Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, δέχεται αυξανόμενη πίεση από τη βάση των υποστηρικτών του, μετά την ανακοίνωση του υπουργείου την περασμένη εβδομάδα ότι δεν πρόκειται να δώσει στη δημοσιότητα περαιτέρω στοιχεία για την έρευνα
Το Υπουργείο Δικαιοσύνης των Ηνωμένων Πολιτειών ζήτησε από ομοσπονδιακό δικαστήριο να αποσφραγίσει μυστικά έγγραφα που σχετίζονται με την πολύκροτη υπόθεση του ατιμασμένου χρηματιστή Τζέφρι Έπστιν, ο οποίος αυτοκτόνησε το 2019 ενώ βρισκόταν προφυλακισμένος, κατηγορούμενος για σεξουαλική εκμετάλλευση και διακίνηση ανηλίκων.
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, βρίσκεται υπό αυξανόμενη πίεση από τη συντηρητική του βάση, μετά την ανακοίνωση του Υπουργείου την περασμένη εβδομάδα ότι δεν πρόκειται να δημοσιοποιήσει άλλο αποδεικτικό υλικό για την υπόθεση. Ο Τραμπ, στην προεκλογική του εκστρατεία, είχε υποσχεθεί διαφάνεια και δέσμευση για πλήρη αποχαρακτηρισμό των κυβερνητικών αρχείων που αφορούν τον Έπστιν.
Η ξαφνική όμως απόφαση της υπουργού Δικαιοσύνης Παμ Μπόντι, να σταματήσει η περαιτέρω δημοσιοποίηση, προκάλεσε έντονες αντιδράσεις στους υποστηρικτές του Ρεπουμπλικανού ηγέτη. Αρκετοί τον κατηγόρησαν ακόμη και για προσωπική εμπλοκή, λόγω των παλαιότερων δεσμών του με τον Έπστιν.
Τα πράγματα περιπλέχθηκαν περαιτέρω όταν η εφημερίδα Wall Street Journal (WSJ) αποκάλυψε ότι ο Τραμπ φέρεται να είχε στείλει ευχετήρια επιστολή στον Έπσταϊν το 2003, για τα 50ά του γενέθλια. Η επιστολή περιλάμβανε τη φράση «Χρόνια Πολλά – και κάθε μέρα να είναι ένα υπέροχο μυστικό», συνοδευόμενη από σκίτσο γυμνής γυναίκας, φερόμενο ως σχέδιο του ίδιου του Τραμπ, και βρέθηκε στο προσωπικό άλμπουμ του Έπσταϊν από την Γκισλέιν Μάξγουελ.
Ο Τραμπ αρνήθηκε κατηγορηματικά οποιαδήποτε εμπλοκή, λέγοντας: «Δεν έγραψα ποτέ αυτό το γράμμα. Αυτές δεν είναι οι λέξεις μου, ούτε ο τρόπος που μιλάω. Και, επίσης, δεν ζωγραφίζω». Ανήγγειλε δε αγωγή ύψους 10 δισεκατομμυρίων δολαρίων (8,6 δισ. ευρώ) κατά της WSJ, κατηγορώντας την για σκόπιμη δυσφήμιση και καταστροφική παραπληροφόρηση.
Η υπόθεση αυτή φαίνεται πως αποτέλεσε και τον καταλύτη για τη νέα απόφαση του Λευκού Οίκου να ζητήσει την αποσφράγιση των απομαγνητοφωνημένων πρακτικών από τις μυστικές καταθέσεις ενόρκων ενώπιον του ομοσπονδιακού σώματος (grand jury) στην υπόθεση Έπστιν — μια προσπάθεια του Τραμπ να απαλλαγεί από υπόνοιες και να αποκαταστήσει τη σχέση του με τους ψηφοφόρους του.
Οι ένορκες επιτροπές αποφασίζουν αν υπάρχουν επαρκή στοιχεία για άσκηση ποινικής δίωξης και οι διαδικασίες τους παραμένουν μυστικές, κυρίως για την προστασία μαρτύρων και μη κατηγορηθέντων προσώπων. Η αποσφράγιση τέτοιων πρακτικών είναι σπάνια και απαιτεί ειδική δικαστική έγκριση, διαδικασία που μπορεί να διαρκέσει μήνες.
Ακόμη κι αν τα πρακτικά δοθούν στη δημοσιότητα, αναλυτές εκτιμούν πως είναι απίθανο να περιλαμβάνουν αποκαλυπτικά στοιχεία ικανά να ικανοποιήσουν όσους βλέπουν πίσω από την υπόθεση θεωρίες συνωμοσίας. Η πραγματική διαμάχη αφορά χιλιάδες άλλα έγγραφα που διατηρούν οι αρχές — και τα οποία, πλέον, η κυβέρνηση Τραμπ δεν σκοπεύει να δημοσιοποιήσει.
Η πρώτη απόπειρα αποχαρακτηρισμού εγγράφων, τον περασμένο Φεβρουάριο, απέτυχε. Η Μπόντι είχε δηλώσει τότε πως οι αρχές επεξεργάζονται «φορτηγάκι» με υλικό που το FBI είχε παραδώσει. Έπειτα από πολυμηνιαίο έλεγχο, η ίδια ανακοίνωσε ότι δεν συντρέχουν λόγοι για περαιτέρω αποκαλύψεις, χωρίς να δώσει επαρκείς εξηγήσεις.
Η νέα απόφαση για αποσφράγιση των ενόρκων πρακτικών δίνει στην κυβέρνηση τη δυνατότητα να παραπέμψει τη συζήτηση στη δικαιοσύνη. Ωστόσο, η άρνηση να δοθούν στη δημοσιότητα τα υπόλοιπα αρχεία, πιθανότατα θα ενισχύσει τις θεωρίες συνωμοσίας και θα ασκήσει ακόμα μεγαλύτερη πίεση στον Τραμπ, ενόψει και των προεδρικών εκλογών του 2024.