«Η βοσκοπούλα»: Το τραγικό ειδύλλιο που συντάραξε την Κρήτη

«Η βοσκοπούλα»:  Το τραγικό ειδύλλιο που συντάραξε την Κρήτη
Πνευματικά Δικαιώματα 
Από Γιώργος Μητρόπουλος
Κοινοποιήστε το άρθροΣχόλια
Κοινοποιήστε το άρθροClose Button

Ο Δημήτρης Αγαρτζίδης και η Δέσποινα Αναστάσογλου ανεβάζουν τo άγνωστο αριστούργημα της κρητικής παράδοσης στο Θέατρο του Νέου Κόσμου, από την Παρασκευή 19 Ιανουαρίου.

ΔΙΑΦΉΜΙΣΗ

Η θεατρική ομάδα Elephas Tiliensis, ο Δημήτρης Αγαρτζίδης και η Δέσποινα Αναστάσογλου δηλαδή, μας συστήνουν τη «Βοσκοπούλα», ένα άγνωστο αριστούργημα της κρητικής παράδοσης, που μετρά τέσσερις αιώνες ζωής. Η παράσταση ανεβαίνει στο Θέατρο του Νέου Κόσμου, από την Παρασκευή 19 Ιανουαρίου.

Το έργο του οποίου δεν γνωρίζουμε τον συγγραφέα, είδε για πρώτη φορά το φως της δημοσιότητας το 1627. Θεωρείται αυθόρμητο δημιούργημα της λαϊκής ζωής της Κρήτης, ένα τραγούδι των βοσκών, σαν δημοτικό τραγούδι, ενώ αργότερα αναγνωρίστηκε ο έντεχνος χαρακτήρας του και η λογοτεχνική του αξία. Σύγχρονη της «Ερωφίλης» και του«Κατζούρμπου», γραμμένη σε κρητική διάλεκτο, η Βοσκοπούλα είναι το μοναδικό δείγμα του είδους της που έφτασε ως τις μέρες μας και το σημαντικότερο αντίστοιχο στην ελληνική γραμματεία και στην ευρωπαϊκή ποιμενική ποίηση της εποχής.

Η ιστορία απλή, λιτή, αγνή, σαν παραμύθι: Ένας βοσκός συναντά στην εξοχή μια πανώρια βοσκοπούλα και λιποθυμά χτυπημένος από την ομορφιά της... Ένα έργο για μια εποχή που οι βοσκοπούλες είναι ασπροντυμένες, οι Έρωτες κρατούν τόξα, οι ερωτευμένοι αναστενάζουν, οι σπηλιές είναι ειδυλλιακές, η αγάπη εύκολη και ο θάνατος εύκολος. Ένα γκόθικ παραμύθι, σκοτεινό και φωτεινό, βασισμένο «σε ρομαντικόν επεισόδιον συνταράξαν την νήσον Κρήτην».

«Η Βοσκοπούλα ήταν από τα κείμενα που διδαχτήκαμε στο πανεπιστήμιο ως εισαγωγή της νεοελληνικής λογοτεχνικής ιστορίας»** μας εξηγεί η Δέσποινα Αναστάσογλου**. «Σε μορφή παράστασης, είχαμε παρακολουθήσει την δουλειά της ομάδας Κανιγκούντα στον εξώστη του Αμόρε. Αυτό που μας κίνησε το ενδιαφέρον τώρα είναι η βαθιά ποιητικότητα του λόγου όλων αυτών των έργων της κρητικής περιόδου, που είναι λόγια έργα με απόλυτη αφομοίωση του ελληνικού στοιχείου της εποχής πάντα σε μια ανοιχτή συνομιλία με το πνεύμα της Δύσης».

**Ο Δημήτρης Αγαρτζίδης **που συνυπογράφει τη δραματουργική επεξεργασία και την σκηνοθεσία συμπληρώνει: «Εμείς είχαμε εξαρχής την επιθυμία να ακολουθήσουμε τον στίχο, το νόημα και το περιεχόμενο, χωρίς να φοβηθούμε το κλισέ, το μελό, το χιούμορ, την τραχύτητα, χωρίς εντέλει να φοβηθούμε το ποίημα, αλλά ούτε να το εκσυγχρονίσουμε, ή να το υπονομεύσουμε. Θελήσαμε να αφεθούμε στα αισθήματα που εμπεριέχονται και να μιλήσουμε για αυτά. Το κείμενο είναι ολόκληρο και από την πρώτη ανάγνωση ήμασταν βέβαιοι ότι δε χρειάζεται να επεξηγήσουμε ακόμα και τα πιο ιδιωματικά γλωσσικά στοιχεία, καθώς πολύ νωρίς στο άκουσμά του, αν αφεθείς στη γλώσσα, δε σου αφήνει καμιά απορία. Αντίθετα θα έλεγα ησυχάζει το μέσα σου».

