25o Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης: Οι ελληνικές ταινίες του Film Forward

25o Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης
25o Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης Πνευματικά Δικαιώματα Οι ελληνικές ταινίες του Film Forward
Πνευματικά Δικαιώματα Οι ελληνικές ταινίες του Film Forward
Από Γιώργος Μητρόπουλος
Κοινοποιήστε το άρθροΣχόλια
Κοινοποιήστε το άρθροClose Button
Αντιγραφή/Επικόλληση το λινκ του βίντεο πιο κάτω:Copy to clipboardCopied

10 ταινίες αποτελούν το Film Forward, το διαγωνιστικό τμήμα του 25ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Πρόκειται για 10 ντοκιμαντέρ που αρθρώνουν μια νέα, τολμηρή κινηματογραφική γλώσσα. Τρία από αυτά είναι ελληνικά.

ΔΙΑΦΉΜΙΣΗ

10 ταινίες αποτελούν το Film Forward, το διαγωνιστικό τμήμα του 25ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Πρόκειται για 10 ντοκιμαντέρ που αρθρώνουν μια νέα, τολμηρή κινηματογραφική γλώσσα. Τρία από αυτά είναι ελληνικά. Πάμε να γνωρίσουμε τους συντελεστές τους.

«Βάρδια» - Γρηγόρης Ρέντης

Γρηγόρης Ρέντης
«Βάρδια»Γρηγόρης Ρέντης

Η «Βάρδια» είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Γρηγόρη Ρέντη. Μετά την προβολή της στα Φεστιβάλ Visions du Reel, True/ False και Raindance, έκανε την ελληνική της πρεμιέρα στη Θεσσαλονίκη. Είναι ένα ντοκιμαντέρ για τους μισθοφόρους που προστατεύουν εμπορικά πλοία από πειρατές στην Σομαλία.

Στο επίκεντρο του φιλμ, η ζωή και η ιστορία τριών μισθοφόρων, η σχέση τους με την οικογένεια που τους περιμένει πίσω, το καθημερινό τους πρόγραμμα στο πλοίο, η διαρκής ετοιμότητα απέναντι σε έναν εχθρό που δεν εμφανίζεται ποτέ:

«Η ταινία προέκυψε ουσιαστικά μέσα από τον πολύ προσωπικό μου χώρο, από τον θείο μου,  ο οποίος__ήταν  ένας από τους πρώτους μισθοφόρους που πήγαν στην περιοχή. Αυτή αργότερα έγινε γνωστή ως High Risk Area. Ο θείος μου γυρνούσε πάντα από εκεί με ιστορίες προσεγγίσεων, ιστορίες για άγνωστους τόπους, για ένα μέρος που έμοιαζε να είναι στην άκρη του δυτικού κόσμου. Αυτό μου κίνησε την περιέργεια και άρχισα να το ερευνώ λίγο περισσότερο. Ουσιαστικά από εκεί γεννήθηκε η ιδέα της ταινίας, αλλά η ανάγκη για να την κάνω προέκυψε αργότερα, όταν συνειδητοποίησα ότι άρχισε να φθίνει κάπως η πειρατεία και οι επιθέσεις, λόγω της παρουσίας των μισθοφόρων στην περιοχή και για άλλους λόγους πολιτικής σταθερότητας στη Σομαλία. Συνειδητοποίησα λοιπόν ότι οι μισθοφόροι εξακολουθούν να πηγαίνουν εκεί, αλλά κάπως ο εχθρός απουσίαζε. Οπότε εκεί ένιωσα ότι υπάρχει μια σύνδεση και σε δικό μου προσωπικό επίπεδο, όπως όταν κυνηγάς έναν στόχο που συχνά βάζεις στη ζωή, αλλά με έναν τρόπο δεν μπορείς να τον φτάσεις και παράλληλα άλλα, ίσως πιο σημαντικά πράγματα τα χάνεις. Μέσα από την ταινία, αυτή ήταν η πρόθεση: να φανεί το πώς κυνηγώντας πειρατές με έναν τρόπο, μπορεί να χάσεις κάτι πιο σημαντικό πίσω στην στεριά» μας εξηγεί ο σκηνοθέτης.

Γρηγόρης Ρέντης
«Βάρδια»Γρηγόρης Ρέντης

Μέσα από την παραδοξότητα του πολέμου, η ταινία εξερευνά το σημερινό χαρακτήρα της αρρενωπότητας. Τι σημαίνει να είσαι δυνατός, να υπερασπίζεσαι όσα θεωρείς σημαντικά για εσένα, να είσαι εκεί για τους δικούς σου ανθρώπους και παράλληλα να είσαι σε διαρκή εγρήγορση για υπαρκτούς και ανύπαρκτους εχθρούς.

Στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, πολλοί Έλληνες στράφηκαν στο συγκεκριμένο επάγγελμα. Ο σκηνοθέτης έκανε έρευνα συναντώντας μισθοφόρους, ανακαλύπτοντας ιστορίες τους, γνωρίζοντας την επιθυμία τους για επαφή με τον εχθρό και την προσμονή τους για τη σύγκρουση. Η γενικότερη επισφάλεια της συγκεκριμένης περιόδου αντανακλάται γλαφυρά στις συνθήκες ζωής κι εργασίας των μισθοφόρων:

«Η ιδέα της ταινίας ξεκίνησε κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης και ολοκληρώθηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Οπότε είναι μια διαδρομή, θέλοντας και μη, από τη μια κρίση στην άλλη. Νομίζω ότι αυτό φαίνεται κάπως στην ταινία. Δηλαδή αυτή η ανασφάλεια είναι μέρος του πώς εμείς νιώθαμε, όταν την κινηματογραφούσαμε και του ενδιαφέροντος που είχαμε. Δηλαδή ότι ανά πάσα στιγμή μπορεί να υπάρξει ένας αόρατος εχθρός και να σου αφαιρέσει κάτι που θεωρείς σημαντικό, είτε αυτό είναι οικονομικό, είτε η ζωή σου. Αυτή η αίσθηση ανασφάλειας είναι ουσιαστικά και το πως κλείνει η ταινία» τονίζει ο Άγγελος Ρέντης.

Γρηγόρης Ρέντης
«Βάρδια»Γρηγόρης Ρέντης

Τα όρια μεταξύ μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ είναι σχεδόν ανύπαρκτα, δίνοντας στον θεατή την ιδέα ότι πρόκειται για μια ταινία δράσης, παρά για μια ταινία καταγραφής: «Μιλάμε για το μύθο της πειρατείας, για το μύθο των μισθοφόρων, οπότε ήθελα να μοιάζει με μυθοπλασία. Γι’ αυτό κατασκευάστηκε έτσι η ταινία. Παράλληλα, παίζουμε πολύ με την ιδέα της προσομοίωσης και της αναπαράστασης. Μεγάλο μέρος της εμπειρίας είναι η αναπαράσταση των ασκήσεων, διαφόρων drills, οι οποίες φέρνουν σε ετοιμότητα τους μισθοφόρους. Μαζί τους κατασκευάσαμε διάφορες σκηνές, οι οποίες θυμίζουν και λίγο ταινίες δράσης ή πολεμικές ταινίες. Έχουμε πάρει διάφορα κλισέ με έναν τρόπο από αυτόν τον κινηματογραφικό κόσμο και τον έχουμε βάλει σε ένα ντοκιμαντέρ. Οπότε δημιουργεί αυτή την πολύ περίεργη θέαση. Νομίζω ότι είναι μια άλλου τύπου θέαση. Τουλάχιστον αυτή ήταν η πρόθεσή μου. Σκέφτεσαι πολύ τι είναι αληθινό και τι δεν είναι, τι είναι επικίνδυνο και τι δεν είναι. Οπότε πρέπει να είσαι διαρκώς σε εγρήγορση».

Η ταινία κέρδισε τον Αργυρό Αλέξανδρο του συγκεκριμένου διαγωνιστικού τμήματα που συνοδεύεται από χρηματικό έπαθλο 3.000 ευρώ.

«Άβατον» - Ειρήνη Καραγιαννοπούλου, Σαντρίν Σεϊρόλ

Γρηγόρης Ρέντης
«Βάρδια»Γρηγόρης Ρέντης

Το Άγιο Όρος είναι ένας τόπος διαλογισµού και λατρείας, ένας τόπος ιστορίας και πνευµατικότητας, από τον οποίο αποκλείονται όλες οι γυναίκες, εκτός από την Παναγία. Στο ντοκιμαντέρ, με τίτλο «Άβατον», η Ειρήνη Καραγιαννοπούλου και η Σαντρίν Σεϊρόλ εστιάζουν σε αυτή την απαγόρευση, που ισχύει από τον 11ο αιώνα.

Mέσα από μια πρωτότυπη αφήγηση, γυναίκες από διαφορετικά κοινωνικά στρώματα και με ποικίλες θρησκευτικές πεποιθήσεις μάς ξεναγούν σ’ έναν τόπο που δεν έχουν επισκεφθεί ποτέ, σχολιάζουν τον αποκλεισμό τους και αναφέρονται στις σχέσεις κράτους και εκκλησίας.

