«Κάθε φορά που πιάνω το πινέλο, είναι ζήτημα ζωής ή θανάτου», λέει η Σίλια Πολ. Χωρίς πόζα, οι πίνακές της μιλούν για τρυφερότητα, πνευματικότητα και τους πιο δικούς της.
Η Βρετανίδα ζωγράφος Σελία Πολ λέει πως δεν βγαίνει συχνά έξω. Προτιμά την οικειότητα του στούντιό της στο κέντρο του Λονδίνου. Είναι και το σπίτι της και αποτελεί ένα απαραίτητο καταφύγιο για κάποιον που αναζητά διαρκώς μέσα του.
Με αυτό κατά νου, η πρόσφατη επίσκεψή της στην Πολωνία ήταν ακόμη πιο ξεχωριστή, καθώς είναι μία από τις καλλιτέχνιδες που παρουσιάζονται στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης στη Βαρσοβία, στο πλαίσιο της νέας έκθεσης με τίτλο «Το Γυναικείο Ζήτημα 1550–2025».
Τον Μάρτιο του 2025 το The New York Review of Books δημοσίευσε το δοκίμιό της «Ζωγραφίζοντας τον εαυτό μου», όπου διερευνά το γυναικείο βλέμμα, τη συγκρότηση της ταυτότητας μέσω της δημιουργίας και το πώς οι γυναίκες γίνονται αντιληπτές και εκπροσωπούνται στον πολιτισμό και την τέχνη.
Καθώς υπήρξε μοντέλο και μούσα ανδρών καλλιτεχνών, η Πολ λέει ότι χρειάστηκε θάρρος για να αρχίσει να ζωγραφίζει τον εαυτό της. Έτσι, ξεκινήσαμε τη μακρά μας συζήτηση ζητώντας της να μας μιλήσει για τη βιογραφία της, τον εραστή της Λούσιαν Φρόιντ και τις σημαντικότερες σχέσεις της ζωής της.
Euronews Culture: Ποια είστε; Είναι μια ερώτηση που μπορείτε να απαντήσετε εύκολα;
Σελία Πολ: Λοιπόν, μπορώ να την απαντήσω βασικά. Μπορώ απλώς να πω ότι είμαι η Σελία Πολ. Βεβαίως είμαι ζωγράφος, απολύτως. Ζωγραφίζω πάνω κάτω κάθε μέρα της ζωής μου από τότε που ήμουν 15. Ναι, όλα τα άλλα είναι δευτερεύοντα.
Είστε η δική σας μούσα;
Φυσικά. Δηλαδή... η λέξη «μούσα» έχει γίνει κάπως... τετριμμένη, αλλά ζωγραφίζω τον εαυτό μου, όπως και ανθρώπους που γνωρίζω.
Είναι δύσκολο να ζωγραφίζετε τον εαυτό σας και, ίσως, να ακούτε και την κριτική;
Δεν με ενοχλεί η κριτική, γιατί... ξέρετε, δεν γίνεται αλλιώς. Αλλά αμφισβητώ διαρκώς τον εαυτό μου και μου πήρε πολύ χρόνο για να μπορέσω να ζωγραφίσω τον εαυτό μου. Μπορούσα να ζωγραφίζω άλλους ανθρώπους που γνώριζα καλά, αλλά δεν μπορούσα να ζωγραφίσω εμένα μέχρι που ήμουν πολύ μεγαλύτερη.
Γιατί;
Νομίζω ότι εν μέρει φταίει η επιφάνεια του καθρέφτη, πρέπει να είσαι τόσο ακίνητη μπροστά στο γυαλί. Και όταν ζωγραφίζεις άλλους ανθρώπους, είναι πάντα ελαφρώς σε κίνηση και μπορούν να στρέψουν αλλού το κεφάλι τους, ενώ όταν κοιτάς στον καθρέφτη δεν μπορείς να το κάνεις αυτό... οπότε υπάρχει μια ένταση. Το βλέμμα στον καθρέφτη. Όταν όμως μεγάλωσα άρχισα να ανατρέχω σε φωτογραφίες μου και σε πίνακες μου, κι έτσι απέκτησα μια εξωτερική ματιά στον εαυτό μου, που ήταν ευκολότερη και κάπως πιο αληθινή σε σχέση με το πώς νιώθω μέσα μου.
