Ο Χαλίντ Σέιχ Μοχάμεντ, στενός συνεργάτης του Οσάμα μπιν Λάντεν και θεωρούμενος ευρέως ως ο εγκέφαλος των επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου, συνελήφθη την 1η Μαρτίου 2003 στο Πακιστάν και μεταφέρθηκε στις διαβόητες φυλακές του Γκουαντάναμο
To ομοσπονδιακό εφετείο των ΗΠΑ απέρριψε την Παρασκευή τη συμφωνία που θα επέτρεπε στον κατηγορούμενο ως «εγκέφαλο» των τρομοκρατικών επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, Χαλίντ Σέιχ Μοχάμεντ, να δηλώσει ένοχος και να αποφύγει την επιβολή θανατικής ποινής.
Με δύο ψήφους υπέρ έναντι μίας κατά, το Εφετείο με έδρα την Ουάσινγκτον επανέφερε σε ισχύ την απόφαση του πρώην υπουργού Άμυνας Λόιντ Όστιν, ο οποίος τον Αύγουστο του 2024 είχε ακυρώσει τις συμφωνίες που επέτρεπαν στον Χαλίντ Σεΐχ Μοχάμεντ και δύο συγκατηγορούμενούς του να ομολογήσουν την ενοχή την εκτέλεση.
Η εξέλιξη δίνει νέα παράταση στην μακροχρόνια δικαστική διαμάχη του αμερικανικού στρατού και διαδοχικών κυβερνήσεων, προκειμένου να αποδοθεί δικαιοσύνη στην υπόθεση του κατηγορούμενου για τον σχεδιασμό μιας από τις πιο φονικές επιθέσεις που οργανώθηκαν και εκτελέστηκαν ποτέ σε αμερικανικό έδαφος.
Η συμφωνία αποτέλεσε αντικείμενο πολυετούς διαπραγμάτευσης και πριν από ένα χρόνο εγκρίθηκε από τους στρατιωτικούς εισαγγελείς και τους ανώτερους αξιωματούχους του Πενταγώνου που είναι επιφορτισμένοι με την εποπτεία των κρατουμένων στο διαβόητο κέντρο κράτησης στο Γκουαντάναμο,
Ο Μοχάμεντ κατηγορείται ότι σχεδίασε και διεύθυνε το σχέδιο για τη συντριβή των αεροσκαφών που είχαν καταληφθεί με αεροπειρατές στο Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου στη Νέα Υόρκη και στο Πεντάγωνο στην Ουάσινγκτον. Ένα άλλο αεροπλάνο που είχε καταληφθεί έπεσε σε χωράφι στην Πενσυλβάνια.
Οι όροι της συμφωνίας περί ομολογίας ενοχής δεν έχουν δημοσιοποιηθεί. Ωστόσο, σύμφωνα με δημοσιεύματα αμερικανικών μέσων ενημέρωσης, οι τρεις κατηγορούμενοι είχαν συμφωνήσει να δηλώσουν ένοχοι με αντάλλαγμα να καταδικαστούν σε ισόβια κάθειρξη και να αποφύγουν τη θανατική ποινή.
Οι συγγενείς των θυμάτων των επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου, ήταν διχασμένοι για τη συμφωνία. Πολλοί αντιτάχθηκαν υποστηρίζοντας ότι μια δίκη ήταν ο καλύτερος δρόμος προς την απονομή δικαιοσύνης και την αποκάλυψη περισσότερων πληροφοριών γύρω από το τρομοκρατικό συμβάν.
Άλλοι τη θεώρησαν ως την καλύτερη ελπίδα για να κλείσει η επώδυνη υπόθεση μετά από περισσότερα από 20 χρόνια και να πάρουν κάποιες απαντήσεις από τους υπεύθυνους για τις επιθέσεις.
Η συμφωνία θα υποχρέωνε τους άνδρες να απαντήσουν σε τυχόν εκκρεμή ερωτήματα που έχουν οι οικογένειες των θυμάτων σχετικά με τις τραγικές επιθέσεις, οι οποίες, σύμφωνα με το Ομοσπονδιακό Γραφείο Ερευνών (FBI) των ΗΠΑ, στοίχισαν τη ζωή σε περίπου 3.000 ανθρώπους.
Ο τότε υπουργός Άμυνας επί κυβέρνησης Μπάιντεν, Λόιντ Όστιν, απέρριψε τη συμφωνία, λέγοντας ότι η απόφαση για τη θανατική ποινή σε μια τόσο σοβαρή επίθεση όπως η 11η Σεπτεμβρίου θα έπρεπε να λαμβάνεται μόνο από τον υπουργό Άμυνας.
Οι δικηγόροι των κατηγορουμένων είχαν υποστηρίξει ότι η συμφωνία ήταν ήδη νομικά σε ισχύ και ότι ο Όστιν, ενήργησε πολύ αργά επιχειρώντας να την ανατρέψει. Ένας στρατιωτικός δικαστής στο Γκουαντάναμο και μια επιτροπή στρατιωτικών εφέσεων συμφώνησαν με τους δικηγόρους υπεράσπισης.
Το Αμερικανικό Εφετείο της Περιφέρειας Κολούμπια, με ψήφους 2-1, έκρινε ωστόσο ότι ο Όστιν ενήργησε εντός των αρμοδιοτήτων του και ακύρωσε την απόφαση του στρατιωτικού δικαστή.
«Ο υπουργός ενήργησε εντός των ορίων των νόμιμων εξουσιών του και δεν επιθυμούμε να αμφισβητήσουμε την κρίση του», αποφάνθηκε το Εφετείο, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι υπήρξε μια σειρά «αναμφισβήτητων λαθών» εκ μέρους του στρατιωτικού δικαστή.
Το εφετείο είχε προηγουμένως αναστείλει την εκτέλεση της συμφωνίας, ενώ εξέταζε την έφεση, η οποία κατατέθηκε αρχικά από την κυβέρνηση Μπάιντεν και συνεχίστηκε υπό τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ.