Ζώντας ανάμεσα σε χιμπατζήδες στην Αφρική πριν από δεκαετίες, η Γκούντολ κατέγραψε τα ζώα να χρησιμοποιούν εργαλεία και να κάνουν άλλες δραστηριότητες που προηγουμένως θεωρούνταν αποκλειστικότητα των ανθρώπων
Η πρωτευοντολόγος και ακτιβίστρια Τζέιν Γκούντολ, γνωστή για την πρωτοποριακή έρευνα στους χιμπατζήδες και την παγκόσμια περιβαλλοντική της δράση, πέθανε σε ηλικία 91 ετών, ανακοίνωσε το ινστιτούτο που είχε ιδρύσει η ίδια.
Σύμφωνα με την ανάρτηση, η Γκούντολ πέθανε από φυσικά αίτια ενώ βρισκόταν στην Καλιφόρνια, στο πλαίσιο μιας περιοδείας της στις ΗΠΑ.
«Οι ανακαλύψεις της Δρ Γκούντολ ως ηθολόγου έφεραν επανάσταση στην επιστήμη και ήταν ακούραστη υπέρμαχος της προστασίας και της αποκατάστασης του φυσικού κόσμου» ανέφερε το ινστιτούτο.
Ζώντας ανάμεσα σε χιμπατζήδες στην Αφρική πριν από δεκαετίες, η Γκούντολ κατέγραψε τα ζώα να χρησιμοποιούν εργαλεία και να κάνουν άλλες δραστηριότητες που προηγουμένως θεωρούνταν αποκλειστικότητα των ανθρώπων και σημείωσε επίσης τις ξεχωριστές προσωπικότητές τους.
Ανέτρεψε τους επιστημονικούς κανόνες της εποχής, δίνοντας στους χιμπατζήδες ονόματα αντί για αριθμούς, παρατηρώντας τις ξεχωριστές προσωπικότητές τους, τις οικογενειακές σχέσεις τους και τα συναισθήματά τους.
Οι παρατηρήσεις της και οι επακόλουθες εμφανίσεις της σε περιοδικά και ντοκιμαντέρ τη δεκαετία του 1960 άλλαξαν τον τρόπο με τον οποίο ο κόσμος αντιλαμβανόταν όχι μόνο τους πλησιέστερους ζωντανούς βιολογικούς συγγενείς των ανθρώπων, αλλά και τη συναισθηματική και κοινωνική πολυπλοκότητα όλων των ζώων.
"Εκεί έξω στη φύση μόνος μου, όταν είσαι μόνος σου, μπορείς να γίνεις μέρος της φύσης και η ανθρωπιά σου δεν μπαίνει στη μέση", δήλωσε το 2021.
"Είναι σχεδόν σαν μια εξωσωματική εμπειρία όταν ξαφνικά ακούς διαφορετικούς ήχους και μυρίζεις διαφορετικές μυρωδιές και είσαι πραγματικά μέρος αυτού του εκπληκτικού μωσαϊκού της ζωής".
Η Γκούντολ αφιέρωσε τις τελευταίες δεκαετίες της ζωής της στην εκπαίδευση και την υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την προστασία του φυσικού κόσμου.
Με τη ήπια βρετανική προφορά της, ήταν γνωστή για την εξισορρόπηση της ζοφερής πραγματικότητας της κλιματικής κρίσης με ένα ειλικρινές μήνυμα ελπίδας για το μέλλον.
Ξεκινώντας από ένα παραθαλάσσιο χωριό της Αγγλίας, η πρωτευοντολόγος ταξίδεψε στην Αφρική και στη συνέχεια σε όλον τον κόσμο, σε μια προσπάθεια να μελετήσει τους χιμπατζήδες αλλά και τον ρόλο που διαδραματίζουν οι άνθρωποι στη διαφύλαξη του οικοτόπου τους και του πλανήτη γενικότερα. Ήταν πρωτοπόρος στον τομέα της, τόσο ως γυναίκα επιστήμονας τη δεκαετία του 1960, όσο και για το έργο της στη μελέτη των πρωτευόντων. Χάραξε την πορεία που θα ακολουθούσαν στη συνέχεια άλλες γυναίκες, όπως η Νταϊάν Φόσεϊ.
Έστρεψε επίσης την προσοχή του ευρύτερου κοινού στην άγρια φύση, με τη συνεργασία της με το National Geographic Society, προβάλλοντας τη ζωή των αγαπημένων χιμπατζήδων της σε ταινίες, τηλεοπτικά ντοκιμαντέρ και περιοδικά.
«Διαπιστώσαμε ότι, σε τελική ανάλυση, δεν υπάρχει κάποια γραμμή που να διαχωρίζει τους ανθρώπους από το υπόλοιπο ζωικό βασίλειο», είχε δηλώσει το 2002.
Μια εμβληματική εικόνα την έδειχνε να σκύβει απέναντι από το βρέφος χιμπατζή με το όνομα Flint. Ο καθένας έχει τα χέρια του τεντωμένα, απλώνοντας τα χέρια του προς τον άλλον.
"Αυτό που μου έμαθαν οι χιμπατζήδες όλα αυτά τα χρόνια είναι ότι μας μοιάζουν πολύ. Έχουν θολώσει τα όρια μεταξύ ανθρώπων και ζώων", είπε το 1997.
Το 2003 της απονεμήθηκε ο τίτλος Dame της Βρετανικής Αυτοκρατορίας και το 2025 τιμήθηκε με το Προεδρικό Μετάλλιο Ελευθερίας των ΗΠΑ.
"Οι πρωτοποριακές ανακαλύψεις της έχουν αλλάξει την κατανόηση της ανθρωπότητας για τον ρόλο της σε έναν αλληλένδετο κόσμο και η υπεράσπισή της έχει υποδείξει έναν μεγαλύτερο σκοπό για το είδος μας στη φροντίδα της ζωής σε αυτόν τον πλανήτη", αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση για το Βραβείο Τέμπλετον, το οποίο τιμά άτομα των οποίων το έργο ζωής ενσωματώνει τη συγχώνευση της επιστήμης και της πνευματικότητας.
Η Γκούντολ ονομάστηκε επίσης Αγγελιοφόρος της Ειρήνης των Ηνωμένων Εθνών και δημοσίευσε πολλά βιβλία, μεταξύ των οποίων και την αυτοβιογραφία "Λόγος για την ελπίδα", που έγινε μπεστ σέλερ.
Η Τζέιν Γκούντολ γεννήθηκε στο Λονδίνο το 1934 και μεγάλωσε στο Μπόρνμουθ, στα νότια παράλια της Αγγλίας. Από μικρή ονειρευόταν να ζήσει με τα άγρια ζώα. Είχε πει ότι το πάθος της για τα ζώα, ξεκινώντας από τον λούτρινο γορίλα που της δώρισε ο πατέρας της, υποδαυλίστηκε από τα βιβλία που διάβαζε όταν ήταν παιδί, τον «Ταρζάν» και τον «Δρ Ντούλιτλ».
Όταν τελείωσε το σχολείο, τα όνειρα μπήκαν στην άκρη, αφού δεν διέθετε τα οικονομικά μέσα για να σπουδάσει στο πανεπιστήμιο. Εργάστηκε ως γραμματέας και στη συνέχεια για μια κινηματογραφική εταιρεία, μέχρι που η πρόσκληση ενός φίλου να επισκεφθεί την Κένυα έφερε πιο κοντά της τη ζούγκλα και τους κατοίκους της. Μάζεψε χρήματα για το ταξίδι (με πλοίο) και έφτασε στην Αφρική το 1957. Εκεί, μια συνάντηση με τον διάσημο ανθρωπολόγο και παλαιοντολόγο Λούις Λίκι και τη σύζυγό του, την αρχαιολόγο Μαίρη Λίκι, στάθηκε καθοριστική: ήταν η αρχή του έργου της με τα πρωτεύοντα.