«Το Άβατον είναι ένα δημιουργικό ντοκιμαντέρ για το Άγιο Όρος από γυναικεία οπτική γωνία. Είναι μια ταινία για έναν τόπο, στον οποίο εμείς οι γυναίκες δεν μπορούμε να πάμε. Μας πήρε πέντε χρόνια για να την ολοκληρώσουμε, επειδή δεν ζούμε στην ίδια χώρα. Εγώ ζω στην Γαλλία και η Ειρήνη ζει στην Ελλάδα. Οπότε ήταν λίγο δύσκολο να γίνει αυτή η ταινία και ένας επιπλέον λόγος ήταν το θέμα της» αναφέρει η Σαντρίν Σεϊρόλ.

Η Ειρήνη Καραγιαννοπούλου επισημαίνει: «Στο Άβατον εμφανίζονται και ακούγονται περίπου 25 γυναίκες από πολλά κοινωνικά στρώματα. Η μικρότερη είναι 17 ετών και η μεγαλύτερη 87 ετών. Έχουμε μια πολιτικό, μια ηθοποιό, μια βυζαντινολόγο, δύο θεολόγους. Έχουμε την κόρη ενός ιερέα, μια καλόγρια, μια γυναίκα που αυτοχαρακτηρίζεται άθεη. Θεωρούμε ότι με αυτόν τον τρόπο, μπορούμε να δώσουμε ένα ευρύ φάσμα απόψεων. Αυτό που μας ενδιαφέρει δεν είναι να φτιάξουμε μια προπαγανδιστική ταινία. Αντιθέτως, θέλουμε να φύγει ο θεατής από την αίθουσα και να έχει προβληματιστεί μόνος του για το αν τίθεται ζήτημα αμφισβήτησης ή όχι του αβάτου».

Γρηγόρης Ρέντης
«Βάρδια»Γρηγόρης Ρέντης

Η Ελληνίδα σκηνοθέτις συμπληρώνει: «Μέχρι στιγμής δεν έχει ασχοληθεί κανείς με το ζήτημα του πώς φαντάζονται οι γυναίκες το Άγιο Όρος. Η ταινία μας κάνει ακριβώς αυτό το πράγμα. Συνομιλούμε με αυτές τις γυναίκες. Τις ζητούμε να το φανταστούν, να μας το περιγράψουν, να μας πουν τη γνώμη τους για το άβατο, για την άρση του αβάτου ή όχι, για το αν θεωρούν ότι πρέπει να υπάρχει ένας διάλογος σχετικά με αυτό το θέμα. Οι απόψεις πραγματικά ποικίλουν. Αυτό είναι το ωραίο αυτής της ταινίας: θα ακούσετε τα πάντα. Ο,τι μπορεί να σκεφτεί γυναίκα γύρω από αυτόν τον απαγορευμένο τόπο, θα το ακούσετε με μια νηφιαλιότητα».

Οι δύο δημιουργοί, που μετρούν αρκετά χρόνια συνεργασίας, χρησιμοποίησαν το animation ως οπτικό υλικό και έκαναν πολλά σχέδια σε χαρτί με μελάνι: «Η πρώτη απόφαση που πήραμε σχετικά με την ταινία ήταν να μην χρησιμοποιήσουμε υλικό δανεισμένο από άνδρες προσκυνητές. Θέλαμε, εφόσον δεν μπορούσαμε εμείς οι ίδιες να βρεθούμε στο Άγιο Όρος, να το δημιουργήσουμε από την αρχή, με το δικό μας αυθαίρετο, προφανώς, τρόπο, χρησιμοποιώντας τη φαντασία μας και φυσικά τη φαντασία των γυναικών που μας μιλάνε. Συνεπώς χρησιμοποιήσαμε animation χειροποίητα, δηλαδή σχέδια σε χαρτί με μελάνι, τα οποία φωτογραφίσαμε. Πρέπει να έχουμε φτιάξει συνολικά περίπου 2.000 σχέδια γι’ αυτό τον σκοπό. Ήταν ο μόνος τρόπος για να είναι δικό μας αυτό το υλικό και να μην είναι δανεικό» τονίζει η Ειρήνη Καραγιαννοπούλου.

