Newsletter Newsletters Events Εκδηλώσεις Ποντάκαστ Βίντεο Africanews
Loader
Διαφήμιση

Δράμα: Πέντε ταινίες που αγαπήσαμε στο φετινό Εθνικό Διαγωνιστικό Πρόγραμμα

 48ο Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας
48ο Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας Πνευματικά Δικαιώματα  χ
Πνευματικά Δικαιώματα χ
Από Γιώργος Μητρόπουλος
Δημοσιεύθηκε ανανεώθηκε πριν
Κοινοποιήστε το άρθρο Σχόλια
Κοινοποιήστε το άρθρο Close Button
Αντιγραφή/Επικόλληση το λινκ του βίντεο πιο κάτω: Copy to clipboard Copied

Το φετινό Εθνικό Διαγωνιστικό Πρόγραμμα του 48ου Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας είχε μεγάλο ενδιαφέρον

ΔΙΑΦΉΜΙΣΗ

ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΤΗ ΔΡΑΜΑ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Πολλές αξιόλογες ταινίες περιλαμβάνονταν στο φετινό Εθνικό Διαγωνιστικό Πρόγραμμα του 48ου Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας. Αυτές είναι οι πέντε που ξεχωρίσαμε. Μιλήσαμε με τους σκηνοθέτες τους.

«Οι λύκοι επιστρέφουν» - Στέλιος Μωραϊτίδης

«Οι λύκοι επιστρέφουν»
«Οι λύκοι επιστρέφουν» Στέλιος Μωραϊτίδης

Ο Στέλιος Μωραϊτίδης παρουσίασε την ταινία «Οι λύκοι επιστρέφουν», αντλώντας έμπνευση από ένα πραγματικό γεγονός που συνέβη στην Σιβηρία. Σε ένα χιονισμένο τοπίο, μία ομάδα ανθρώπων έρχεται αντιμέτωπη με μία μακάβρια αποκάλυψη. Στρώνοντας χώμα σε έναν παγωμένο δρόμο, οι εργάτες γεμίζουν τη διαδρομή με υπολείμματα ανθρώπινων οστών. Όλοι φαίνεται να γνωρίζουν την προέλευση τους, αλλά κανείς δε θέλει να φέρει στο προσκήνιο, κάτι που όλοι θέλουν να ξεχάσουν. Μαζί με εκπροσώπους της τοπικής κοινωνίας προσπαθούν να συγκαλύψουν την ιστορία.

Αυτή είναι η τρίτη μικρού μήκους του σκηνοθέτη, ο οποίος απέσπασε το Βραβείο ήχου και το Βραβείο της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ). Τα γυρίσματα έγιναν στη Βλάστη της Δυτικής Μακεδονίας:

Στέλιος Μωραϊτίδης
Στέλιος Μωραϊτίδης X

«Έχοντας ως αφορμή το γεγονός για το οποίο είχα διαβάσει στη Σιβηρία, ήθελα να διερευνήσω το θέμα της συλλογικής μνήμης και το πώς αυτή μπορεί να παραλλαχτεί, πώς μπορούμε να καταλήξουμε σε έναν αναθεωρητισμό της ιστορίας και συμβάντων που μπορεί να έχουν σημαδέψει έναν τόπο και τους ανθρώπους του, αλλά παρόλα αυτά τα βάζουμε κάτω από το χαλί. Η άποψή μου είναι ότι η ιστορία, η αντικειμενική ιστορία, τα συμβάντα, όχι η ιστορία όπως καταγράφεται από τους ιστορικούς, οι οποίοι πάντα έχουν μια υποκειμενική ιδεολογική στάση απέναντι στα πράγματα αναγκαστικά, η άποψή μου είναι λοιπόν ότι αυτή η πραγματική ιστορία συνεχίζει να υπάρχει. Με τον έναν τον άλλο τρόπο έχει πάντα την ευκαιρία να έρθει ξανά στην επιφάνεια.

Δυστυχώς μια καλή προσπάθεια κουκουλώματος μπορεί να είναι αποτελεσματική, γιατί οι άνθρωποι τείνουμε να ξεχνάμε, προκειμένου να συνεχίζουμε να υπάρχουμε ειρηνικά. Ελπίζω τουλάχιστον ότι δε θα σταματήσουν ποτέ να υπάρχουν άνθρωποι, οι οποίοι θυμούνται και είναι σε θέση να επαναφέρουν κάποια ζητήματα που δεν έχουν κλείσει και που είναι ανοιχτές πληγές, ούτως ώστε να φτάσουμε σε ένα σημείο να κλείσουν ή να βρεθούν λύσεις που μπορεί να μη βρέθηκαν στο παρελθόν» αναφέρει ο Στέλιος Μωραϊτίδης.

«Pirateland» – Σταύρος Πετρόπουλος

«Pirateland»
«Pirateland» Σταύρος Πετρόπουλος

Μετά από μια μεγάλη πορεία σε πάνω από 20 φεστιβάλ, ανάμεσά τους το Clermont-Ferrand, οι Βρυξέλλες και η Tribeca, το «Pirateland» του Σταύρου Πετρόπουλου έκανε την ελληνική του πρεμιέρα στη Δράμα. Πρόκειται για μια απολαυστική ταινία που εστιάζει στο πώς αλλάζει η τουριστική εμπειρία όσον περνούν τα χρόνια.

Η υπόθεση έχει ως εξής: Στο τέλος της τουριστικής σαιζόν, μια οικογένεια Νορβηγών καταφθάνει σε μια πανσιόν στην περιοχή της Γραμβούσας στην Κρήτη, διεκδικώντας από τους Έλληνες οικοδεσπότες μια αυθεντική εμπειρία πειρατικής βίας. Αυτοί δυσκολεύονται να ικανοποιήσουν τις συνεχώς αυξανόμενες απαιτήσεις τους. Όταν το παιχνίδι ξεπεράσει τα όρια, οι Έλληνες, πατέρας και γιος αναγκάζονται να αντιδράσουν. Το «Pirateland» είναι μια συμπαραγωγή με το ARTE. Ο σκηνοθέτης ετοιμάζεται τώρα να μεταφέρει την ταινία στο μεγάλο μήκος:

«Pirateland»
«Pirateland» Σταύρος Πετρόπουλος

«Το Pirateland γεννήθηκε σαν ιδέα από ένα αίσθημα που είχα, το οποίο σχετίζεται με το γεγονός ότι έχω μεγαλώσει στη Ζάκυνθο. Ήμουν εκεί μέχρι τα 17 μου. Υπέροχες αναμνήσεις, αλλά δεν είναι πλέον το μέρος που επιλέγω να πηγαίνω. Κυρίως γιατί είδα τη Ζάκυνθο να αλλάζει τόσο πολύ, να γίνεται τόσο τουριστική. Όλα έχουν αλλάξει. Δεν μοιάζουν καθόλου με τις παιδικές μου αναμνήσεις, οπότε η αλήθεια είναι ότι με δυσκολεύει λίγο να πηγαίνω εκεί, με στεναχωρεί. Γι’ αυτό το λόγο από τα 18 μου και ύστερα, ουσιαστικά έψαχνα ένα άλλο μέρος. Ένα μέρος που να είναι λιγότερο τουριστικό, να είναι πιο αγνό.

Το βρήκα κάποια στιγμή. Είναι ένα νησί μικρό και υπέροχο, με ανθρώπους πάρα πολύ φιλόξενους, που δεν είναι προτεραιότητά τους το κέρδος. Δεν σε βλέπουν σαν εμπόρευμα, είτε είσαι Έλληνας είτε σε ξένος. Οπότε άρχισα να πηγαίνω σε αυτό το νησί κάθε χρόνο. Μίλαγα γι’ αυτό το νησί συνέχεια και άρχισα να ακούω κάθε χρόνο και τους φίλους μου και τους φίλους των φίλων μου να πηγαίνουν σε αυτό το νησί. Άρχισε λοιπόν σιγά σιγά και αυτό να αλλάζει. Οπότε άρχισα να νιώθω συνυπεύθυνος για την αλλαγή αυτού του αθώου παραδείσου που είχα βρει.