Με τη βοήθεια του Λίκι, η Γκούντολ ίδρυσε τον Δρυμό Χιμπατζήδων του Γκόμπι Στριμ–μετέπειτα Ερευνητικό Κέντρο Γκόμπι– κοντά στη λίμνη Τανγκανίκα της σημερινής Τανζανίας. Εκεί ανακάλυψε ότι οι χιμπατζήδες έτρωγαν κρέας, πολεμούσαν αγρίως μεταξύ τους και, το κυριότερο, κατασκεύαζαν εργαλεία για να ψαρεύουν και να τρώνε τερμίτες.
«Τώρα θα πρέπει να επαναπροσδιορίσουμε τα εργαλεία, να επαναπροσδιορίσουμε τον άνθρωπο ή να δεχτούμε ότι οι χιμπατζήδες είναι άνθρωποι», είπε δηλώσει ο Λίκι για την ανακάλυψή της.
Αν και τελικά διέκοψε την έρευνα για να σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ, η Γκούντολ παρέμεινε στη ζούγκλα επί πολλά χρόνια. Ο πρώτος σύζυγός της και στενός συνεργάτης της ήταν ο εικονολήπτης άγριας ζωής Χιούγκο φαν Λόουικ.
Μέσα από τα δημοσιεύματα και τα ντοκιμαντέρ του National Geographic, οι χιμπατζήδες του Γκόμπι Στριμ έγιναν οικεία πρόσωπα – ιδίως ένας που η Γκούντολ αποκαλούσε «Ντέιβιντ Γκριζογένη», από το ασημόχρωμο τρίχωμά του.
Σχεδόν τριάντα χρόνια μετά την άφιξή της στην Αφρική, είπε ότι αντιλήφθηκε πως δεν θα μπορούσε να προστατεύσει τους χιμπατζήδες χωρίς να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της εξαφάνισης του φυσικού περιβάλλοντός τους. Κατάλαβε ότι θα έπρεπε να φύγει από τη ζούγκλα, από το Γκόμπι, και να αναλάβει έναν ευρύτερο ρόλο για την προστασία του περιβάλλοντος. Το 1977 ίδρυσε το Ινστιτούτο Τζέιν Γκούντολ, έναν μη κερδοσκοπικό οργανισμό, που στηρίζει τις έρευνες στο Γκόμπι, τη διαφύλαξη του περιβάλλοντος και την ανάπτυξη στην Αφρική. Το έργο του ινστιτούτου έχει πλέον επεκταθεί σε όλον τον κόσμο.
Η ίδια άρχισε να ταξιδεύει –κατά μέσο όρο 300 ημέρες κάθε χρόνο– για συναντήσεις με αξιωματούχους σε όλον τον κόσμο και ομιλίες σε σχολεία και κοινότητες. Συνέχιζε αυτές τις περιοδείες μέχρι τέλους.
«Πάντα με εκπλήσσει αυτό το άτομο που ταξιδεύει παντού και κάνει όλα αυτά τα πράγματα. Αυτός ο άνθρωπος είμαι εγώ» είχε πει σε ένα ταξίδι της στο Μπουρούντι το 2014, σχολιάζοντας αυτήν την αλλαγή στη ζωή της, από τις μοναχικές ημέρες που παρατηρούσε τους χιμπατζήδες.
Η Γκούντολ έγραψε επίσης περισσότερα από 30 βιβλία με τις έρευνές της και άλλα δώδεκα που απευθύνονταν σε παιδιά.
Η ίδια είχε δηλώσει ότι δεν αμφέβαλε ποτέ για την ανθεκτικότητα του πλανήτη και την ικανότητα των ανθρώπων να ξεπερνούν τις περιβαλλοντικές προκλήσεις. «Ναι, υπάρχει ελπίδα… Είναι στα χέρια μας, στα χέρια σας, στα χέρια μου και σε εκείνα των παιδιών μας. Εξαρτάται πραγματικά από εμάς» είπε το 2002 προτρέποντας τους ανθρώπους να αφήσουν «τα πιο ελαφρά οικολογικά αποτυπώματα που είναι δυνατόν».
Η Γκούντολ είχε αποκτήσει έναν γιο, τον Γκραμπ, με τον φαν Λόουικ, με τον οποίο πήρε διαζύγιο το 1974. Το 1975 παντρεύτηκε τον Ντέρεκ Μπράισεσον, ο οποίος πέθανε το 1980.