Ο πρωθυπουργός της Γαλλίας, Φρανσουά Μπαϊρού, εμφανίστηκε ιδιαίτερα επικριτικός, κάνοντας λόγο για «μαύρη μέρα»
Η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι Ηνωμένες Πολιτείες ανακοίνωσαν την Κυριακή την υπογραφή συμφωνίας, η οποία ορίζει δασμούς 15% στα ευρωπαϊκά προϊόντα που εξάγονται στην αμερικανική αγορά — λίγες μόλις ημέρες πριν την προθεσμία της 1ης Αυγούστου που είχε θέσει ο Ντόναλντ Τραμπ.
Ο Αμερικανός πρόεδρος χαιρέτισε τη συμφωνία ως «τη μεγαλύτερη που έχει συναφθεί ποτέ», όμως στη Γαλλία, τόσο από την αντιπολίτευση όσο και από την κυβέρνηση, το κλίμα ήταν σαφώς πιο ψυχρό.
Η γαλλική κυβέρνηση επιτίθεται στη συμφωνία
Ο πρωθυπουργός της Γαλλίας, Φρανσουά Μπαϊρού, εμφανίστηκε ιδιαίτερα επικριτικός, κάνοντας λόγο για «μαύρη μέρα» και εκφράζοντας τη λύπη του που «μια συμμαχία ελεύθερων λαών καταλήγει στην υποταγή έναντι των Ηνωμένων Πολιτειών».
Ο υπουργός Ευρωπαϊκών Υποθέσεων, Μπενζαμέν Αντάντ, αναγνώρισε ότι η συμφωνία προσφέρει «προσωρινή σταθερότητα στους οικονομικούς παράγοντες που απειλούνταν από την αμερικανική δασμολογική κλιμάκωση», αναφερόμενος συγκεκριμένα στους κλάδους της αεροναυπηγικής, των φαρμάκων και των αλκοολούχων, οι οποίοι εξαιρέθηκαν από τους δασμούς. Ωστόσο, χαρακτήρισε τη συμφωνία «μη ισορροπημένη».
«Ο ελεύθερος εμπορικός ανταγωνισμός απορρίπτεται πλέον από τις ΗΠΑ, που επιλέγουν την οικονομική καταναγκαστική πολιτική και την πλήρη περιφρόνηση των κανόνων του ΠΟΕ», δήλωσε ο Αντάντ. «Ας είμαστε ρεαλιστές: η παρούσα κατάσταση δεν είναι ικανοποιητική και δεν μπορεί να διατηρηθεί».
Ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικού Εμπορίου, Λοράν Σεν-Μαρτέν, κάλεσε σε «επαναφορά της ισορροπίας» και τόνισε: «Δεν θέλω να σταθούμε σε ό,τι συνέβη την Κυριακή. Αυτό θα σήμαινε ότι η Ευρώπη δεν είναι οικονομική δύναμη». Πρόσθεσε επίσης: «Αν θέλουμε η απάντηση στο ερώτημα αν η ΕΕ είναι μια ισχυρή δύναμη να είναι "ναι", τότε η μάχη δεν έχει τελειώσει».
Σφοδρή κατακραυγή από την αντιπολίτευση
Οι κύριες πολιτικές δυνάμεις της Γαλλίας, τόσο από τα δεξιά όσο και από τα αριστερά, καταδίκασαν τη συμφωνία.
Ο πρόεδρος του Εθνικού Συναγερμού, Ζορντάν Μπαρντελά, έκανε λόγο για «συμφωνία ντροπής», υποστηρίζοντας ότι «η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν αποδέχθηκε την εμπορική παράδοση της Ευρώπης, σε βάρος των εξαγωγέων, των αγροτών και της βιομηχανίας μας».
Η πρόεδρος της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΕΣ, Μαρίν Λεπέν, χαρακτήρισε τη συμφωνία «πολιτικό, οικονομικό και ηθικό φιάσκο», τονίζοντας ότι «οι "27" εξασφάλισαν χειρότερες συνθήκες από το Ηνωμένο Βασίλειο».
Από την πλευρά της Αριστεράς, η αποδοκιμασία ήταν εξίσου έντονη.
Ο ιδρυτής της Ανυπότακτης Γαλλίας, Ζαν-Λυκ Μελανσόν, έκανε λόγο για πλήγμα στον φιλελευθερισμό και στον θεμιτό ανταγωνισμό, ενώ σημείωσε ότι «όλα παραχωρήθηκαν στον Τραμπ, ο οποίος πλέον έχει το δικαίωμα να αλλάζει τους κανόνες του παιχνιδιού που διέπουν τις διμερείς σχέσεις εδώ και 75 χρόνια».
Ο γραμματέας του Σοσιαλιστικού Κόμματος, Ολιβιέ Φορ, χαρακτήρισε τη συμφωνία «ντροπή» και υπογράμμισε πως «η ΕΕ υποτάσσεται στις συνθήκες του Ντόναλντ Τραμπ και αποδεικνύει, για ακόμη μια φορά, ότι οι Ευρωπαίοι δίνουν προτεραιότητα στα εθνικά συμφέροντα έναντι κάθε ευρωπαϊκής λογικής».
Τέλος, ο ευρωβουλευτής της Place Publique, Ραφαέλ Γκλουκσμάν, δήλωσε ότι «αυτή η χαμένη συμφωνία με τον Τραμπ είναι το αποτέλεσμα μιας πολιτικής και ηθικής αδυναμίας που προκαλεί απελπισία».
Ένας δύσκολος συμβιβασμός
Η συμφωνία, η οποία επιτεύχθηκε την Κυριακή στη Σκωτία, κατά τη διάρκεια συνάντησης μεταξύ του Ντόναλντ Τραμπ και της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, προβλέπει την επιβολή δασμού 15% στις περισσότερες ευρωπαϊκές εξαγωγές προς τις ΗΠΑ.
Το ποσοστό αυτό είναι ελαφρώς χαμηλότερο από εκείνο που επιβλήθηκε πρόσφατα σε χώρες όπως η Ινδονησία και οι Φιλιππίνες (19%), ενώ ισοδυναμεί με εκείνο που εφαρμόζεται για την Ιαπωνία, σύμμαχο του G7.
«Είναι μια μεγάλη συμφωνία. Μια τεράστια επιτυχία», δήλωσε η φον ντερ Λάιεν, προσθέτοντας πως «θα προσφέρει σταθερότητα και προβλεψιμότητα στις επιχειρήσεις και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού».
Ο Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε επίσης ότι η ΕΕ δεσμεύθηκε για αγορές ενέργειας ύψους 750 δισ. δολαρίων, καθώς και για επενδύσεις 600 δισ. στις ΗΠΑ.
Ωστόσο, η συμφωνία απέχει σημαντικά από τις αρχικές φιλοδοξίες των Βρυξελλών, οι οποίες πρότειναν μια λύση «μηδέν για μηδέν» και είχαν απειλήσει με αντίμετρα.
Η Κομισιόν είχε ετοιμάσει λίστες με δασμούς-αντίποινα ύψους 93 δισ. ευρώ κατά των ΗΠΑ, αλλά δεν τους εφάρμοσε ποτέ, εξαιτίας έντονων διαφωνιών μεταξύ των κρατών-μελών. Η Γαλλία και η Ισπανία τάχθηκαν υπέρ μιας δυναμικής απάντησης, ενώ η Γερμανία και η Ιταλία πίεσαν για γρήγορο συμβιβασμό.