«Pirateland»
«Pirateland» Σταύρος Πετρόπουλος

Παράλληλα, σε αυτό το μικρό νησάκι, γνώρισα έναν ντόπιο, περίπου στην ηλικία μου, ο οποίος μου είπε μια ιστορία. Ήταν απόγονος ενός πειρατή. Κάποια στιγμή είχε έρθει ένα αμερικάνικο κανάλι ψάχνοντας, κάνοντας ένα ρεπορτάζ για το πειρατικό παρελθόν της περιοχής. Τον εντόπισε, του έδωσε μια συνέντευξη. Ύστερα από τέσσερις μήνες ένα γκρουπ Αμερικανών έφτασε στο νησί, ψάχνοντας τον. Τον βρήκε και του λέει: “Κάνε μας κάτι. Ο προπάππους σου ήταν πειρατής. Δείξε μας”. Περιέγραψε αυτό το συμβάν, ως μία από τις πιο αμήχανες στιγμές της ζωής του. Από ένα συνδυασμό λοιπόν αυτών των γεγονότων γεννήθηκε η ταινία» μας εξηγεί ο σκηνοθέτης.

«Η ανθρώπινη εμπειρία αλλάζει διαρκώς. Πιστεύω ότι πια δεν έχει σταματημό, το τι μπορεί να σου ζητήσει κάποιος, το τι μπορεί να αποκτήσει μια εμπορική αξία. Ζούμε κυρίως σε μεγαλουπόλεις. Νιώθω ότι η ζωή, η ρουτίνα σε κάνουν κάποια στιγμή για να βγεις από αυτό το τέλμα, από αυτή την επανάληψη, να την σπάσεις, να ζητάς κάτι πιο ακραίο. Νομίζω τα social media κάνουν μόνο αυτό. Βλέπουμε ποιες είναι οι τάσεις σήμερα. Σκρολάροντας στο TikTok, βλέπεις τα πιο ακραία πράγματα. Νομίζω ότι αυτό ήθελα να σχολιάσω με έναν τρόπο. Κι εγώ ο ίδιος το κάνω. Κάθομαι δηλαδή μια βαρετή μέρα στον καναπέ μου και βρίσκω τον εαυτό μου να σκρολάρω ασταμάτητα, βλέποντας πράγματα που δεν μπορώ να κατανοήσω γιατί μου αρέσουν, γιατί με εξιτάρουν. Προφανώς και μου καλύπτουν κάποια ανάγκη» τονίζει ο Σταύρος Πετρόπουλος.

«Το Τίποτα και τα Πάντα» - Λία Τσάλτα

«Το Τίποτα και τα Πάντα»
«Το Τίποτα και τα Πάντα» Λία Τσάλτα

Στην τρίτη μικρού μήκους ταινία της, «Το Τίποτα και τα Πάντα», η Λία Τσάλτα παρακολουθεί την στενή σχέση δύο γυναικών, οι οποίες βυθίζονται σε έναν ποιητικό κόσμο φθοράς, απουσίας και απώλειας. Η ζωή συναντά το θάνατο, αναδεικνύοντας το εφήμερο του ανθρώπινου βίου, μέσα από μια συγκινητική διαδικασία αποχαιρετισμού. Η ταινία γυρίστηκε στο αρχοντικό της Δουκίσσης Πλακεντίας τον Απρίλιο του 2024 και απέσπασε στο Φεστιβάλ Δράμας, το βραβείο Ειδικών και Οπτικών Εφέ:

«Πρόκειται για μια ιστορία μεταξύ δύο γυναικών. Η αρχική ιδέα γεννήθηκε από μια εικόνα που είχα ότι όταν φεύγουμε από τη ζωή, γινόμαστε φως. Θέλησα η σχέση μεταξύ των δύο χαρακτήρων να αποδίδεται με έναν πιο ποιητικό τρόπο. Θέλησα να είναι λίγο άχρονη ταινία για να αποτυπώνεται καλύτερα όλο αυτό το θέμα της φθοράς, μέσα από μικρές λεπτομέρειες.

«Το Τίποτα και τα Πάντα»
«Το Τίποτα και τα Πάντα» Λία Τσάλτα

Ουσιαστικά είναι ένας αποχαιρετισμός, που έχει να κάνει πολύ με τη φροντίδα. Προσπάθησα μέσα από τη διάδραση μεταξύ τους και τα αγγίγματα των δύο χαρακτήρων, να αποδώσω μια σχέση και το πώς αυτές οι δύο αποχωρίζονται.

