Έρευνα του Nature σε 13,5 εκατομμύρια εργαζομένους αποκαλύπτει μεγάλες μισθολογικές ανισότητες. Ποιες χώρες έχουν το μεγαλύτερο χάσμα – και πώς επηρεάζεται η δεύτερη γενιά.
Οι μετανάστες κερδίζουν κατά μέσο όρο 17,9% λιγότερα ετησίως από τους ντόπιους εργαζόμενους στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική, σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Nature.
Η έρευνα ανέλυσε τους μισθούς 13,5 εκατομμυρίων εργαζομένων σε εννέα χώρες —ανάμεσά τους η Δανία, η Γαλλία, η Γερμανία, η Ολλανδία, η Νορβηγία, η Ισπανία και η Σουηδία— κατά την περίοδο 2016–2019.
Το 75% του μισθολογικού χάσματος οφείλεται στην περιορισμένη πρόσβαση των μεταναστών σε καλύτερα αμειβόμενες θέσεις εργασίας, ενώ μόλις το 25% σχετίζεται με διαφορές αποδοχών για την ίδια εργασία μεταξύ μεταναστών και ντόπιων.
Η Ισπανία κατέγραψε το μεγαλύτερο μισθολογικό χάσμα μεταξύ των επτά ευρωπαϊκών χωρών της μελέτης, με διαφορά άνω του 29%. Οι μετανάστες αποτελούν το 13% του εργατικού δυναμικού της χώρας, συμβάλλοντας τόσο στην οικονομική ανάπτυξη όσο και στην πληθυσμιακή αύξηση.
Στη Νορβηγία, τη Γερμανία, τη Γαλλία και την Ολλανδία, οι μετανάστες αμείβονται με 15% έως 20% λιγότερα σε σχέση με τους ντόπιους εργαζόμενους.
Αντίθετα, στη Σουηδία —όπου πολλοί μετανάστες εργάζονται στον δημόσιο τομέα— το χάσμα περιορίζεται στο 7%.
Πού γεννήθηκε ένας μετανάστης επηρεάζει το εισόδημά του
Η χώρα καταγωγής των μεταναστών παίζει καθοριστικό ρόλο.
Τα μεγαλύτερα μισθολογικά χάσματα καταγράφηκαν για μετανάστες από την υποσαχάρια Αφρική (26,1%) και τη Μέση Ανατολή και Βόρεια Αφρική (23,7%).
Αντίθετα, οι μετανάστες από την Ευρώπη, τη Βόρεια Αμερική και άλλες δυτικές χώρες παρουσίασαν πολύ μικρότερες διαφορές, της τάξης του 9%.
Ενθαρρυντικό στοιχείο: τα παιδιά μεταναστών έχουν σημαντικά μικρότερο μισθολογικό χάσμα, με μέσο όρο 5,7% λιγότερες αποδοχές σε σχέση με εργαζομένους που έχουν και τους δύο γονείς γεννημένους στη χώρα.
Οι διαφορές αμοιβών για την ίδια θέση εργασίας μεταξύ παιδιών μεταναστών και ντόπιων είναι εξαιρετικά χαμηλές, κάτω από 2% σε όλες τις χώρες.
Πώς μπορεί να περιοριστεί το χάσμα;
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Eurostat, το 2023, το 39,4% των πολιτών τρίτων χωρών που εργάζονταν στην Ε.Ε. ήταν υπερκαταρτισμένοι για τις θέσεις που κατείχαν.
Έρευνα της McKinsey δείχνει ότι η βελτίωση της κοινωνικής κινητικότητας θα μπορούσε να ενισχύσει το ΑΕΠ των ευρωπαϊκών χωρών κατά 3% έως 9%, καλύπτοντας παράλληλα το αναμενόμενο έλλειμμα δεξιοτήτων μέχρι το 2030, χωρίς να απαιτείται νέα κατάρτιση ή επανεκπαίδευση.
Οι ερευνητές της μελέτης υπογραμμίζουν ότι ένας συνδυασμός στοχευμένων μέτρων μπορεί να μειώσει αποτελεσματικά τον επαγγελματικό διαχωρισμό ανάμεσα σε μετανάστες και ντόπιους.
Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται:
Εκμάθηση της γλώσσας
Επαγγελματική κατάρτιση
Προγράμματα διασύνδεσης εργαζομένων με εργοδότες
Βελτιωμένη πρόσβαση στην εγχώρια εκπαίδευση
Αναγνώριση ξένων τίτλων σπουδών
Νομοθετικές πρωτοβουλίες σε εξέλιξη
Ορισμένες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν ήδη θεσπίσει πολιτικές προς αυτή την κατεύθυνση.
Στη Γερμανία, το 2024 τέθηκε σε ισχύ ο Νόμος για την Εξειδικευμένη Μετανάστευση, ο οποίος επιτρέπει σε αλλοδαπούς πτυχιούχους να εργάζονται ενώ βρίσκεται σε εξέλιξη η επίσημη αναγνώριση των τίτλων σπουδών τους.
Στη Γαλλία, το 2024 μεταρρυθμίστηκε η άδεια διαμονής “Carte Talent” —μια πολυετής άδεια εργασίας για ειδικευμένους επαγγελματίες— με στόχο την προσέλκυση ανθρώπινου δυναμικού, κυρίως στον τομέα της υγείας.
«Τέτοιες πολιτικές διασφαλίζουν ότι οι μετανάστες μπορούν να αξιοποιήσουν πλήρως τις ικανότητές τους, και οι χώρες να αποκομίσουν τα μέγιστα από τη μετανάστευση — σε παραγωγικότητα, φορολογικά έσοδα και μείωση των ανισοτήτων», τονίζουν οι ερευνητές Μάρτα Ελβίρα, Άρε Σκέιε Χέρμανσεν και Άντριου Πένερ.
«Η έξυπνη μεταναστευτική πολιτική δεν τελειώνει στα σύνορα – από εκεί ξεκινά.»