Πώς ήταν η Σελία Πολ πριν βρει το θάρρος να αρχίσει να ζωγραφίζει τον εαυτό της και πώς μετά;
Ήμουν παιδί, οπότε ήμουν διαφορετική. Γεννήθηκα στην Ινδία, στην πραγματικότητα. Οι γονείς μου ήταν ιεραπόστολοι, χριστιανοί ιεραπόστολοι. Και όταν επιστρέψαμε στην Αγγλία όταν ήμουν πέντε, ο πατέρας μου έγινε επικεφαλής μιας ευαγγελικής χριστιανικής κοινότητας σε ένα από τα πιο όμορφα μέρη της Αγγλίας, στη Δύση, δίπλα στη θάλασσα. Στην πρώιμη εφηβεία μου η φύση έγινε ολοένα και πιο σημαντική για μένα. Και οι πρώτοι μου πίνακες ήταν για την ομορφιά της φύσης, όχι τοπία, αλλά λουλούδια και αντικείμενα που έβρισκα και έφτιαχνα με αυτά είδος νεκρών φύσεων. Αυτό ήταν που με έβαλε στη Σχολή Καλών Τεχνών Σλέιντ όταν ήμουν μόλις 16. Έτσι, μετακόμισα από ένα πολύ απομονωμένο μέρος του Ντέβον στο κέντρο του Λονδίνου στα 16 μου, όπου ήμουν πολύ μόνη. Και πέρασα από τη δουλειά με τη φύση στη δουλειά με ανθρώπους, γιατί η έμφαση ήταν στο σχέδιο από ζωντανό μοντέλο, στο γυμνό. Και έτσι άρχισα να ενδιαφέρομαι για τη ζωγραφική ανθρώπων.
Αλλά η πρώτη πραγματική τομή μου ήταν όταν ζωγράφισα τη μητέρα μου. Άρχισε να μου ποζάρει όταν ήμουν 17 και συνειδητοποίησα ότι αυτό είναι το θέμα μου, η μητέρα μου είναι το θέμα μου. Και συνέχισε να μου ποζάρει δύο φορές την εβδομάδα επί 30 χρόνια, μέχρι που έγινε πολύ μεγάλη για να ανεβαίνει τα 80 σκαλιά ως το στούντιό μου.
Τι βλέπατε στη μητέρα σας που σας ενδιέφερε περισσότερο;
Πιστεύω ότι είναι κρίσιμο να ζωγραφίζει κανείς αυτό που σημαίνει κάτι για τον ίδιο. Αν δεν έχεις κάτι επείγον να εκφράσεις, δεν έχει νόημα να ζωγραφίζεις, και το πρόσωπο που σήμαινε περισσότερο για μένα ήταν η μητέρα μου. Νομίζω πως φαίνεται σε όλα τα μεγάλα πορτρέτα: αν ο καλλιτέχνης αγαπά το πρόσωπο που ποζάρει, συμβαίνει κάτι διαφορετικό. Το βλέπεις, για παράδειγμα, στους πίνακες του Ρέμπραντ με τη μητέρα του. Κι εγώ ήθελα αυτή την ένταση.
Βάζετε και τον ρομαντικό έρωτα στους πίνακές σας;
Πιο πρόσφατα, ναι, αλλά παλιότερα... είμαι μία από πέντε αδελφές, οπότε τις ζωγράφισα, και ιδιαίτερα τη μικρότερη αδελφή μου, την Κέιτ. Όταν όμως καταπιάστηκα με θέματα ρομαντικού έρωτα, δεν δούλεψα από το ζωντανό. Δούλεψα είτε από ζωγραφικούς πίνακες... σκεφτόμουν πολύ έναν πίνακα του Τζορτζιόνε, τη 'La Tempesta', που είναι ίσως μία από τις πιο ρομαντικές εικόνες ενός άντρα και μιας γυναίκας. Και ύστερα από φωτογραφίες που ζωγράφισα: από μένα όταν ήμουν νέα και τον εραστή μου, τον Λούσιαν Φρόιντ, που γνώρισα στα 18 μου στη Σχολή Τέχνης Σλέιντ, όπου ήταν διδάσκων. Εκείνος ήταν 55 και είχα μια πολύ μακρά σχέση μαζί του, και στην αρχή ήμουν πολύ ερωτευμένη μαζί του.
