Η Ιώ Βουλγαράκη παρουσιάζει στο Φεστιβάλ Αθηνών τον «Μητροφάγο» του Αργεντινού Ρόκε Λαρράκι, από τις 13-16 Ιουνίου, στην Πειραιώς 260.
Μετά την απροσδόκητη και συγκινητική «Άννα Καρένινα» στο θέατρο Θησείον, η Ιώ Βουλγαράκη επιστρέφει, παρουσιάζοντας για πρώτη φορά στην σκηνή στην Ελλάδα, τον «Μητροφάγο», το συναρπαστικό μυθιστόρημα του Ρόκε Λαρράκι. Η παράσταση ανεβαίνει στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου και παρουσιάζεται από την Παρασκευή 13 Ιουνίου μέχρι και την Δευτέρα 16 Ιουνίου στην Πειραιώς 260.
Η παραγωγή εντάσσεται στον κύκλο «Η σκηνή των βιβλίων», ο οποίος έχει να κάνει με παραστάσεις που γεννήθηκαν από ένα βιβλίο και φιλοξενούνται στο πλαίσιο της διοργάνωσης. Το βιβλίο του 50χρονου Αργεντινού συγγραφέα, που είναι ταυτόχρονα τρομακτικό κι αστείο, ευφυές κι αλλόκοτο, είναι ένας ακαταμάχητος συνδυασμός σουρεαλισμού και μαύρης κωμωδίας, που φτάνει στα όρια του παραλόγου, χάρη στην καυστική γραφή του. Δίνει την ευκαιρία στην σκηνοθέτρια να συστήσει στο ελληνικό κοινό την πολιτική αλληγορία που κτίζει ο Λαρράκι, αλλά και να σχολιάσει διάφορα επίκαιρα ζητήματα που έχουν να κάνουν με την πατριαρχία, την τοξική αρρενωπότητα, την απληστία για δύναμη και εξουσία.
Συναντήσαμε την Ιώ Βουλγαράκη και μιλήσαμε για τον κόσμο του «Μητροφάγου», για το έμφυλο πλαίσιο μέσα από το οποίο διάβασε το μυθιστόρημα, για την απάθεια που βρίσκεται στο επίκεντρο της παράστασης αλλά και του σύγχρονου κόσμου, για τη νέα της θέση στο Εθνικό Θέατρο, αλλά και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει σε προσωπικό και επαγγελματικό επίπεδο.
Πώς έπεσε στα χέρια σου το βιβλίο του Ρόκε Λαρράκι;
Μου έκανε εντύπωση ο τίτλος. Τον είδα στη ράχη του βιβλίου, μέσα στο βιβλιοπωλείο και μου τράβηξε κατευθείαν την προσοχή. Το αγόρασα αμέσως. Πρωταγωνιστές του μυθιστορήματος είναι μια ομάδα γιατρών, οι οποίοι είναι η επιτομή της τοξικής αρρενωπότητας, ένα μείγμα ματαιοδοξίας, μη αυτοπραγμάτωσης, απόλυτης μετριότητας στη δουλειά τους και ανταγωνισμού για το ποιος κάνει κουμάντο όλη την ώρα. Έχουν μια τρομερά ιεραρχική αντιμετώπιση του κόσμου, σεξισμό και ομοφοβία. Έχουν δηλαδή όλο το πακέτο, που συνοδεύεται από γελοιότητα. Ο συγγραφέας παίρνει αυτή τη γελοιότητα και της δίνει η εξουσία. Και ξαφνικά αυτοί οι τρομερά γελοίοι τύποι γίνονται ανεξέλεγκτα επικίνδυνοι. Η ομοιότητα με σημερινά πρόσωπα που βρίσκονται στην εξουσία είναι κάτι παραπάνω από προφανής.
Τι σε ενθουσίασε;
Νομίζω ότι αυτό που με ενθουσίασε πιο πολύ είναι ότι ένας άντρας γράφει τόσο ακομπλεξάριστα για το φύλο του. Είναι μια πολιτική αλληγορία για το σήμερα, η οποία έχει σαφώς έμφυλη βάση. Η δόση σεξισμού που βάζει να έχουν οι χαρακτήρες του, ο τρόπος που αντιμετωπίζουν τη γυναίκα και ο τρόπος που αντιμετωπίζουν ο ένας τον άλλον, έχει τρομερό ενδιαφέρον. Είναι πολύ σπάνιο να βρεις ένα τέτοιο κείμενο. Ο συγγραφέας τους γλεντάει κανονικά. Τολμά να αγγίξει με πολύ χιούμορ κι ωραίο τρόπο κάποια πράγματα στην τοξικότητα αυτής της πατριαρχίας. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση όταν το διάβασα. Είναι σαν να αυτοσαρκάζεται και ο ίδιος ο Λαρράκι και να λέει «Είμαστε όλοι μας ξεφτίλες». Είναι εξαιρετικά σπάνιο να βλέπεις την ανδρική πλευρά σε αυτό το έμφυλο θέμα. Το βρήκα πολύ γόνιμο, γιατί μου προσέφερε μια εξαιρετική ευκαιρία. Μας δείχνει ότι αυτό το πράγμα που ονομάζουμε πατριαρχία, διαλύει, καταστρέφει και τους ίδιους τους άνδρες. Καταστρέφει όλα τα φύλα. Είναι κάτι που το ξεχνάμε πολύ συχνά, γιατί υπάρχει θυμός και τραύμα, γιατί υπάρχει σύγκρουση και γιατί ο καθένας βιώνει μόνο τη δική του πλευρά. Είναι πολύ καλό να παρατηρούμε και την άλλη πλευρά, γιατί εμπνέει μια αλληλεγγύη που είναι αναγκαία σε αυτό το διάλογο για τις σχέσεις των δύο φύλων.
Είναι σάτιρα ή είναι κάτι πιο σκοτεινό και μαύρο;
Διαβάζοντάς το γελούσα. Αυτό ήταν που μου «άνοιξε την πόρτα» για να δω την πολιτική βάση του υλικού. Έχει πάρα πολλά σατιρικά στοιχεία. Κυριαρχεί το γκροτέσκο. Δηλαδή αυτή η γελοιότητα που κατασκευάζει ο συγγραφέας, έχει μέσα της και πολύ σουρεαλισμό. Ο Λαρράκι έχει καυστική γραφή. Εκεί όμως που έχεις την ασφάλεια ότι είσαι σε ένα τέτοιο περιβάλλον, ξαφνικά κάνει διάφορα twists και γίνεται αρκετά σκοτεινό, με τον τρόπο που συμβαίνει στη λατινοαμερικανική παράδοση.
Έχουμε να κάνουμε δηλαδή με ένα ρεαλιστικό κείμενο ή με το μαγικό ρεαλισμό των Λατινοαμερικανών;
Η γραφή δεν είναι ρεαλιστική. Έχει διάφορες αυθαιρεσίες. Πατάει σε κάτι που φαίνεται οικείο και μπορούμε να το αναγνωρίσουμε, αλλά στην υπερβολή του. Δηλαδή είναι τραβηγμένο. Οπότε όχι, δεν μπορείς να πεις ότι είναι ρεαλισμός. Έχει αρκετά το στοιχείο του παραλόγου. Εγώ εστίασα στην παράστασή μου κυρίως στο ζήτημα της πολιτικής αλληγορίας, γιατί οι επιστήμονες και το πείραμα το οποίο αποφασίζουν να κάνουν, είναι εντελώς αυθαίρετο, δεν έχει καμία επιστημονική βάση και επάρκεια. Δηλαδή δεν παρακολουθούμε στο έργο κάποια κορυφή της επιστήμης, που εγείρει το ερώτημα ποια είναι τα όρια της ηθικής. Κάθε άλλο.
Παρακολουθούμε ένα τσίρκο ανθρώπινων χαρακτήρων, που θέλουν πάρα πολύ να είναι η αφρόκρεμα της επιστήμης. Είναι ξεχασμένοι από το Θεό στα περίχωρα του Μπουένος Άιρες, δηλαδή για το φέρουμε στα ελληνικά δεδομένα σε ένα σανατόριο στην Κινέτα. Δεν έχουν πραγματώσει με κανέναν τρόπο τα όνειρά τους. Και τώρα είναι το momentum: Βρίσκεται ένας χρηματοδότης, ο οποίος ρίχνει χρήμα και πάνε να κάνουν αυτό που δεν έκαναν σε όλη τους τη ζωή.
Ποια είναι η σημερινή πολιτική προέκταση που βλέπεις μέσα από το βιβλίο;
Νομίζω ότι αυτή την στιγμή, αρχηγοί και πολιτικά πρόσωπα που είναι και γελοία και επικίνδυνα, ορίζουν τη μοίρα του κόσμου. Αυτό ζούμε. Είναι σαν να έχουμε αποδεχτεί τη γελοιότητα και είναι εντάξει. Είναι εδώ και κυβερνά παγκοσμίως. Μπορεί να μας ξαφνιάζει κάποιες στιγμές, αλλά σιωπηρά την αποδεχόμαστε και πέφτουμε ξανά σε λήθαργο. Είναι σαν να μην διαταράσσει τίποτα όλη αυτή την παρακμή που βιώνουμε.