Προσπαθήσαμε στις πρόβες να επεξεργαστούμε περισσότερο αυτό το ζήτημα. Φέραμε πολύ δικό μας υλικό σε σχέση με το ζήτημα του θανάτου. Κάναμε δηλαδή ένα παιχνίδι θανάτου, έτσι μου αρέσει να το αποκαλώ, με την Effi Rabsilber, την ηθοποιό που παίζει τη μεγαλύτερη γυναίκα και την Ελπινίκη Σαριπανίδου, η οποία είναι χορεύτρια. Οπότε έφεραν κι αυτές στις πρόβες πολύ δικό τους υλικό και το διαχειριστήκαμε κάπως έτσι» επισημαίνει η Λία Τσάλτα.

«Μαγκνταλένα Χάουζεν: Παγωμένος Χρόνος» - Γιάννης Καρπούζης

«Μαγκνταλένα Χάουζεν: Παγωμένος Χρόνος»
«Μαγκνταλένα Χάουζεν: Παγωμένος Χρόνος» Γιάννης Καρπούζης

Στην πρώτη του μικρού μήκους ταινία, «Μαγκνταλένα Χάουζεν: Παγωμένος Χρόνος», ο Γιάννης Καρπούζης παρουσιάζει ένα υβριδικό φιλμ που ερευνά την έννοια της πολιτικής ταυτότητας και τους κρυφούς μηχανισμούς της μνήμης. Η Μαγκνταλένα Χάουζεν ήταν Γερμανίδα φωτογράφος που κατάφερε να αιχμαλωτίσει την εικόνα του ανέμου σε μια φωτογραφία. Χρησιμοποιώντας τα εργαλεία του ντοκιμαντέρ, ο σκηνοθέτης καταθέτει μια υπέροχη ιστορία μυθοπλασίας, που σε γοητεύει.

Η αφήγηση της Χάνα Σιγκούλα και η μουσική της Ελένης Καραϊνδρου συμβάλλουν στο τελικό σαγηνευτικό αποτέλεσμα. Η ταινία απέσπασε τα Βραβεία Μοντάζ και Ενδυματολογίας, ενώ ο Γιώργος Φρέντζος απέσπασε ειδική μνεία για τη διεύθυνση φωτογραφίας. Σύντομα θα ταξιδέψει στα φεστιβάλ κινηματογράφου του Μίνστερ και του Κότμπους στη Γερμανία:

«Μαγκνταλένα Χάουζεν: Παγωμένος Χρόνος»
«Μαγκνταλένα Χάουζεν: Παγωμένος Χρόνος» Γιάννης Καρπούζης

«Η ιδέα για την ταινία ξεκίνησε το 2010-2011, όταν η χώρα βρισκόταν μέσα στη δίνη της κρίσης. Μου γεννήθηκε η ανάγκη να δημιουργήσω ένα γερμανικό χαρακτήρα, έναν ευρωπαϊκό χαρακτήρα, ο οποίος να ήταν σε κόντρα στις συνθήκες οι οποίες έφεραν την Ελλάδα σε αυτή τη συνθήκη της κατάρρευσης. Έτσι γεννήθηκε η Μαγκνταλένα Χάουζεν. Είναι μια γυναίκα η οποία έρχεται από το παρελθόν για να ερμηνεύσει το παρόν που ζούμε. Θα έλεγα ότι είναι μια γυναίκα με έντονη πολιτική ταυτότητα, η οποία διασχίζει μελαγχολικά το μεταμοντέρνο ευρωπαϊκό τοπίο. Μέσα σε αυτό, βιώνει τις ματαιώσεις και τις κρίσεις του γερμανικού ιδεαλισμού, του ευρωπαϊκού διαφωτισμού και του μαρξισμού της Αριστεράς. Προσπαθεί μέσα σε όλα αυτά να βρει κάποιες απαντήσεις για το παρόν της.