Τι μαθαίνετε για τον εαυτό σας στη διάρκεια των ωρών που ζωγραφίζετε;
Κάθε φορά που πιάνω το πινέλο και ζωγραφίζω, το νιώθω σαν κρίση, είναι ζήτημα ζωής ή θανάτου.
Γιατί, λοιπόν, αξίζει;
Επειδή προσπαθώ να πετύχω μια ένταση, να συλλάβω τη στιγμή καθώς περνά. Ο χρόνος είναι κάτι εξαιρετικό και ανέκαθεν, από την αρχή, είχα αυτή την αίσθηση, υποθέτω, της ζωής και του θανάτου. Νομίζω ότι έχει να κάνει με το ότι μεγάλωσα σε θρησκευόμενη οικογένεια, αυτή την αίσθηση ότι... αυτή η ζωή δεν θα κρατήσει για πάντα.
Αισθάνεστε ότι είστε θρησκευόμενη σήμερα;
Αυτή είναι τόσο δύσκολη ερώτηση... Προτιμώ τη λέξη «πνευματική». Δηλαδή, το μόνο που μετρά για μένα στην τέχνη, πραγματικά, είναι το πνευματικό. Με ελκύει η ακινησία σε έναν πίνακα ή σε ένα έργο τέχνης. Αυτή είναι η ποιότητα που αναζητώ. Και η ομορφιά.
Τι σας αρέσει περισσότερο στους πίνακές σας;
Πιστεύω ότι πρέπει να υπάρχει ένα αληθινό συναίσθημα, που είναι αρκετά δύσκολο να οριστεί, αλλά καταλαβαίνεις πότε κάτι είναι ψεύτικο. Δεν μιλώ για το αν έχει γίνει από τεχνητή νοημοσύνη ή όχι, αλλά αντιλαμβάνεσαι αν το συναίσθημα είναι ψεύτικο και αν ίσως δεν υπήρχε ανάγκη αυτός ο άνθρωπος να ζωγράφίσει αυτόν τον πίνακα. Μπορείς πραγματικά να νιώσεις αν υπάρχει αναγκαιότητα σ’ ένα έργο τέχνης, και αυτό αναζητώ.
Και ποιο συναίσθημα βλέπετε όταν κοιτάζετε τους παλιότερους πίνακές σας;
Προσπαθώ πάντα να αφιερώνω πολύ χρόνο απλώς σκεπτόμενη πού βρίσκεται τώρα η ζωή μου, τι μετρά για μένα τώρα. Και αυτό αλλάζει συνεχώς. Πριν από τρία χρόνια πέθανε ο σύζυγός μου, ο Στίβεν Κούπφερ, και μεγάλο μέρος της δουλειάς μου έκτοτε έγινε γύρω από το πένθος, γιατί μέσα σε λίγα χρόνια πέθαναν ο Λούσιαν Φρόιντ, η μητέρα μου και ο Στίβεν. Και αυτοί οι τρεις άνθρωποι ήταν τρομερά σημαντικοί για μένα. Έτσι άρχισα να σκέφτομαι πολύ το πένθος σε όλη μου τη δουλειά και το παρελθόν. Και νομίζω ότι σταδιακά απομακρύνομαι από αυτό και θέλω να στραφώ σε κάτι πιο τρυφερό, νομίζω, και πιο συμπονετικό.
Μετά από κάποια χρόνια, βλέπετε αλλιώς το πένθος;
Πιστεύω ότι όποιος έχει βιώσει πένθος ξέρει ότι έρχεται κατά κύματα και ότι στην πραγματικότητα τίποτα δεν είναι ποτέ το ίδιο μετά. Αλλά με έναν παράξενο τρόπο, ένιωσα πολύ απελευθερωμένη, επειδή τώρα είμαι εντελώς μόνη. Και στην πραγματικότητα είναι συναρπαστικό να είμαι μόνη. Μπορώ να κάνω ό,τι θέλω, όποτε θέλω. Και η δουλειά μου γίνεται ολοένα και πιο δυνατή, πιο μεγάλη και πιο τολμηρή. Ανυπομονώ τόσο να επιστρέψω στο στούντιο καθώς σας μιλώ (χαμογελά).
Μου είπατε επίσης πριν από τη συζήτησή μας ότι δεν βγαίνετε πολύ, δεν ταξιδεύετε πολύ. Βρίσκετε την ηρεμία σας στον χώρο σας, στο στούντιό σας;
Ναι, δουλεύω στο ίδιο στούντιο στο Μπλούμσμπερι, ακριβώς απέναντι από το Βρετανικό Μουσείο, με θέα στον προαύλιο χώρο του. Είμαι εκεί από τα 22 μου. Δεν νομίζω ότι θα μπορούσα να δουλέψω αλλού με τον ίδιο τρόπο. Είναι ο δρόμος όπου ζω, το στούντιό μου είναι και το σπίτι μου· είναι ένας από τους πιο θορυβώδεις δρόμους του Λονδίνου, αλλά με κάποιον τρόπο το στούντιό μου έχει αυτή την εκπληκτική σιωπή, εξαιτίας όλων των ανθρώπων που μου έχουν ποζάρει στη σιωπή, γιατί πάντα ζωγραφίζω στη σιωπή. Και εξαιτίας του χρόνου που έχω περάσει μόνη μου, σκεπτόμενη. Νομίζω ότι από παιδί είχα πάντα αυτή την ποιότητα της ακινησίας, ακόμη κι όταν ήμουν πολύ μικρή, παιδί στον κήπο στην Ινδία. Καθόμουν με τις ώρες χωρίς να κουνιέμαι, πράγμα αρκετά παράξενο για ένα παιδί, γιατί τα παιδιά συνήθως είναι ζωηρά, αλλά εγώ δεν ήμουν έτσι.
Εσωτερικά είστε επίσης ακίνητη; Ή υπάρχει χάος μέσα σας;
Όχι, είμαι αγχώδης άνθρωπος, ανησυχώ πολύ, κυρίως για τη ζωγραφική μου. Δεν νομίζω ότι είμαι χαοτική, σκέφτομαι με αυστηρότητα, διαβάζω πολύ και η δουλειά μου έχει σε μεγάλο βαθμό να κάνει με ιδέες.
Ας μιλήσουμε λίγο για αυτή την έκθεση. Είμαστε εδώ στη Βαρσοβία και είναι κάτι πολύ ιδιαίτερο. Εδώ εκτίθενται μόνο έργα γυναικών καλλιτεχνών. Πώς σας κάνει να αισθάνεστε; Ο πίνακάς σας βρίσκεται ανάμεσα σε όλες αυτές τις σπουδαίες καλλιτέχνιδες και είστε κι εσείς εδώ;
Αυτό που με εντυπωσιάζει ιδιαίτερα είναι ότι για κάθε έργο τέχνης εδώ χρειάστηκε αγώνας. Μια γυναίκα καλλιτέχνιδα πρέπει πραγματικά να παλέψει για την ελευθερία της με τρόπο πολύ διαφορετικό από έναν άνδρα καλλιτέχνη. Υπάρχει ακόμη αυτή η προσδοκία ότι η γυναίκα πρέπει να είναι φροντίστρια, στήριγμα, ανεξαρτήτως θέσης ή επαγγέλματος, και έτσι, για κάθε γυναίκα που έχει δημιουργήσει εδώ ένα έργο τέχνης, χρειάστηκε να παλέψει για τον χώρο της.
Οι πίνακες της Σελία Πολ εκτίθενται στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης στη Βαρσοβία στο πλαίσιο της έκθεσης The Woman in Question 1550-2025που διαρκεί έως τις 3 Μαΐου 2026.