Μια νέα ανάλυση δείχνει ότι οι ιογενείς λοιμώξεις αυξάνουν τον κίνδυνο για την υγεία της καρδιάς τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα.
Η νόσηση από γρίπη ή COVID-19 αυξάνει τον κίνδυνο εμφράγματος ή εγκεφαλικού τις επόμενες εβδομάδες, σύμφωνα με νέα ανάλυση που χαρτογραφεί το πώς οι ιοί μπορούν να επηρεάσουν την υγεία της καρδιάς.
Οι ερευνητές γνωρίζουν εδώ και χρόνια ότι ιοί όπως ο ανθρώπινος ιός των θηλωμάτων (HPV) και η ηπατίτιδα Β μπορούν να προκαλέσουν καρκίνο, αλλά οι συνδέσεις με άλλα προβλήματα υγείας, όπως οι καρδιοπάθειες, είναι λιγότερο ξεκάθαρες.
Η τελευταία ανάλυση αντλεί δεδομένα από 155 μελέτες. Δείχνει ότι υπάρχουν κίνδυνοι για την υγεία της καρδιάς που συνδέονται με λοιμώξεις όπως η γρίπη, ο κορωνοϊός, ο HIV, η ηπατίτιδα C και ο ιός της ανεμευλογιάς-ζωστήρα, που προκαλεί έρπητα ζωστήρα και ανεμευλογιά.
«Η μελέτη μας διαπίστωσε ότι οι οξείες και χρόνιες ιογενείς λοιμώξεις συνδέονται με βραχυπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους κινδύνους καρδιαγγειακής νόσου, συμπεριλαμβανομένων εγκεφαλικών και εμφραγμάτων», ανέφερε σε ανακοίνωση ο Κοσούκε Καβάι, κύριος συγγραφέας της μελέτης και επιδημιολόγος στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Λος Άντζελες.
Τον μήνα μετά τη διάγνωση γρίπης, οι άνθρωποι είναι τέσσερις φορές πιο πιθανό να πάθουν έμφραγμα και πέντε φορές πιο πιθανό να υποστούν εγκεφαλικό, σύμφωνα με τη μελέτη, η οποία δημοσιεύθηκε στο Journal of the American Heart Association.
Είναι τρεις φορές πιο πιθανό να υποστούν έμφραγμα ή εγκεφαλικό τους 3,5 μήνες μετά τη νόσηση από COVID-19, με τους κινδύνους να παραμένουν αυξημένοι για έναν χρόνο μετά τη λοίμωξη, διαπίστωσε η μελέτη.
Την ίδια στιγμή, για τα άτομα με χρόνιες λοιμώξεις, οι αυξημένοι κίνδυνοι ήταν χαμηλότεροι αλλά επίμονοι.
Ο κίνδυνος εμφράγματος ήταν κατά 60% υψηλότερος για τα άτομα με HIV, κατά 27% για όσους είχαν ηπατίτιδα C και κατά 12% για όσους είχαν έρπητα ζωστήρα, τουλάχιστον πέντε χρόνια αργότερα.
Ο Καβάι είπε ότι τα ευρήματα είναι «κλινικά σημαντικά» δεδομένου του αριθμού των ανθρώπων που επηρεάζονται από αυτές τις χρόνιες ιογενείς λοιμώξεις.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, καταγράφηκαν περίπου 1,3 εκατομμύρια νέες λοιμώξεις από HIV το 2024 και περίπου ένα εκατομμύριο νέες λοιμώξεις από ηπατίτιδα C αναφέρονται ετησίως.
Παράλληλα, εκτιμήσεις που δημοσιεύθηκαν το 2021 έδειξαν ότι σε όλη την Ευρώπη αντιστοιχούν περίπου 6 έως 10 νέα περιστατικά έρπητα ζωστήρα ανά 1.000 άτομα κάθε χρόνο.
Αυτό σημαίνει, είπε ο Καβάι, ότι «ο αυξημένος κίνδυνος που σχετίζεται με αυτόν τον ιό μεταφράζεται σε μεγάλο αριθμό επιπλέον περιστατικών καρδιαγγειακής νόσου σε επίπεδο πληθυσμού».
Οι ιογενείς λοιμώξεις ενεργοποιούν το ανοσοποιητικό σύστημα, ωθώντας το να απελευθερώσει μόρια που αυξάνουν τη ροή του αίματος για να καταπολεμήσουν τον ιό. Αυτό προκαλεί φλεγμονή, που είναι ορατή ως ερυθρότητα, οίδημα και θερμότητα, και πήξη του αίματος.
Ωστόσο, η φλεγμονή και η πήξη του αίματος μπορούν επίσης να παρεμποδίσουν τη λειτουργία της καρδιάς, κάτι που θα μπορούσε να εξηγήσει γιατί ο κίνδυνος εμφράγματος και εγκεφαλικού παραμένει αυξημένος μετά τις λοιμώξεις, σύμφωνα με τους ερευνητές.
Επεσήμαναν ότι τα στοιχεία παραμένουν ασαφή ως προς το αν άλλοι ιοί, όπως ο δάγκειος πυρετός, ο HPV, ο κυτταρομεγαλοϊός, που μπορεί να προκαλέσει συγγενείς ανωμαλίες, και ο ιός του απλού έρπητα τύπου 1, που προκαλεί επιχείλιο έρπητα, αυξάνουν τους κινδύνους για την καρδιακή υγεία.
Υπάρχουν τρόποι να μειωθούν αυτοί οι κίνδυνοι, με τον εμβολιασμό κατά της γρίπης, της COVID-19 και του έρπητα ζωστήρα να διαφαίνεται πολλά υποσχόμενος, σύμφωνα με τη μελέτη. Η συνολική διαχείριση της φλεγμονής θα μπορούσε επίσης να είναι καθοριστική.
Σε μια ανασκόπηση του 2022, για παράδειγμα, όσοι έκαναν εμβόλιο γρίπης είχαν κατά 34% χαμηλότερο κίνδυνο θανάτου ή νοσηλείας λόγω καρδιαγγειακού προβλήματος σε σύγκριση με όσους έλαβαν εικονικό φάρμακο (placebo), δηλαδή ένα «εικονικό» εμβόλιο.
Γενικά, οι εμβολιασμοί θα μπορούσαν να είναι ιδιαίτερα ωφέλιμοι για άτομα που έχουν ήδη καρδιοπάθεια ή άλλους παράγοντες κινδύνου, είπε ο Καβάι.
«Τα προληπτικά μέτρα έναντι των ιογενών λοιμώξεων, συμπεριλαμβανομένου του εμβολιασμού, μπορεί να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στη μείωση του κινδύνου καρδιαγγειακής νόσου», είπε ο Καβάι.