Η Μαγκνταλένα Χάουζεν είναι μια Ευρωπαία παλιάς κοπής. Είναι ένα γνήσιο παιδί της δεκαετίας του 1960. Είναι ακριβώς ο ευρωπαϊκός χαρακτήρας που εκφράζει μια αλληλεγγύη, μια αίσθηση αναζήτησης, τη φιλοσοφία, τη μελαγχολία, όλα αυτά τα πράγματα τα οποία είναι κόντρα σήμερα σε ένα κυρίαρχο μοντέλο, που βλέπουμε στην Ελλάδα και στην Ευρώπη. Θα έλεγα ότι αυτό το μοντέλο στερείται αξιών, στερείται πολιτικής αλληλεγγύης, στερείται ανάγκης για γνώση, για αναζήτηση, για τέχνη, για όλα αυτά» μας εξηγεί ο Γιάννης Καρπούζης.

«Μαγκνταλένα Χάουζεν: Παγωμένος Χρόνος»
«Μαγκνταλένα Χάουζεν: Παγωμένος Χρόνος» Γιάννης Καρπούζης

Η ταινία εντυπωσιάζει με τη φόρμα της, καθώς συνδυάζει το ντοκιμαντέρ με τη μυθοπλασία και τη φωτογραφία με τον κινηματογράφο:

«Η φόρμα της ταινίας είναι όντως ιδιαίτερη. Είναι ένα υβριδικό, ένα διαμεσικό έργο. Πατάει από τη μια στη φωτογραφία και από την άλλη στον κινηματογράφο. Το άλλο ιδιαίτερο στοιχείο που έχει η φόρμα, είναι ότι χρησιμοποιεί τεκμηριωτικές αφηγήσεις από το ντοκιμαντέρ, εργαλεία δηλαδή του ντοκιμαντέρ για να παράξει όμως μια ιστορία μυθοπλασίας. Οπότε βρίσκεται σε ένα υβριδικό χώρο μεταξύ ντοκιμαντέρ και μυθοπλασίας, μεταξύ πολιτικού και προσωπικού, μεταξύ φωτογραφίας και κινηματογράφου και μεταξύ βέβαια της κύριας αντίφασης που θέλει το έργο να βάλει, που είναι ο ακινητοποιημένος χρόνος και ο κινούμενος χρόνος και πώς αυτοί οι δύο μπορούν να συνδεθούν» τονίζει ο σκηνοθέτης.

«Φούιτ» - Αλέξανδρος Χαντζής

«Φούιτ»
«Φούιτ» Αλέξανδρος Χαντζής

Το «Φούιτ», η τέταρτη μικρού μήκους ταινία του Αλέξανδρου Χαντζή, προέκυψε από το ομώνυμο θεατρικό του έργο, που κέρδισε το Κρατικό Βραβείο Συγγραφής. Παρακολουθεί τον 40χρονο Σπύρο, που ζει στην επαρχία με την ηλικιωμένη μητέρα του και έχουν ένα παλιό αναψυκτήριο. Όνειρό του είναι να παίξει στην τοπική ομάδα ποδοσφαίρου. Όταν η ομάδα τον καλεί, η σύγκρουση με τη μητέρα του είναι αναπόφευκτη, αφού η ίδια έχει διαφορετικά πλάνα για το μέλλον του. Στον πρωταγωνιστικό ρόλο, ο Βαγγέλης Στρατηγάκος δίνει ένα πραγματικό ρεσιτάλ ερμηνείας. Η ταινία είναι εμπνευσμένη από τον θείο του σκηνοθέτη. Πώς ξεκίνησαν όμως όλα;

«Το 2020, στη διάρκεια της πρώτης καραντίνας, αποφάσισα να γράψω το πρώτο μου θεατρικό έργο. Δεν είχα ξαναγράψει για το θέατρο και αποφάσισα ότι θέλω να μιλήσω για τον θείο μου τον Σπύρο, που ήταν αδερφός της μάνας μου. Πέθανε το 2015. Έζησε και πέρασε όλη τη ζωή του στα Γρεβενά, τον τόπο καταγωγής της μαμάς μου. Ο θείος μου συγκέντρωνε κάποια χαρακτηριστικά ως άνθρωπος που τον έκαναν πάρα πολύ ενδιαφέροντα για μελέτη. Ένιωθα ότι είχε χαρακτηριστικά ανθρώπων που που θα τους λέγαμε, αν θέλουμε να τους πειράξουμε, γραφικούς. Είναι άνθρωποι που κυκλοφορούν ανάμεσά μας και σιγοψιθυρίζουμε πίσω από την πλάτη τους. Αυτός ως άνθρωπος τι είχε; Ήταν ανύπαντρος. Έμενε για πολλά χρόνια με τη μαμά του και ήθελε μέχρι μεγάλη ηλικία να γίνει ποδοσφαιριστής. Οπότε κάθε μέρα πήγαινε στο γήπεδο κι έπαιζε μπάλα μόνος του, αποκομμένος σταδιακά από την κοινωνία. Είχε έντονη μοναξιά και κάποια στιγμή άνοιξε και λειτουργούσε ένα αναψυκτήριο απέναντι από το γήπεδο με τη γιαγιά μου.