Η Πηνελόπη Τσιλίκα ερμηνεύει την Βοσκοπούλα. Τι τη γοήτευσε στο έργο; «Η απλότητα της ιστορίας, του λόγου και των αισθημάτων. Μια απλότητα της φύσης, που κρύβει τρομερή βαθύτητα και συνθετότητα, κρύβει μια ομορφιά που άνοιξε σε μένα, όπως ελπίζω και στους θεατές που θα έρθουν στο δώμα, ένα παράθυρο σε στιγμές πολύτιμες, σε ανθρώπους με δυνατά χέρια και καρδιές, που δεν έχουν δεύτερες σκέψεις, που σκέφτονται και αγαπάνε απλά και καθαρά».** Ο Γιώργος Παπανδρέου, που υποδύεται τον Βοσκό**, συμφωνεί: «Αυτό που με γοήτευσε στο έργο και στο ρόλο είναι το μέγεθος των αισθημάτων σε εκείνες τις εποχές και το ότι εκφραζόταν χωρίς φόβο χωρίς καχυποψία. Υπήρχε τιμιότητα και εμπιστοσύνη».

Σε ποια λογοτεχνική κατηγορία εντάσσεται το έργο; «Η Βοσκοπούλα είναι ένα αφηγηματικό έργο - ειδύλλιο και συνεχίζει την ειδυλλιακή παραγωγή που ξεκινάει από την Αναγέννηση. Τα έργα της κρητικής λογοτεχνίας είναι ιταλικής προέλευσης και σχεδόν όλα έχουν ιταλικά πρότυπα. Το ειδύλλιο ως είδος είναι βγαλμένο από την νοσταλγία του αστού για την φυσική ζωή, που την εξιδανικεύει και της δίνει μυθικές διαστάσεις. Η ύπαρξη έργων όπως η Βοσκοπούλα, ο Ερωτόκριτος κ.α. της ακμής της κρητικής λογοτεχνίας επιβεβαιώνει ότι ο λόγος τους είναι πανανθρώπινος και διαχρονικός και εξαρτάται από τη δημιουργική πνοή του δημιουργού για την πρωτότυπη κάθε φορά μορφή που θα τους αποδώσει» υποστηρίζει η Δέσποινα Αναστάσογλου.

Το στοίχημα για να ανέβει στη σκηνή αυτό το έργο δύσκολο: «Η Βοσκοπούλα είναι ποίημα, δεν είναι θεατρικό έργο. Το μεγαλύτερο στοίχημα είναι η μετατροπή αυτού του ποιήματος σε παραστάσιμο γεγονός, το πώς μία αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο, σε αυτήν την περίπτωση από την οπτική γωνία του βοσκού, μπορεί να εξελιχθεί σε έναν διάλογο μεταξύ δύο ηθοποιών, του βοσκού και της βοσκοπούλας» αναφέρει η Πηνελόπη Τσιλίκα.

Μπορεί να βρει αναφορές στην εποχή μας όμως μια τέτοια ιστορία; Ο Γιώργος Παπανδρέου θεωρεί πώς ναι: «Έχουμε μεγάλη ανάγκη να ακούμε να βλέπουμε να διαβάζουμε και να μαθαίνουμε για τέτοιους έρωτες τόσο δυνατούς και πηγαίους γιατί είναι κάτι που λείπει από την εποχή μας. Όλα έχουν να κάνουν πλέον με το μυαλό. Τα αισθήματα έχουν αρχίσει να χάνονται. Βλέπεις σύγχυση και αδιαφορία. Είναι καλό να έρχεσαι σε επαφή με το παρελθόν».