«Θερμαστής» - Στέλιος Μπουζιώτης

Γρηγόρης Ρέντης
«Βάρδια»Γρηγόρης Ρέντης

Στον «Θερμαστή», ο Στέλιος Μπουζιώτης στέλνει μια ανεπίδοτη επιστολή στην αδελφή που δεν γνώρισε ποτέ, για την οποία δεν του μίλησε ποτέ ο πατέρας του, όσο ήταν στη ζωή. Χρησιμοποιώντας αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο και τρία διαφορετικά φορμά από πέντε δεκαετίες αναμνήσεων, συνθέτει ένα τρυφερό κινηματογραφικό ψηφιδωτό που ισορροπεί διαρκώς ανάμεσα στη χαρά, τη ζωή και τον στοχασμό της ύπαρξης:

«Όλα ξεκίνησαν, όταν ο πατέρας μου ήταν στο νοσοκομείο. Μετά το θάνατό του, βρήκα τα φιλμ super 8, που τραβούσε όταν ήταν νέος. Καθόμουν και τα έβλεπα και εκεί μέσα ανακαλύπτω ξαφνικά την άγνωστη αδελφή. Δεν ήξερα γι’ αυτή. Ο πατέρας μου δεν μου είχε τίποτε. Μετά ανακαλύπτω ξανά τις βιντεοκασέτες που τραβούσαμε, είτε εκείνος, είτε εγώ, όταν ήμουν έφηβος. Μου μάθαινε τότε με το δικό του τρόπο να τραβάω, χωρίς να με οδηγήσει στον κινηματογράφο. Βρήκα λοιπόν πάρα πολύ υλικό: 25 ώρες VHS και 4 – 5 ώρες φιλμ Super 8 του πατέρα μου. Καθ’ όλη τη διάρκεια που ήταν ο πατέρας μου στο νοσοκομείο, άρχισα να τραβάω με τη δικιά μου κάμερα πλέον, κάποια δικά μου πράγματα. Άρχισα να τα βλέπω όλα αυτά, να τα βάζω κάτω και να προσπαθώ να καταλάβω τι είναι όλα αυτά. Πέρασαν 4-5 χρόνια και μετά αποφάσισα να βγάλω αυτή την ταινία. Είναι ουσιαστικά μια επιστολή στην άγνωστη αδελφή. Θέλω να της συστήσω τον πατέρα που δεν γνωρίζει ότι έχει. Είναι σαν να πετάω ένα μπουκάλι στον ωκεανό και να το αφήνω να ταξιδέψει. Δεν έχω κάποιο στόχο» μας εξηγεί ο Στέλιος Μπουζιώτης.

Γρηγόρης Ρέντης
«Βάρδια»Γρηγόρης Ρέντης

Με την ταινία ολοκληρώνεται ένας ταξίδι επτά χρόνων, στο οποίο οι θεατές γίνονται συμμέτοχοι. Παράλληλα το ντοκιμαντέρ λειτουργεί ως μια πράξη συμφιλίωσης του σκηνοθέτη με τον πατέρα του, ένα κλείσιμο των λογαριασμών του παρελθόντος:

ΔΙΑΦΉΜΙΣΗ

«Δεν είχαμε ουσιαστικά καλές σχέσεις με τον πατέρα μου. Όχι ότι είχαμε κόντρες. Απλά όσο μεγάλωνα, η απουσία του γινόταν μεγαλύτερη. Αυτό οφειλόταν στον χαρακτήρα του. Παρόλα τα θετικά και τα ωραία στοιχεία που είχε αυτός ο άνθρωπος, προφανώς είχε και αρνητικά. Οπότε όσο μεγάλωνα, υπήρχε απουσία. Με την ταινία, προσπαθώ να συμφιλιωθώ κατά κάποιο τρόπο. Δεν ξέρω αν τα καταφέρνω. Ο χρόνος θα το δείξει. Είμαι ακόμη μέσα στην ταινία για να καταλάβω τι έχει γίνει. Δεν μπορώ να το δω τελείως απέξω. Ναι! Θα ήθελα μια συμφιλίωση, ακόμη κι ας μην το γνωρίζει αυτός. Δεν έχω νιώσει μια πρώτη ενηλικίωση με την ταινία. Σίγουρα τακτοποιούνται όμως κάποιες καταστάσεις, κάποια θέματα τα οποία και μετά το θάνατο του πατέρα μου προσπαθούσα να τα ταξινομήσω και να τα τακτοποιήσω και όλα τα προηγούμενα χρόνια, όσο ήταν εν ζωή. Δεν ξέρω αν τα έχω καταφέρει. Θα φανεί στην πορεία. Δεν έχω ιδέα» επισημαίνει ο σκηνοθέτης.

Κοινοποιήστε το άρθροΣχόλια

Σχετικές ειδήσεις

26ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσ/νίκης: Μεγάλο αφιέρωμα στο ΛΟΑΤΚΙ+ κίνημα και στο queer σινεμά

Οι Έλληνες Newcomers του 25ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης

25ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης: Οι τρεις ελληνικές ταινίες του Διεθνούς Διαγωνιστικού