«Φούιτ»
«Φούιτ» Αλέξανδρος Χαντζής

Οι δυο τους ήταν ένα πάρα πολύ κλειστό σχήμα, μένοντας μαζί και δουλεύοντας σε αυτό το καφέ, το οποίο ουσιαστικά σιγά σιγά παρατήθηκε. Ήθελα λοιπόν να πω την ιστορία του θείου. Έγραψα ένα θεατρικό που ήταν η πραγματική ιστορία του θείου μου, μια όχι χαρούμενη ιστορία, καθώς δεν κατάφερε ποτέ να κάνει το όνειρό του πραγματικότητα. Όταν αυτό το θεατρικό λοιπόν το κατέθεσα και βραβεύτηκε στα Κρατικά Θεατρικά Βραβεία, το έδωσα στον φίλο μου, τον ηθοποιό Μάκη Παπαδημητρίου. Μου πρότεινε να το κάνω μια μικρού μήκους ταινία. Αποφάσισα λοιπόν να κρατήσω τους χαρακτήρες, να κρατήσω το θέμα αλλά να αναστρέψω λίγο την πραγματικότητα και να πάρει μια τροπή ταινία, που δεν πήρε ποτέ η πραγματική ζωή του θείου» αναφέρει ο σκηνοθέτης.

«Φούιτ»
«Φούιτ» Αλέξανδρος Χαντζής

Η ταινία ισορροπεί τέλεια μεταξύ δράματος και κωμωδίας:

«Η ισορροπία μεταξύ του δραματικού και του κωμικού είναι κάτι που μου αρέσει και στην ίδια τη ζωή, δηλαδή μου αρέσει στις ιστορίες που αφηγούμαστε ο ένας στον άλλον. Μου φαίνεται ότι η ίδια η ζωή έχει μέσα της το κωμικό και το τραγικό. Και μου αρέσει πολύ και αυτού του είδους το σινεμά και να το παρακολουθώ και να το φτιάχνω. Οπότε όλες μου οι ταινίες έχουν να κάνουν με αυτά τα δύο συναισθήματα που εμένα με συνεπαίρνουν.

Είναι η συγκίνηση, όταν δηλαδή με συγκινεί ένας άνθρωπος, χάνω το μυαλό μου και αυτό συμβαίνει αντίστοιχα και με κάτι πάρα πολύ αστείο. Οπότε νιώθω ότι αυτά τα δύο είναι η πεμπτουσία όλων των ιστοριών, που θέλω να πω. Γιατί όντως έτσι είναι η ζωή. Δεν μπορώ να δω μια τραγική ιστορία, χωρίς να έχει έστω μία λεπτή αίσθηση του χιούμορ και το ανάποδο: ότι πολλοί κωμικοί χαρακτήρες ζουν ένα δράμα. Οπότε θα έλεγα ότι αυτή είναι με κάποιο τρόπο, η ζωή μου. Όχι ότι είναι δραματική, αλλά αυτός είναι ο τρόπος που θα ήθελα να αφηγούμαι τις ιστορίες της ζωής μου» υπογραμμίζει ο Αλέξανδρος Χαντζής.

«Φούιτ»
«Φούιτ» Αλέξανδρος Χαντζής
Μετάβαση στις συντομεύσεις προσβασιμότητας
Κοινοποιήστε το άρθρο Σχόλια

Σχετικές ειδήσεις

48ο Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας: Χρυσός Διόνυσος στον Νεριτάν Ζιντζιρία για το «Noi»

3 ταινίες μικρού μήκους που ξεχωρίσαμε στο 47ο Φεστιβάλ Δράμας

Το αναλυτικό πρόγραμμα του 47ου Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας