Περισσότερα από 6.500 ξεσπάσματα ασθενειών που μεταδίδονται μέσω τροφίμων καταγράφηκαν το 2024, σύμφωνα με νέα έκθεση που δόθηκε στη δημοσιότητα.
Τα περιστατικά σοβαρής τροφικής δηλητηρίασης που συνδέονται με το βακτήριο Listeria αυξήθηκαν στην Ευρώπη πέρυσι, πιθανότατα τροφοδοτούμενα από τις αλλαγές στις διατροφικές συνήθειες και τη γήρανση του πληθυσμού, προειδοποιούν οι υγειονομικές και οι αρμόδιες για την ασφάλεια τροφίμων αρχές.
Το 2024 καταγράφηκαν περισσότερα από 3.000 επιβεβαιωμένα κρούσματα λοίμξεων από Listeria, με περίπου το 70% να χρειάζεται νοσηλεία και έναν στους 12 να καταλήγει, σύμφωνα με νέα έκθεση του Ευρωπαϊκού Κέντρου Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων (ECDC) και της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων (EFSA).
Η Listeria είναι ένα βακτήριο που αναπτύσσεται σε υγρά και δροσερά περιβάλλοντα και μπορεί να είναι δύσκολο να εξαλειφθεί ακόμη και με εντατικές απολυμάνσεις. Οι λοιμώξεις, συχνά μέσω τροφής, είναι σπάνιες αλλά μπορεί να αποβούν θανατηφόρες.
Έως και το 3% των έτοιμων προς κατανάλωση τροφίμων παρουσιάζουν επίπεδα επιμόλυνσης με Listeria πάνω από τα όρια ασφάλειας τροφίμων της ΕΕ, σύμφωνα με την έκθεση. Τα αλλαντικά ζύμωσης είναι το προϊόν που μολύνεται συχνότερα.
«Παρότι η επιμόλυνση είναι σπάνια, η Listeria μπορεί να προκαλέσει σοβαρή νόσο, κάτι που την καθιστά μία από τις πιο σοβαρές τροφιμογενείς απειλές που παρακολουθούμε», δήλωσε ο Ole Heuer, ο οποίος ηγείται του έργου του ECDC για τη διασύνδεση της ανθρώπινης, ζωικής και περιβαλλοντικής υγείας.
Η έκθεση κατέγραψε λοιμώξεις από Listeria, Salmonella, Campylobacter, E. coli που παράγουν τοξίνη Shiga (STEC) και άλλα βακτήρια σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση, το Ηνωμένο Βασίλειο και οκτώ ακόμη χώρες εκτός ΕΕ.
Το 2024 σημειώθηκαν 6.558 εστίες τροφιμογενούς νόσου, αύξηση 14,5% σε σχέση με το προηγούμενο έτος, σύμφωνα με την έκθεση. Αν και τα κρούσματα και οι νοσηλείες αυξήθηκαν επίσης, ο αριθμός των θανάτων μειώθηκε πέρυσι.
Σύμφωνα με την έκθεση, η «ανοδική τάση» στις τροφιμογενείς λοιμώξεις πιθανότατα οφείλεται σε συνδυασμό παραγόντων, μεταξύ των οποίων οι αλλαγές στις διατροφικές συνήθειες, όπως η συχνότερη κατανάλωση έτοιμων γευμάτων, αλλά και οι ανθυγιεινές πρακτικές χειρισμού τροφίμων και η γήρανση του πληθυσμού, που καθιστά περισσότερους ανθρώπους ευάλωτους στη νόσηση.
Το 2024, τα λαχανικά και άλλα μη ζωικά προϊόντα συνδέθηκαν με τους περισσότερους θανάτους σε εστίες τροφικής δηλητηρίασης για τις οποίες υπήρχαν ισχυρά στοιχεία ως προς την προέλευση. Ωστόσο, η Salmonella ήταν υπεύθυνη για τις περισσότερες πολυκρατικές εστίες συνολικά, με τα αυγά και τα προϊόντα αυγών να αποτελούν το κύριο όχημα μετάδοσης.
Οι ευρωπαϊκοί οργανισμοί ανέφεραν ότι την τελευταία δεκαετία καταγράφεται «σημαντική αύξηση» των λοιμώξεων από Salmonella σε πτηνοτροφικές μονάδες και ότι πολλές χώρες της ΕΕ δεν κάνουν αρκετά για να την αντιμετωπίσουν.
«Φέτος, σημαντικός αριθμός χωρών της ΕΕ δεν πέτυχε όλους τους στόχους για τη μείωση της Salmonella στα πουλερικά, με μόλις 14 κράτη μέλη να επιτυγχάνουν πλήρη συμμόρφωση», ανέφερε σε δήλωσή του ο Frank Verdonck, επικεφαλής της μονάδας της EFSA για τους βιολογικούς κινδύνους και την υγεία και την καλή μεταχείριση των ζώων.
Οι οργανισμοί υπογράμμισαν ότι οι πολίτες μπορούν να λάβουν μέτρα για να προστατευθούν από τροφιμογενείς λοιμώξεις, όπως να διατηρούν το ψυγείο στους 5°C ή χαμηλότερα, να καταναλώνουν τα έτοιμα προς κατανάλωση γεύματα πριν από την ημερομηνία λήξης, να μαγειρεύουν καλά το κρέας, να κρατούν χωριστά τα μαγειρεμένα από τα ωμά τρόφιμα και να πλένουν τα χέρια, τα σκεύη και τις επιφάνειες μετά τον χειρισμό ωμών τροφίμων.
Πρόσθεσαν επίσης ότι οι «ευάλωτες ομάδες», μεταξύ των οποίων οι ηλικιωμένοι, οι έγκυες και τα άτομα με εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα, θα πρέπει «να αποφεύγουν την κατανάλωση τροφίμων υψηλού κινδύνου», όπως έτοιμα προς κατανάλωση γεύματα, μη παστεριωμένο γάλα και μαλακά μη παστεριωμένα τυριά.
«Η προστασία αυτών των ομάδων απαιτεί ισχυρή επιτήρηση, ασφαλή παραγωγή τροφίμων και βασικές προφυλάξεις στο σπίτι», είπε ο Heuer.