Λαμβάνοντας υπόψη και τα τελευταία γεγονότα, το «διαζύγιο» Τραμπ-Μασκ, μήπως τελικά όλος ο κόσμος έχει γίνει μια σκηνή; Μήπως είμαστε θεατές σε ένα κακό θεατρικό έργο, σε μια ταινία; Μήπως δηλαδή τελικά ο κόσμος έχει εξοικειωθεί με αυτή την πολιτική κατάσταση με αυτή τη γελοιότητα και τη φτήνια στην παγκόσμια πολιτική σκηνή;*
Αυτό συμβαίνει όντως! Άρα έχουμε αποδεχτεί ότι τα ασήμαντα έχουν καταλάβει σημαντικό χώρο στη ζωή μας και τα σημαντικά δεν τα βλέπουμε καν. Χάνονται στον αέρα. Στην παράσταση εστιάζω με έναν τρόπο σε αυτό ακριβώς το ζήτημα. Δηλαδή υπάρχουν πράγματα που είναι καθοριστικά και θα έπρεπε να είναι το κομβικό γεγονός, όπως για παράδειγμα ο αποκεφαλισμός ενός ανθρώπου. Κι όμως δεν γίνεται τίποτε. Και υπάρχουν απολύτως ασήμαντα πράγματα, όπως η είσοδος των γιατρών στο χώρο, που έχει διάρκεια και μεγάλη σημασία. Αυτή η αντιστροφή του τι είναι σημαντικό και τι δεν είναι, η οποία αποτελεί κομμάτι της γελοιότητας που ζούμε και του παραλόγου, είναι βασικός μηχανισμός στην παράστασή μας.
Γιατί το γελοίο και το ασήμαντο έχουν πάρει τόσο χώρο στη ζωή μας και στη σύγχρονη πολιτική κοινωνική πραγματικότητα; Πού οδηγούμαστε;
Είναι σύνθετη απάντηση. Πιστεύω ότι αυτό συμβαίνει, γιατί ζούμε με ένα οικονομικό μοντέλο που έχει τελειώσει εδώ και καιρό, αλλά δεν υπάρχει άλλη λύση στον ορίζοντα. Οπότε οι νόμοι μιας αγοράς που έχει «παραδώσει», ορίζουν σήμερα τα πράγματα γύρω μας. Οπότε υπάρχει παγκοσμίως ένα κενό επόμενης πολιτικής πρότασης. Παράλληλα, ζούμε ένα βαθύ συντηρητισμό, όπου τα πράγματα πηγαίνουν προς τα πίσω και διακυβεύονται πάρα πολλά, όσον αφορά σε θέματα φύλων, δικαιωμάτων και κράτους δικαίου. Η κατάσταση αντί να βελτιώνεται, χειροτερεύει καθημερινά. Κάθε μέρα βλέπουμε να συμβαίνουν απίστευτα πράγματα.
Σε καθαρά ανθρώπινο επίπεδο;
Εκεί είναι πιο τρομερά τα πράγματα. Σε καθαρά ανθρώπινο επίπεδο καλλιεργείται η άποψη ότι δεν μπορεί να αλλάξει τίποτα. Αυτό τροφοδοτείται σε τέτοιο βαθμό που αρχίζεις και το πιστεύεις. Ολόκληροι μηχανισμοί ενισχύουν αυτό το αίσθημα της απελπισίας και της ματαιότητας. Όποτε αρχίζει ο κόσμος και αποσυνδέεται, συνηθίζει όλη αυτή την κατάσταση και ενισχύεται ο ατομικισμός. Υπάρχει παντελής αδιαφορία για το τι συμβαίνει γύρω μας. Αυτό βέβαια υπήρχε πάντα, αλλά τώρα έχει κορυφωθεί. Πλήττεται τελικά η ανθρωπιά μας. Γι’ αυτό και στην παράσταση με απασχολεί πολύ η έννοια της απάθειας. Από τι προκύπτει το αίσθημα ότι δεν νιώθω τίποτε; Λένε ότι όταν εμπλέκεσαι με κάτι κι έχεις ενσυναίσθηση, ο οργανισμός εκκρίνει διάφορες ορμόνες. Όταν όμως δεν αντιδράς και δεν τις κάνει κάτι, το σύστημα αρχίζει και παίρνει το μήνυμα ότι δεν χρειάζεται να κάνει κάτι. Δηλαδή αλλάζει το ορμονικό προφίλ. Αυτό το βρίσκω τρομερό. Η απάθεια γίνεται μία ιδιαίτερη ψυχοσωματική κατάσταση.
Αντιμετωπίζεται αυτή η απάθεια και η αδιαφορία;
Δεν ξέρω τι να σου απαντήσω, γιατί δεν έχω λύση, ούτε πρόταση. Ίσως η πρόταση να είναι: «Παιδιά, ας γυρίσουμε όλοι στις κοινότητες. Αποκέντρωση». Από την άλλη πλευρά, αισθάνομαι σε προσωπικό επίπεδο ότι πρέπει να βρω έναν άλλο δρόμο πορείας και επικοινωνίας, που να έχει ως βάση του, τη διαλεκτική. Δεν με ενδιαφέρει δηλαδή να εκτονώσω το θυμικό μου σε διάφορες περιστάσεις. Αυτό γίνεται από παντού και από όλους. Κάπου χάνεται η ουσία, χάνεις ακόμη και το δίκιο που μπορεί να έχεις σε κάποιο θέμα. Στο τέλος δεν μένει κάτι.
Εγώ πιστεύω ότι υπάρχουν πράγματα που δεν τα γνωρίζουμε. Είναι αθέατα, ίσως αόρατα. Αν μας τα επικοινωνήσουν σωστά, μπορούμε να αλλάξουμε εντελώς άποψη για κάποια ζητήματα. Απλά είναι αναγκαία η αμφιβολία. Να μην είμαστε δηλαδή σίγουροι για αυτά που πιστεύουμε. Να είμαστε έτοιμοι να μπούμε στα παπούτσια του άλλου για να δούμε γιατί το υποστηρίζει αυτό. Μπορεί να σοκαριστούμε από αυτό που θα ανακαλύψουμε. Αυτό είναι που με απασχολεί ιδιαίτερα: Μπορούμε να ανοιχτούμε στην εμπειρία του Άλλου, να ανοίξει η σκέψη μας προς την ετερότητα; Αυτό απαιτεί δουλειά.
Θέλω να επιστρέψουμε στο έμφυλο στοιχείο, που υπάρχει και σε αυτή την επιλογή σου. Το έμφυλο υπόβαθρο υπάρχει στις περισσότερες παραστάσεις σου. Γιατί σε απασχολεί τόσο πολύ;
Είναι η ταυτότητά μου. Η εμπειρία του κόσμου που έχω, είναι μέσα από το γεγονός ότι είμαι γυναίκα. Αυτό έχει υπάρξει σε πολλές φάσεις δύσκολο, τουλάχιστον όσον αφορά στις επιλογές που έχω κάνει, στον τρόπο που έχω ζήσει. Μεγάλωσα σε ένα σπίτι, το οποίο ενίσχυσε τη δυναμική μου, που ήθελε να μας μάθει να μη φοβόμαστε να λέμε αυτά που σκεφτόμαστε, να τα διαχειριζόμαστε μόνες μας. Οπότε είναι κάτι που είναι διαμορφωμένο μέσα μου, εδώ και πολλά χρόνια. Αυτή είναι η δική μου εμπειρία.
Σκέφτομαι όμως πολύ συχνά ότι είμαστε όλες μας φορείς ενός συλλογικού τραύματος, ανεξάρτητα από το αν έχουμε ζήσει κάτι ακραίο, είτε είναι σε επίπεδο σεξουαλικής παρενόχλησης ή έμφυλης διάκρισης. Μπορεί κάποιες να μην έχουμε βιώσει ακραία συμβάντα, αλλά έχουμε ζήσει πολλά αόρατα συμβάντα. Είμαστε δηλαδή οι θηλυκότητες κάπως σαν συγκοινωνούντα δοχεία σε αυτό το τραύμα. Οπότε αυτό είναι κάτι που με απασχολούσε πάντα. Από όταν θυμάμαι τον εαυτό μου, ήμουν πάντα σε διερώτηση σε σχέση με την ταυτότητά μου.
Πώς αισθάνεσαι εσύ αυτή την ταυτότητα;
Θυμάμαι μια φράση από το «Ορλάντο» της Βιρτζίνια Γουλφ, που σκηνοθέτησα πριν από σχεδόν 10 χρόνια, που μου άρεσε πολύ και τη χρησιμοποιώ. Έλεγε: «Μάλιστα, κύριοι, γυναίκα, αλλά κι ένα εκατομμύριο άλλα πράγματα». Αυτή τη φράση τη λατρεύω. Γιατί νιώθω ότι όλοι μας είμαστε πολλά πράγματα που συνθέτουν την ταυτότητά μας, πολλοί εαυτοί. Αλλάζουμε διαρκώς. Ευτυχώς, το ποιοι είμαστε είναι μια δυναμική κατάσταση. Η δική μου εμπειρία συγκρούεται πολύ συχνά με ό,τι καθορίζει έξωθεν ότι είμαι γυναίκα. Γιατί εγώ νιώθω ότι είμαι και γυναίκα, αλλά όχι μόνο.
Αυτή είναι μια σύγκρουση που με οδηγεί πολύ συχνά στην ανάγκη να ψάξω στις παραστάσεις μου τι είμαι και τι είμαστε. Τι έχει συγκροτήσει τον κόσμο έτσι ώστε τελικά το φύλο να έχει τόσο μεγάλη σημασία, να έχει τέτοιου είδους ρόλο. Κατά τη γνώμη μου, θα έπρεπε να έχει τον ρόλο που του αναλογεί. Είναι κάτι το να έχεις περίοδο, είναι κάτι το να γεννάς ή να μη γεννάς. Η δική μου φεμινιστική υπόσταση προκύπτει από αυτήν την ανάγκη. Δεν προέρχεται από ένα συγκεκριμένο τραύμα, αλλά από την ανάγκη ότι νιώθω πολύ συχνά την ταυτότητά μου πιο ρευστή και πιο ευρεία, από αυτήν που ο κόσμος προσπαθεί να μου φορέσει. Κι αυτό πιστεύω ότι ισχύει για όλους τους ανθρώπους. Αισθάνομαι πολύ έντονα ότι το φύλο μου γίνεται τελικά παρονομαστής, ενώ για μένα είναι ένα μόνο από τα χαρακτηριστικά μου.
Αυτή η διερώτηση είναι επώδυνη ή ανώδυνη για σένα;
Κάποιες φορές είναι και επώδυνη. Θα σου πω ένα παράδειγμα. Είχα την εμπειρία της εξωσωματικής γονιμοποίησης, που είναι μια εμπειρία αθέατου πένθους. Υπάρχει έντονο αυτό το στοιχείο, μέχρι να αποκτήσεις παιδί, γιατί περνάς από φάσεις που προσπαθείς και τα παιδιά δεν έρχονται. Εγώ ήμουν τυχερή. Είναι όμως ένα πολύ ευαίσθητο πεδίο, όπου δεν λαμβάνεις την απαραίτητη φροντίδα.
Θέλω να πω ότι εκεί που έχεις πραγματική ευαλωτότητα και χρειάζεσαι υποστήριξη και πλαισίωση, εκεί είσαι μόνη σου. Δηλαδή είσαι μόνη με το σύντροφό σου και τους δικούς σου ανθρώπους, αλλά στη μεγάλη εικόνα είσαι μόνη σου. Το ίδιο συμβαίνει και στη διαδικασία της υιοθεσίας. Αυτές είναι διαδικασίες που είναι έμφυλες και σχετίζονται άμεσα με το φύλο σου. Είναι κάτι αόρατο, που το κρύβουμε και αναλαμβάνουμε μόνες μας να τα βγάλουμε πέρα, χωρίς καμιά ουσιαστική βοήθεια από τους άλλους, την κοινωνία, την πολιτεία. Για όλες μας λοιπόν, υπάρχουν οι αόρατες, επώδυνες μάχες.
Πάμε στις ορατές «μάχες». Πριν λίγους μήνες ανέλαβες αναπληρώτρια καλλιτεχνική διευθύντρια στο Εθνικό Θέατρο. Ποια είναι η πρόκληση και ποιες είναι οι δυσκολίες που αντιμετωπίζεις;
Καταρχάς θέλω να τονίσω ότι είναι σημαντική η στιγμή που αναδείχθηκε ως καλλιτεχνική διευθύντρια η Αργυρώ Χιώτη, που είναι μεταξύ άλλων και γυναίκα. Είμαι ευγνώμων για την εμπιστοσύνη που μου έδειξε να σταθώ δίπλα της, σε αυτή τη θητεία. Τώρα ως προς την πρόκληση, γιατί όντως είναι πάρα πολλές οι προκλήσεις και υπάρχει ένα αίσθημα και χαράς και δέους, γιατί δεν είναι αυτονόητο ότι είσαι σε έναν τόσο ιστορικό θεσμό και οργανισμό και προσπαθείς να κάνεις κάτι, αυτό που μπορώ να σου πω είναι ότι έχει να κάνει άμεσα με το ποιος είναι ο άνθρωπος που ηγείται του θεσμού. Εγώ δέχθηκα την πρόταση της Αργυρώς και σε αυτήν την πρόταση είπα ναι. Θέλω να πω, δεν είναι μία θέση κι ένα πλαίσιο στο οποίο θα ήθελα να είμαι γενικώς, με οποιονδήποτε. Είναι η συγκεκριμένη προσωπικότητα, με τη συγκεκριμένη νοοτροπία και τον τρόπο που θέλει να παλέψει τα πράγματα και να τα προτείνει, που με εμπνέει και με κάνει να αισιοδοξώ.
Τι είναι αυτό που σε ιντριγκάρει σ’ αυτόν τον καινούργιο σου ρόλο;
Αυτό που έχει φέρει η Αργυρώ Χιώτη ως αίτημα και που εμπνέει και μένα, είναι να γίνει το Εθνικό θέατρο, ένα ζωντανό θέατρο. Να ζωντανέψει σε όλα τα επίπεδα: στις παραστάσεις και τις δράσεις που θα προτείνει, στον κόσμο που θα προσελκύσει. Στο να γίνονται πράγματα που θα πλαισιώνουν τις παραστάσεις και θα δημιουργούν ένα δίκτυο. Να υπάρχουν συζητήσεις, συνομιλίες και διάλογοι, ώστε οι άνθρωποι να θέλουν να έρθουν στο Εθνικό, όχι μόνο ένα βράδυ στις 9 παρά πέντε για να δουν μια παράσταση και να φεύγουν τρέχοντας στις 11. Να έρθουν και νωρίτερα και να παρακολουθήσουν μια διάλεξη που συνδέεται με τη θεματική του μήνα. Να έρθουν στο καφέ και να είναι όπως σε τόσα άλλα θέατρα στον κόσμο: να μπορείς να καθίσεις, να φας, να συζητήσεις, να ακούσεις κάτι, να παρακολουθήσεις κάτι. Αυτό δεν υπάρχει σήμερα. Είναι ένας πολύ μεγάλος οργανισμός με φοβερές δυνατότητες. Πρέπει να είναι σοβαρός, αλλά όχι σοβαροφανής. Πρέπει να έχει groove και να θέλουν οι άνθρωποι όλων των ηλικιών να δουν τι γίνεται εκεί. Αυτό είναι πολύ ελπιδοφόρο για μένα.
Σε τι φάση βρισκόσαστε τώρα;
Ουσιαστικά μαθαίνουμε τον οργανισμό. Γνωρίζουμε τους ανθρώπους που τον αποτελούν. Κάνουμε όνειρα και σχέδια για το άμεσο μέλλον. Βλέπουμε τι χρειάζεται να γίνει, ώστε αυτά τα όνειρα να γίνουν πραγματικότητα. Αυτοί οι πρώτοι μήνες είναι πολύ πυκνοί. Οι πληροφορίες που δεχόμαστε είναι πάρα πολλές.
Προσωπικά αισθάνεσαι ότι είσαι σε ένα μεταίχμιο, όσον αφορά στο δημιουργικό κομμάτι;*
Ο συγχρονισμός που συμβαίνει τώρα, δεν ήταν προγραμματισμένος. Εννοώ ότι ήξερα για την παράσταση στο Φεστιβάλ Αθηνών, πολύ πριν μου γίνει η πρόταση από την Αργυρώ Χιώτη για το Εθνικό Θέατρο. Είναι σίγουρα ένα δύσκολο και πολύ απαιτητικό στοίχημα. Αν το ήξερα, θα το διαχειριζόμουν αλλιώς. Δεν θα επέλεγα στην έναρξη αυτής της πορείας, να είμαι σε πρόβες στο Φεστιβάλ. Αυτή είναι η αλήθεια. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι θα πάψω να υπάρχω καλλιτεχνικά. Αυτό θα γίνει σε δεύτερο χρόνο. Γι’ αυτό, από ότι είδες, στον προγραμματισμό της επόμενης χρονιάς, δεν έχουμε ούτε η Αργυρώ, ούτε εγώ, κάποια σκηνοθεσία.
Αισθάνεσαι ότι πρέπει να αλλάξεις τον τρόπο που λειτουργείς στο θέατρο, μετά την ανάληψη των συγκεκριμένων καθηκόντων;
Όχι δεν το νομίζω, γιατί ποτέ δεν βιαζόμουν να περάσω από τη μια σκηνοθετική δουλειά στην άλλη. Κάνω άλλωστε πολύ αραιά πράγματα στο θέατρο. Δεν έκανα ποτέ πολλές δουλειές σε μια θεατρική σεζόν. Αυτό γιατί είχα πάντα την ανάγκη να παίρνω το χρόνο μου. Πρέπει να ερωτευτώ ένα υλικό για να ξεκινήσω, να κάνω το επόμενο βήμα μου. Δεν είχα λοιπόν ποτέ αυτήν την αγωνία. Είναι και θέμα ιδιοσυγκρασίας. Δεν το θεωρώ καλό ή κακό, είναι απλά θέμα προσωπικότητας. Υπάρχουν άνθρωποι που είναι πάρα πολύ δημιουργικοί και παραγωγικοί, δουλεύοντας συνέχεια. Εγώ δεν είμαι έτσι. Δεν θεωρώ ότι αναστέλλω το σκηνοθετικό μου κομμάτι, αν δεν δουλέψω για έναν χρόνο. Θα δούμε τι θα γίνει μετά. Κάτσε να μπούμε σε μια κανονική ροή. Δεν είναι καθόλου πιεστικό για μένα.
Τι είναι αυτό που μπορεί να είναι πιεστικό για σένα; Τι μπορεί να σε ζορίσει;
Αυτό που με στρεσάρει και που θέλει φροντίδα, είναι από την στιγμή που ήρθαν τα παιδιά στη ζωή μου, να διεκδικώ και να καταφέρνω να έχω ποιοτικό χρόνο μαζί τους. Όταν δεν το κάνω, παλεύω πάρα πολύ με την ενοχή. Νομίζω ότι η ενοχή είναι η μάχη κάθε γονέα. Αυτό βελτιώνεται μέσα στα χρόνια, αλλά με πολύ μικρά βήματα. Δηλαδή το διαχειρίζομαι καλύτερα σήμερα, από ότι όταν έκανα την Εκάβη. Γιατί και εσύ μεγαλώνεις μαζί με τα παιδιά. Δεν μεγαλώνουν μόνο τα παιδιά. Κι εσύ ωριμάζεις, όπως ωριμάζουν κι εκείνα, σε σχέση με αυτόν το ρόλο, που έχεις.
Δηλαδή αρχίζω να αντιλαμβάνομαι ότι είναι ωραίο τα παιδιά να μαθαίνουν ότι εγώ χαίρομαι με τη δουλειά μου, ότι έχουν μια μαμά που αγαπάει τη δουλειά της. Αυτό είναι καλό πράγμα. Άρα πρέπει να μεταδώσω ότι αυτό γίνεται, όχι γιατί με βάζει κανείς να δουλέψω ή είναι κάποιο κάτεργο, αλλά γιατί παίρνω χαρά μέσα από αυτή τη δουλειά. Αυτό δεν μπορείς να το δεις με την πρώτη. Θέλει να περάσεις πίστες. Οπότε κάνω μικρά βηματάκια σε αυτή την κατεύθυνση, αλλά δεν είναι ακόμα εύκολο. Με στρεσάρουν πράγματα της καθημερινότητας που είναι πολύ απλά. Είμαι, για παράδειγμα, τις προάλλες στην πρόβα και δεν μπορώ να πάω εγώ τα παιδιά στην παιδίατρο. Μου έρχεται στο κινητό το μήνυμα από τη συνταγή. Η αίσθηση ότι δεν είσαι εκεί, αλλά κάπου αλλού, ότι είσαι σε διαρκή εκκρεμότητα, είναι πολύ στρεσογόνα.
Έχεις φιλοδοξίες; Έχεις την ανάγκη να αποδείξεις κάτι;
Αυτή η ερώτηση είναι πολύ ενδιαφέρουσα. Ποιος δεν έχει φιλοδοξία; Από όταν θυμάμαι τον εαυτό μου, η έννοια της απόδειξης είχε να κάνει όμως με μένα, δηλαδή με την αίσθηση της διαρκούς υπέρβασης ενός προσωπικού ορίου. Δεν είχε να κάνει με το περιβάλλον και τους γονείς. Ίσα ίσα οι γονείς μου προσπαθούσαν να το σπάσουν όλο αυτό, το ότι ήμουν άριστη μαθήτρια και τελειομανής. Άρα η έννοια του να αποδείξω κάτι, έχει να κάνει αποκλειστικά με μένα. Είναι μια εγγενής μου διάθεση. Είναι ένα ζωογόνο αίσθημα, ότι μπορώ κι άλλο. Δεν είναι το θέμα μου η αριστεία, αλλά ότι έχω αντοχές. Είναι μια επιβεβαίωση ότι είμαι ζωντανή.
Πρέπει να ομολογήσω ότι αυτό με βοήθησε πάρα πολύ στις σπουδές μου στο Πανεπιστήμιο Gitis στη Μόσχα, το οποίο έχει μια πολύ σκληρή εκπαίδευση. Δεν είναι για όλους. Μπορεί να σε διαλύσει. Εγώ κούμπωσα σε όλο αυτό. Και για να επιστρέψω στο έμφυλο στοιχείο που συζητούσαμε, αν πάω πίσω στο χρόνο και στις γυναίκες της οικογένειάς μου διαγενεαλογικά, πρέπει να αναφέρω ότι όλες τους βάσισαν τη ζωή τους στο μότο «Μπορώ και μόνη μου!». Υπάρχει σε αυτό λοιπόν μια γραμμή που πλέον την αναγνωρίζω, ένα αίτημα δηλαδή αυτονομίας, το οποίο βλέπω τώρα και στην κόρη μου. Αυτή είναι η φιλοδοξία μου: να μην εγκαταλείπω. Δεν μπορώ την αίσθηση ότι τα πράγματα είναι στάσιμα. Θέλω νέες προκλήσεις.
Μπορείς όμως να βάλεις όρια σε αυτές τις νέες προκλήσεις; Σε αυτά που θέλεις να κάνεις;
Είμαι επιρρεπής στις νέες προκλήσεις (γέλια). Μεγαλώνοντας όμως, αισθάνομαι ότι γίνομαι καλύτερη με την οριοθέτηση των πραγμάτων. Δεν είναι το δυνατό μου σημείο. Σίγουρα βρίσκομαι σε ωριμότερη φάση τώρα στα 40 μου, από ότι στα 30 μου. Όλο αυτό βέβαια γίνεται με πολλή δουλίτσα (γέλια).
Τι είναι αυτό που θέλεις μετά τον «Μητροφάγο»;
Από την μία πλευρά έχουμε πολλά ωραία πράγματα μπροστά μας στο Εθνικό Θέατρο. Θέλω να διατηρήσουμε τη χαρά που έχουμε τώρα. Να μην τη χάσουμε και να διατηρήσουν αυτή τη χαρά και οι υπόλοιποι που δουλεύουν μαζί μας. Θέλω να συγκεντρωθώ σ’ αυτό. Από την άλλη πλευρά, θέλω να ευχαριστηθώ τη νέα φάση των παιδιών μου. Είναι 4 ετών και πλέον αρθρώνουν σκέψη. Έχουν φαντασία και συναίσθημα. Η ισορροπία ανάμεσα σε αυτά τα δύο είναι αυτό που θέλω πάνω από όλα. Όλα τα υπόλοιπα θα γίνουν.
Η ιστορία του «Μητροφάγου» του Ρόκε Λαρράκι
Η ιστορία του Μητροφάγου διαδραματίζεται το 1907 σε ένα σανατόριο των προαστίων του Μπουένος Άιρες, όπου μια ομάδα γιατρών αποφασίζουν να υλοποιήσουν ένα τερατώδες πείραμα με στόχο να διερευνήσουν το όριο μεταξύ ζωής και θανάτου. Όλοι άνδρες, οι γιατροί του σανατορίου με ένα δικαίωμα που μοιάζει από πάντα κεκτημένο, παρά την ελάχιστη αρχικά ηθική τους αντίσταση, ορίζουν τις ζωές δεκάδων ανθρώπων και ενορχηστρώνουν μια δυστοπία από την οποία ούτε οι ίδιοι ασφαλώς βρίσκουν την έξοδο. Παράλληλα, όσο το πείραμα εξελίσσεται, μια γυναίκα, η προϊσταμένη των νοσηλευτριών, αποτελεί το αντικείμενο του πόθου όλης της επιστημονικής ομάδας.
Η παράσταση είναι μια αλληγορία για την ανθρωπότητα σήμερα, μια σάτιρα της τοξικής αρρενωπότητας με λυρικές παρεκβάσεις. Μέσα από την ιστορία μιας ομάδας τρομερά γελοίων, αναπάντεχα επικίνδυνων αλλά και μέτριων επιστημόνων, επιχειρεί την ανατομία μιας απάθειας. Ανάμεσα σε αποκεφαλισμούς, φορεία, στύσεις, τσιγάρα, ψηφοφορίες, ανδρικές φαντασιώσεις, κάποιο θεμελιώδες εξάρτημα της ανθρώπινης φύσης καταστρέφεται ολοσχερώς. Αφήνει ίχνη άραγε αυτή η καταστροφή;
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
Σκηνοθεσία – Δραματουργία Ιώ Βουλγαράκη Διασκευή – Συνεργασία στη δραματουργία Σοφία Ευτυχιάδου Σκηνικό Μαγδαληνή Αυγερινού Κοστούμια Βασιλική Σύρμα Μουσική Νίκος Γαλενιανός Κίνηση Κατερίνα Φώτη Σχεδιασμός φωτισμού Αλέκος Αναστασίου Σχεδιασμός βιντεοπροβολών Μαύρα Γίδια / Μάριος Γαμπιεράκης, Χρυσούλα Κοροβέση Βοηθός σκηνοθέτιδας Μάγια Κυριαζή Ηχοληψία Brian Coon Βοηθός σκηνογράφου Μυρτώ Σταματοπούλου Α΄ βοηθός ενδυματολόγου Νάντα Αμπντράμπο Β΄ βοηθός ενδυματολόγου Σταύρος Χρονόπουλος Συνεργάτιδα εκτέλεσης παραγωγής Αγγέλικα Σταυροπούλου Κατασκευή σκηνικού ergon-ioannou Μοδίστρα Ευαγγελία Τσιούνη Ράφτης Γιώργος Παρλιάρος Γ΄ βοηθός ενδυματολόγου – μαθητευόμενη Στέλλα Σταμούλη Παίζουν (αλφαβητικά) Δημήτρης Δρόσος, Μαργαρίτα Κλάγκου, Νικόλας Παπαδομιχελάκης, Διονύσης Πιφέας, Αινείας Τσαμάτης, Νικόλας Χανακούλας, Χριστίνα Χριστοδούλου Οργάνωση – Εκτέλεση παραγωγής LEFOU Productions / Βάσια Ατταριάν, Σεραφείμ Ράδης
Το βιβλίο του Ρόκε Λαρράκι Μητροφάγος (Roque Larraquy, La comemadre, 2010, 2η έκδ. Fulgencio Pimentel, 2022) κυκλοφορεί στα ελληνικά σε μετάφραση Έφης Γιαννοπούλου από τις εκδόσεις Αντίποδες (2022).
INFO
Πειραιώς 260
13-16 Ιουνίου
Έναρξη: 21.00
Διάρκεια: 100΄