Οι λειτουργίες πληρωμών και ελέγχων περνάνε στην ΑΑΔΕ
Την κατάργηση του ελληνικού Οργανισμού Πληρωμών και Ελέγχου Κοινοτικών Ενισχύσεων (ΟΠΕΚΕΠΕ) και την ενσωμάτωση των λειτουργιών πληρωμών και ελέγχων στην ΑΑΔΕ, όπου θα μεταφερθεί και το προσωπικό του Οργανισμού αποφάσισε η ελληνική κυβέρνηση.
Η απόφαση ελήφθη σε σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε υπό τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη με τη συμμετοχή του αντιπροέδρου της κυβέρνησης Κωστή Χατζηδάκη, των υπουργών Εθνικής & και Οικονομικών Κυριάκου Πιερρακάκη και Αγροτικής Ανάπτυξης Κώστα Τσιάρα, του υφυπουργού στον Πρωθυπουργό Γιώργου Μυλωνάκη και του διοικητή της ΑΑΔΕ Γιώργου Πιτσιλή.
Κυβερνητικές πηγές αναφέρουν ότι μετά από προσπάθειες εσωτερικού εκσυγχρονισμού του ΟΠΕΚΕΠΕ που δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα, η κυβέρνηση, σε συνεργασία με τις ευρωπαϊκές αρχές και προσηλωμένη στη δημιουργία ενός διαφανούς και ολοκληρωμένου συστήματος πληρωμών, φιλικού προς τους αγρότες, προχωρά με αποφασιστικότητα στην οριστική αντιμετώπιση του προβλήματος.
«Το μήνυμα είναι σαφές: Το σύστημα Αγροτικών Ενισχύσεων και Πληρωμών περνά σε μία νέα εποχή βάζοντας οριστικό τέλος σε κακές πρακτικές και παθογένειες δεκαετιών, που στερούσαν από τους συνεπείς αγρότες, πόρους και δυνατότητες. Η διαδικασία ξεκινά άμεσα, με τη συνεργασία των Υπουργείων Αγροτικής Ανάπτυξης, Εθνικής Οικονομίας & Οικονομικών και της ΑΑΔΕ, υπό την εποπτεία του αντιπροέδρου της Κυβέρνησης», προσθέτουν από την κυβέρνηση.
Όπως αναφέρουν, στόχος είναι η πλήρης ενσωμάτωση να έχει ολοκληρωθεί το δεύτερο εξάμηνο του 2026. Προς τον σκοπό αυτό, μέχρι τον Ιούλιο θα κατατεθούν οι σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις.
Η νομοθετική παρέμβαση, επισημαίνουν, θα εστιάζει στην καλύτερη εξυπηρέτηση των αγροτών και ταυτόχρονα στη διαφάνεια και τη λογοδοσία με την αναβάθμιση των διαδικασιών πληρωμών, την ανάπτυξη νέων ψηφιακών υπηρεσιών, την ενίσχυση του εσωτερικού ελέγχου, τη διαλειτουργικότητα των συστημάτων ΟΠΕΚΕΠΕ και ΑΑΔΕ, τον πολλαπλασιασμό των φυσικών ελέγχων με χρήση σύγχρονων ψηφιακών εργαλείων και την τυποποίηση και πιστοποίηση των διαδικασιών.
Προσθέτουν πως η επιλογή της ΑΑΔΕ για την υλοποίηση της μεταρρύθμισης δεν είναι τυχαία. «Η ανεξαρτησία της Αρχής αλλά και οι σημαντικές της επιτυχίες στην αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής και την ενίσχυση της διαφάνειας στις συναλλαγές των πολιτών με τη φορολογική διοίκηση, αποτελούν εχέγγυα προκειμένου να αναμορφωθεί το σύστημα Αγροτικών Ενισχύσεων και Πληρωμών, υπέρ των αγροτών και του πρωτογενούς τομέα αλλά και συνολικά της ελληνικής οικονομίας και της εικόνας της χώρας», αναφέρουν.
Η έρευνα της ευρωπαϊκής εισαγγελίας για τις παράνομες επιδοτήσεις
Εδώ και έναν χρόνο, ο ΟΠΕΚΕΠΕ βρίσκεται υπό επιτήρηση και η έφοδος της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας στα γραφεία του, την προηγούμενη εβδομάδα, ήταν μέρος της ευρύτερης έρευνας που βρίσκεται σε εξέλιξη, με αφορμή παράνομες επιδοτήσεις που δόθηκαν για την κτηνοτροφία.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση του γραφείου της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, υπάρχει μία «συνεχιζόμενη έρευνα σχετικά με φερόμενο οργανωμένο σύστημα απάτης με γεωργικά κονδύλια και διαφθορά στην οποία εμπλέκονται δημόσιοι υπάλληλοι του Ελληνικού Οργανισμού Πληρωμών και Ελέγχου Κοινοτικών Ενισχύσεων Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΟΠΕΚΕΠΕ).
Μεταξύ 2019 και 2022, ένας σημαντικός αριθμός ατόμων παρουσιάστηκε ως νέος γεωργός και έλαβε δικαιώματα ενίσχυσης από το εθνικό απόθεμα, που χρηματοδοτείται από την Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ), βάσει ψευδών δηλώσεων. Αυτές περιλάμβαναν ψευδείς δηλώσεις σχετικά με την ιδιοκτησία ή τη μίσθωση βοσκοτόπων που ήταν επιλέξιμες για επιδοτήσεις, δίνοντας την ψευδή εντύπωση ενεργών γεωργικών δραστηριοτήτων.
Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι δηλωθέντες βοσκότοποι ήταν στην πραγματικότητα δημόσιες εκτάσεις, οι οποίες προηγουμένως είχαν διατεθεί μόνο για χρήση από κτηνοτρόφους που δεν διέθεταν ιδιωτική γεωργική γη. Αυτοί οι βοσκότοποι βρίσκονταν συχνά μακριά από τον πραγματικό τόπο κατοικίας των ατόμων που ισχυρίζονταν ότι τους κατείχαν ή τους μίσθωναν.
Κατά τα επόμενα έτη, έως το 2024, τα ίδια άτομα συνέχισαν να υποβάλλουν ψευδείς δηλώσεις ζωικού κεφαλαίου, επιτρέποντάς τους να τους παραχωρηθούν δημόσιες βοσκήσιμες εκτάσεις, οι οποίες στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκαν για την ενεργοποίηση και τη διατήρηση των δικαιωμάτων πληρωμής τους.