Η Δέσποινα Αναστάσογλου συμφωνεί: «Έχουμε ανάγκη την καθαρότητα, την αγνότητα και την ειλικρίνεια που κρύβει αυτό το έργο. Όπως οι αστοί εκείνης της εποχής νοστάλγησαν τη μαγεία της φύσης και την ομορφιά μιας άλλης πραγματικότητας, έτσι κι εμείς. Θα έλεγα πως η ειλικρινής ευγένεια που αποπνέει το κείμενο, όπως και όλα τα έργα αυτής της εποχής, είναι κάτι που μας λείπει σήμερα». Η** Πηνελόπη Τσιλίκα **επισημαίνει: «Όταν εκδόθηκε η Βοσκοπούλα το 1627, εκδόθηκε σαν ποίημα “ωφέλιμο για όποιον θέλει να αποφύγει τα πάθη του έρωτα και της σαρκός”, πάθη που, δυστυχώς ή ευτυχώς μικρή σημασία έχει, θα μας βασανίζουν όσο είμαστε ακόμα άνθρωποι. Όποιος σήμερα, εν έτει 2018, θέλει να τα αποφύγει και ξέρει ότι δε μπορεί, ας κοπιάσει και δε θα απογοητευτεί».

«Εμένα το κείμενο με παραπέμπει ευθέως στην παιδική μου ηλικία» υποστηρίζει ο Δημήτρης Αγαρτζίδης. «Όλα τα παιδικά καλοκαίρια η βασική ανάμνηση είναι διακοπές στο χωριό της γιαγιάς μου στην Πίνδο, όπου οι βοσκοί και οι βοσκοπούλες, γέροι πια, ήταν πραγματικοί άνθρωποι που μιλούσαν μια γλώσσα που δεν καταλάβαινα καθόλου (βλάχικα). Με συγκινούσε όμως πολύ. Έτσι, όπως κάθε επιστροφή σε παιδικές μνήμες, με ανακουφίζει, αλλά και με βαραίνει ταυτόχρονα γιατί συνδέεται με μια χαμένη εποχή πιο αθώα και ξέγνοιαστη. Όμως είναι πιο δυνατό και αισιόδοξο το αίσθημα ότι η μνήμη κρατά τα πράγματα ζωντανά μέσα μας».

Αυτό είναι άλλωστε και το στοιχείο που ανέδειξε το συγκεκριμένο ανέβασμα: «Η σκέψη μας επικεντρώθηκε στη λειτουργία της μνήμης και την επιρροή της στο θυμικό» τονίζει ο Δημήτρης Αγαρτζίδης. «Μας απασχόλησε αν η μνήμη μας κρατάει ζωντανούς και μας δίνει τη δύναμη να συνεχίσουμε. Η αποδοχή της χαράς και της λύπης, της αθανασίας και της φθαρτότητας. Η επιστροφή στην παιδική αθωότητα και στο παιχνίδι. Το ίδιο το κείμενο περιέχει μουσική. Την αφήσαμε να μιλήσει. Επιλέξαμε ως βασικό όργανο της παράστασης το λαούτο, που ο ήχος του ήταν φυσικός μέσα στις λέξεις και τις ρίμες. Αφήσαμε τον στίχο να κυλήσει προς την μελωδία και να επιστρέψει. Για μένα η παράσταση είναι σαν να μπαίνει ο θεατής σε ένα ανοιχτό δωμάτιο».

**
**

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ

Σκηνοθεσία, Δραματουργική επεξεργασία: Δημήτρης Αγαρτζίδης, Δέσποινα Αναστάσογλου

Μουσική: Παντελής Νικηφόρος

Φωνητική προετοιμασία: Σαβίνα Γιαννάτου

Σκηνικός χώρος, Μάσκες: Ιωάννα Πλέσσα

ΔΙΑΦΉΜΙΣΗ

Κοστούμια: Μαγδαληνή Αυγερινού

Επιμέλεια κίνησης: Μπέτυ Δραμιτσιώτη

Σχεδιασμός φωτισμών: Μελίνα Μάσχα 

Παίζουν οι ηθοποιοί: Πηνελόπη Τσιλίκα, Γιώργος Παπανδρέου

Μουσικός επί σκηνής: Παντελής Νικηφόρος

ΔΙΑΦΉΜΙΣΗ

INFO

ΘΕΑΤΡΟ ΝΕΟΥ ΚΟΣΜΟΥ - ΔΩΜΑ

Αντισθένους 7 & Θαρύπου, Νέος Κόσμος, τηλ. 2109212900

Τετ-Σάββατο 21.15, Κυριακή 19.00

Έως: 1/4/2018

ΔΙΑΦΉΜΙΣΗ
Κοινοποιήστε το άρθροΣχόλια

Σχετικές ειδήσεις

Από Μηχανής Θέατρο: Ο Τσέχωφ ταξιδεύει στην Αμερική του κραχ

«Ο Αληθινός»: Πέντε τραγούδια για την ενηλικίωση και την απώλεια

Θωμάς Μοσχόπουλος: «Ο Καντίντ είναι το τώρα της ελληνικής πραγματικότητας»