερτουρισμό και αυτό που επιφέρει στο νησί. Πώς δηλαδή σιγά σιγά το νησί χάνει την ταυτότητά του και ακολουθεί το δρόμο άλλων νησιών, που δεν έχουν σχέση όμως με αυτό, που αντιπροσωπεύει η Νάξος.
Το πρόβλημα του υπερτουρισμού δεν είναι μόνο της Νάξου. Αφορά όλη την Ελλάδα και κατ’ επέκταση και όλη την Ευρώπη: από τη Μάλαγα και την Τενερίφη, μέχρι τη Νάξο και την Κρήτη που είμαστε τώρα. Ήταν πολύ ενδιαφέρον ότι οι άνθρωποι που είδαν την ταινία μας εδώ, μας έλεγαν: “Πρέπει να κάνεις ταινία στα Χανιά, γιατί εμείς είμαστε ακόμα χειρότερα από τη Νάξο”» υπογραμμίζει ο Ορέστης Ρούσκας.