Η ατμοσφαιρική ρύπανση, οι ακραίες θερμοκρασίες και τα χημικά ευθύνονται για το 18% των καρδιαγγειακών θανάτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Περιβάλλοντος
Μία στις πέντε καρδιαγγειακές απώλειες ζωής στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα μπορούσε να προληφθεί αν βελτιωνόταν το περιβάλλον, σύμφωνα με νέα έκθεση της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Περιβάλλοντος (EEA).
Η καρδιαγγειακή νόσος παραμένει η συχνότερη αιτία θανάτου στην ΕΕ, όπως επισημαίνει και η Ευρωπαϊκή Καρδιολογική Εταιρεία (ESC).
Το 2022, περισσότεροι από 1,7 εκατομμύρια άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους εξαιτίας της, αριθμός που αντιστοιχεί σε το ένα τρίτο όλων των θανάτων στα κράτη-μέλη εκείνη τη χρονιά.
Πέρα από το ανθρώπινο κόστος, οι καρδιαγγειακές παθήσεις συμβάλλουν σημαντικά στην αναπηρία, την πρόωρη συνταξιοδότηση και την απουσία από την εργασία, μειώνοντας την ποιότητα ζωής και το προσδόκιμο επιβίωσης.
Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, οι καρδιαγγειακές νόσοι κοστίζουν στην ΕΕ πάνω από 282 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως, εξαιτίας της μειωμένης παραγωγικότητας και της απώλειας οικονομικής απόδοσης.
Το περιβάλλον ως καθοριστικός παράγοντας
Εκτός από τα προσωπικά χαρακτηριστικά –όπως η ηλικία ή το οικογενειακό ιστορικό–, οι περιβαλλοντικοί παράγοντες παίζουν καίριο ρόλο στην ανάπτυξη καρδιαγγειακών παθήσεων.
Στην ΕΕ, η ατμοσφαιρική ρύπανση, οι ακραίες θερμοκρασίες και η έκθεση σε χημικές ουσίες εκτιμάται ότι προκαλούν τουλάχιστον το 18% όλων των θανάτων από καρδιαγγειακές παθήσεις.
Οι χώρες με το υψηλότερο ποσοστό θανάτων που συνδέονται με περιβαλλοντικούς κινδύνους είναι η Πολωνία (23,69%) και η Βουλγαρία (23,98%).
Αντίθετα, η Φινλανδία (9,72%) και η Σουηδία (10,01%) κατέγραψαν τα χαμηλότερα ποσοστά.
Η ρύπανση του αέρα και τα μικροσωματίδια
Σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Δίκτυο Καρδιάς (European Heart Network), η ατμοσφαιρική ρύπανση ευθύνεται για περίπου 8% των καρδιαγγειακών θανάτων στην ΕΕ κάθε χρόνο.
Τα αιωρούμενα μικροσωματίδια, που προέρχονται από εκπομπές οχημάτων, βιομηχανικές διεργασίες και καύση ορυκτών καυσίμων, καθώς και το διοξείδιο του αζώτου (NO₂) και το όζον (O₃), αποτελούν τους τρεις κύριους ρύπους που σχετίζονται με τις καρδιαγγειακές παθήσεις στην Ευρώπη.
Το 2022, η Πολωνία (82,32%) και η Ιρλανδία (81,83%) είχαν τα υψηλότερα ποσοστά πρόωρων θανάτων που οφείλονται στην έκθεση σε αιωρούμενα σωματίδια.
Αντίθετα, η Φινλανδία (5,48%) και η Εσθονία (11,21%) εμφάνισαν τα χαμηλότερα ποσοστά.
Η μακροχρόνια έκθεση σε αυτούς τους ρύπους συμβάλλει καθοριστικά στην πρόωρη θνησιμότητα και στην εμφάνιση χρόνιων καρδιαγγειακών παθήσεων, όπως εμφράγματα, εγκεφαλικά επεισόδια και καρδιακή ανεπάρκεια.
Ο θόρυβος των μεταφορών και οι πολιτικές της ΕΕ
Υπολογίζεται ότι περίπου 66.000 πρόωροι θάνατοι ετησίως στην ΕΕ οφείλονται στην έκθεση σε θόρυβο από τις μεταφορές, εκ των οποίων πάνω από το 30% σχετίζεται με καρδιαγγειακές αιτίες.
Οι ευρωπαϊκές πολιτικές και κανονισμοί για τη μείωση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης έχουν ήδη αποφέρει θετικά αποτελέσματα, μειώνοντας τα επίπεδα ρύπων και, κατά συνέπεια, τους σχετιζόμενους πρόωρους θανάτους.
Ωστόσο, παρά τη βελτίωση, το 95% των κατοίκων της ΕΕ —ιδίως όσοι ζουν σε αστικές περιοχές— εξακολουθούν να εκτίθενται σε επικίνδυνα επίπεδα ρύπανσης, άνω των ασφαλών ορίων που προτείνει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας.