Η Κομισιόν το προωθεί, τα κράτη-μέλη το απορρίπτουν. Μια μεγάλη συζήτηση που έχει ανοίξει εδώ και χρόνια, έχει λάβει νέα ώθηση, εξαιτίας της αναφοράς της ίδιας της Προέδρου της Κομισιόν.
Στην ομιλία-ορόσημο για την Κατάσταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ζήτησε την κατάργηση του βέτο στις ευρωπαϊκές αποφάσεις.
«Πιστεύω ότι πρέπει να προχωρήσουμε σε ειδική πλειοψηφία σε ορισμένους τομείς, για παράδειγμα, στην εξωτερική πολιτική. Είναι καιρός να απελευθερωθούμε από τα δεσμά της ομοφωνίας», είπε η Ούρσουλα Φον Ντερ Λάιεν εν μέσω χειροκροτημάτων από πολλούς ευρωβουλευτές στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Σήμερα, οι κυβερνήσεις μπορούν να ασκήσουν βέτο στις αποφάσεις για τις εξωτερικές υποθέσεις, τη διεύρυνση, αλλά και τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό, μπλοκάροντας εκείνες που δεν ανταποκρίνονται ή βλάπτουν τα συμφέροντά τους. Είναι συχνά αυτό που κάνει την ΕΕ να αργεί στις αποφάσεις της και επίσης, καθιστά δύσκολη την έγκριση κυρώσεων κατά χωρών όπως η Ρωσία ή το Ισραήλ.
Πρόκειται για μια συζήτηση που κρατάει από πολύ παλιά εντός της ΕΕ, η οποία όμως δεν έχει οδηγήσει πουθενά. Γιατί, λοιπόν, η Ούρσουλα Φον Ντερ Λάιεν επανέφερε ξανά το ζήτημα;
«Νομίζω ότι το έθεσε στο τέλος της ομιλίας της για να σηματοδοτήσει ότι θέλει να πιέσει τα κράτη μέλη που χρησιμοποιούν αυτά τα τακτικά βέτο, ιδίως την Ουγγαρία, αλλά δεν υπάρχει ισχυρή ώθηση από πίσω. Ο λόγος γι' αυτό είναι ότι για να περάσεις από την ομοφωνία στην ειδική πλειοψηφία, χρειάζεσαι πρώτα την ίδια την ομοφωνία», εξήγησε στο Euronews ο Nicolai von Ondarza, Γερμανικό Ινστιτούτο Διεθνών Υποθέσεων και Ασφάλειας.
Οι Συνθήκες της ΕΕ απαιτούν ομοφωνία σε βασικά ζητήματα κυριαρχίας για την προστασία όλων των κρατών μελών. Στην πραγματικότητα όμως, το δικαίωμα στην αρνησικυρία είναι βασικό εργαλείο για τα μικρότερα κράτη-μέλη, που τους επιτρέπει να ακουστεί η φωνή τους.
Άλλες χώρες, όπως η Γερμανία και η Γαλλία, πιέζουν για την ειδική πλειοψηφία στους τομείς των εξωτερικών υποθέσεων και της ασφάλειας. Μάλιστα, το 2023 με πρωτοβουλία του Βερολίνου είχε συγκροτηθεί ομάδα «Φίλων για την Ψηφοφορία με Ειδική Πλειοψηφία στην Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας».
Στην πρωτοβουλία συμμετείχαν επίσης το Βέλγιο, η Φινλανδία, η Γαλλία, η Ιταλία, το Λουξεμβούργο, η Ολλανδία, η Σλοβενία και η Ισπανία. Ωστόσο δεν προχώρησε περαιτέρω.
Παλιά συζήτηση, νέα υλικά;
Ακόμα όμως και μεγάλες χώρες που κατά καιρούς έχουν στηρίξει την ιδέα, στην πράξη, η οριστική απόφαση τις δυσκολεύει. Ρωτήσαμε έναν ειδικό με μεγάλη θητεία στις διαδικασίες του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου: τελικά ποιες χώρες είναι υπέρ και ποιες κατά;
«Είναι λίγο δύσκολο να πει κανείς, επειδή υπάρχει πολλή υποκρισία. Ορισμένες χώρες λένε ότι είναι υπέρ, αλλά όταν κοιτάς τις λεπτομέρειες δεν είναι τόσο σίγουρο», μας είπε ο Jim Cloos, Γενικός Γραμματέας σήμερα της Διευρωπαϊκής Ένωσης Μελετών Πολιτικής (TESPA).
«Επίσης, εξαρτάται από τα θέματα. Για παράδειγμα, υπάρχουν χώρες που πιστεύουν ότι η φορολογία πρέπει να γίνεται με ειδική πλειοψηφία και μια χώρα όπως το Λουξεμβούργο πιστεύει το αντίθετο. Ενώ για παράδειγμα το Λουξεμβούργο θα ήταν υπέρ της ειδικής πλειοψηφίας στην εξωτερική πολιτική».
Όπως λέει, ιστορικά μιλώντας, χώρες όπως το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο, η Ιταλία είναι περισσότερο υπέρ της ειδικής πλειοψηφίας από ο,τι για παράδειγμα, η Σουηδία.
Το 2018, ο Jean-Claude Juncker, ως τότε πρόεδρος της Επιτροπής, είχε ξεκινήσει την ιδέα να χρησιμοποιηθεί αυτή η ρήτρα «γέφυρας» ( passerelle clause) για να υιοθετηθεί η ειδική πλειοψηφία σε διάφορους τομείς, όπως στις εξωτερικές υποθέσεις και στις φορολογικές πολιτικές. Ωστόσο, και αυτή η πρωτοβουλία δεν οδήγησε πουθενά.
Επανέρχεται η Κομισιόν
Σύμφωνα με διπλωματικές πηγές, η Ύπατη Εκπρόσωπος Kaya Kalas έθεσε το ζήτημα των μεθόδων εργασίας στις εξωτερικές υποθέσεις και τις υποθέσεις ασφαλείας στην ημερήσια διάταξη μιας από τις τελευταίες άτυπες συναντήσεις των υπουργών Εξωτερικών της ΕΕ.
Επομένως, εξακολουθεί να είναι ερώτημα αν η Φον Ντερ Λάιεν το έθεσε απλώς ως πολιτική δήλωση ή αν υπάρχει μια πραγματική πολιτική επίσημη διαδικασία πίσω από αυτό.
«Υπάρχει μια κινητικότητα στο προσκήνιο, αλλά δεν γνωρίζουμε ακόμη αν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι πραγματικά πρόθυμη να πιέσει για κάτι τέτοιο και να αντιμετωπίσει εκείνα τα κράτη μέλη που διστάζουν ακόμη να προχωρήσουν στην ψηφοφορία με ειδική πλειοψηφία», σημείωσε ο Nicolai von Ondarza.
Κατά καιρούς, κάποιες χώρες έχουν ταχθεί υπέρ της κατάργησης του βέτο σε “εύκολα θέματα”, όπως οι αποφάσεις για τις δηλώσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα ή για ορισμένα μέρη των κυρώσεων. Ωστόσο ούτε αυτό έχει προχωρήσει.
Είναι ευνοϊκή η πολιτική συγκυρία;
Θα μπορούσε να ευδοκιμήσει μια τέτοια ιδέα στο τρέχον πολιτικό κλίμα; Και οι δύο αναλυτές είναι αρκετά επιφυλακτικοί. Χώρες όπως η Ουγγαρία, η οποία είναι αυτή τη στιγμή το κράτος μέλος με τις περισσότερες ψήφους σε ειδική πλειοψηφία, θα αντισταθούν σε οποιεσδήποτε κινήσεις προς αυτή την κατεύθυνση.
«Η μεγαλύτερη πιθανότητα είναι η μακροπρόθεσμη συζήτηση για τις μεταρρυθμίσεις της ΕΕ στο πλαίσιο της διεύρυνσης της Ουκρανίας, της Μολδαβίας, αλλά και των Δυτικών Βαλκανίων. Νομίζω ότι τότε θα υπάρξει μια πιο σοβαρή ευρύτερη συζήτηση για την αλλαγή των διαδικασιών χάραξης πολιτικής και λήψης αποφάσεων της ΕΕ», σχολιάζει ο Nicolai von Ondarza.
Ωστόσο, σύμφωνα με τον Jim Cloos, η αλλαγή των κανόνων δεν είναι απολύτως απαραίτητη, καθώς η συναίνεση είναι το βασικό στοιχείο για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
«Ο θεσμός που υπαγορεύει την πολιτική κατεύθυνση της ΕΕ βρίσκεται στην πραγματικότητα το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων. Αποφασίζουν τα πάντα με συναίνεση. Βγάζουν συμπεράσματα με συναίνεση. Στην πραγματικότητα, η συναίνεση έχει κάνει τα πράγματα πιο ανθεκτικά, διότι αν αμέσως ψηφίσεις για ένα σημαντικό θέμα, ένα ευαίσθητο θέμα, χωρίς να στηρίζουν οι χώρες, νομίζω ότι θα δημιουργηθεί πρόβλημα», υπογράμμισε.
Για να περάσει από την ομοφωνία στην ειδική πλειοψηφία, η ΕΕ δεν χρειάζεται να τροποποιηθεί η Συνθήκη. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ή μια ομάδα κρατών μελών θα μπορούσε να δρομολογήσει μια τέτοια αλλαγή στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, η οποία τελικά θα πρέπει να εγκριθεί με ομοφωνία.
Ωστόσο, η ανακοίνωση της Ursula von der Leyen δεν έχει ακόμη ακολουθηθεί από καμία επίσημη διαδικασία.